Αποβλέποντας στην ανατροπή του σοβιετικού καθεστώτος που θα άνοιγε τον δρόμο για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, οι κύκλοι αυτοί δεν είχαν διστάσει να συνεργασθούν με εκείνους που πιθανολογούσαν ότι στο μέλλον θα ήταν σε θέση να τους βοηθήσουν ουσιαστικά στον σκοπό τους. Έτσι, ένα τμήμα είχε ήδη στρατολογηθεί από την Αμπβέρ και οι άνδρες του ενσωματώθηκαν στην πρώτη γερμανική μονάδα ανορθόδοξου πολέμου, τον «Εκπαιδευτικό Λόχο Ειδικών Κατασκευών 800», που δεν ήταν παρά ο σχηματισμός-κάλυμμα των ειδικών δυνάμεων «Μπραντενμπούργκερ».
Σταδιακά μετά την κατάληψη της Πολωνίας και την κατοχή περιοχών στις οποίες υπήρχε σημαντικό ουκρανικό στοιχείο, ο αριθμός των Ουκρανών εθελοντών αυξήθηκε επιτρέποντας τη συγκρότηση του τάγματος «Νάχτινγκαλ».
Το τάγμα έδρασε κατά την πρώτη φάση της επιχειρήσεως «Μπαρμπαρόσσα» όταν με θυελλώδη έφοδο κατέλαβε την πόλη Λβοφ μαθαίνοντας ότι η Σοβιετική Μυστική Αστυνομία (NKVD) εξόντωνε συστηματικά τους ταξικούς αντιπάλους της.
Με την απελευθέρωση του Λβοφ ενεργοποιήθηκαν δύο ουκρανικές οργανώσεις εθνικιστών, η μία υπό τον Στέφαν Μπαντέρα και η άλλη υπό τον Αντρέι Μέλνυκ. Ενθουσιασμένοι από τη νίκη του τάγματος «Νάχτινγκαλ» καθώς και τις λοιπές επιτυχίες του γερμανικού Στρατού που προήλαυνε ακάθεκτος στο ουκρανικό έδαφος, οι κύκλοι των Ουκρανών εθνικιστών εξέπεμψαν ραδιοφωνικό μήνυμα ανακοινώνοντας την ουκρανική ανεξαρτησία.
Το μήνυμα όμως αυτό ήταν εξαιρετικά πρώιμο, διότι η γερμανική πολιτική εκείνη την εποχή δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο. Έτσι, τον αρχικό ενθουσιασμό διαδέχθηκε η απογοήτευση και η συνεπακόλουθη πτώση του ηθικού οδήγησε μοιραία στη διάλυση του τάγματος «Νάχτινγκαλ».
Η Ουκρανία στη συνέχεια μοιράσθηκε σε τρία κομμάτια. Η Γαλικία, η δυτικότερη επαρχία που αποτελούσε στο παρελθόν τμήμα της Αυστροουγγαρίας, περιήλθε στη «Γενική Διοίκηση», το τμήμα δηλαδή εκείνο της Πολωνίας που είχε περιέλθει στην κατοχή της Γερμανίας μετά την κατάρρευση της χώρας το 1939.
Η Βεσαραβία και η Βουκοβίνα υπήχθησαν στον ρουμανικό έλεγχο και η υπόλοιπη Ουκρανία υπήχθη στον Γκαουλάιτερ Έριχ Κωχ.
Ο τελευταίος, αποτέλεσε το χαρακτηριστικότερο δείγμα του άκαμπτου και απηνή Γερμανού κυβερνήτου στην κατεχόμενη Σοβιετική Ένωση, καθώς η περιφρόνησή του προς τους Σλάβους ήταν και η κατευθυντήρια οδός των ενεργειών του.
Αυτή ήταν η ανταπόδοση στη θερμή υποδοχή που επεφύλαξαν οι Ουκρανοί στα γερμανικά στρατεύματα, όχι μόνο επειδή τα θεώρησαν ως απελευθερωτικές δυνάμεις από τον κομμουνισμό, αλλά γιατί υπήρχε και η μνήμη από την καλή συμπεριφορά των γερμανικών στρατευμάτων που είχαν προελάσει κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ουκρανία και είχαν βοηθήσει τους Ουκρανούς εθνικιστές να ανακηρύξουν μία βραχύβια ανεξάρτητη Ουκρανία.
Εν τούτοις, οι Ουκρανοί συνεργάσθηκαν σε μεγάλη έκταση με τους Γερμανούς έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, εκδηλώνοντας έτσι τη βαθιά τους επιθυμία για απαλλαγή από τον κομμουνιστικό ζυγό.
Αρχικά συγκροτήθηκαν 12 τάγματα ασφαλείας με αρίθμηση 201-212, των οποίων οι άνδρες έφεραν γερμανική στολή με ιδιαίτερα επιρράματα. Οι μονάδες αυτές έδρασαν κατά των Παρτιζάνων που είχαν καταφύγει σε δασώδεις περιοχές.
Πέραν αυτών σχηματίσθηκε και μία τοπική εθνοφυλακή με τον τίτλο «Ουκρανική Λαϊκή Αυτοάμυνα» καθώς και μία «Ουκρανική Εργοστασιακή Φρουρά», το αντίστοιχο δηλαδή του γερμανικού αστυνομικού σώματος για την προστασία των εργοστασιακών χώρων. Κατά τα μέσα του 1942, οι Ουκρανοί εθελοντές συμπεριλαμβανομένων και των «Χίβις», υπελογίζοντο σε 180.000 άνδρες.
Τον Μάρτιο του 1943, ο ταξίαρχος των Ες-Ες Όττο Βαίχτερ, κυβερνήτης της Γαλικίας, πρότεινε τη δημιουργία του «Αστυνομικού Συντάγματος Γαλικίας». Ο Χίμλερ, όμως, μετά και τις δυσάρεστες εξελίξεις στο μέτωπο, προχώρησε ακόμη πιο πέρα αποφασίζοντας τη συγκρότηση μίας πλήρους μεραρχίας. Η μονάδα αυτή θα απετελείτο, με ένα ακόμη λεκτικό τέχνασμα, από «Γαλικιανούς» και όχι Ουκρανούς.
Αυτή τελικά η άποψη επρόκειτο να αποδειχθεί σωτήρια για τους εθελοντές. Εν πάση περιπτώσει, η ανταπόκριση στην πρόσκληση για κατάταξη ήταν εντυπωσιακή. Όχι λιγότεροι από 70.000 εθελοντές παρουσιάσθηκαν για τον αγώνα κατά του κομμουνισμού, αν και μόνο 14.000 από αυτούς έγιναν δεκτοί για τη συγκρότηση της μεραρχίας. Οι υπόλοιποι απορροφήθηκαν από την Αστυνομία που σχημάτισε 5 Αστυνομικά Συντάγματα.
Η εκπαίδευση της μεραρχίας έγινε στο στρατόπεδο Χάϊντελάγκερ κοντά στην πόλη Ντέμπιτσα της Πολωνίας. Η μεγάλη μονάδα έλαβε τον τίτλο 14η Μεραρχία Εθελοντών Ες-Ες «Γαλικία» (14 S.S. Freiwilligen Division “Galizien”). Κατά τα μέσα του Ιουνίου 1944 η μονάδα, αν και δεν είχε περατώσει την εκπαίδευσή της, οδηγήθηκε στο μέτωπο.
Η κύρια σύγκρουση έγινε στο Μπρόντυ της δυτικής Ουκρανίας όπου η μεραρχία κυκλώθηκε και ύστερα από ένα 19ήμερο σκληρότατο αγώνα, σχεδόν διαλύθηκε. Μόνο 3.000 άνδρες κατάφεραν να συνενωθούν με τα γερμανικά τμήματα, ενώ από τους υπόλοιπους, όσοι δεν φονεύθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν, κατέφυγαν στους Εθνικιστές Ουκρανούς αντάρτες που εμάχοντο εκ περιτροπής κατά των Γερμανών και των Σοβιετικών.
Η Μεραρχία, ή μάλλον ό,τι απέμεινε από αυτήν, αν και ενισχύθηκε με 8.000 νέους εθελοντές, ποτέ πλέον δεν επανήλθε στην πρώτη γραμμή. Συμμετείχε στην καταστολή της σλοβακικής εξεγέρσεως και τον Απρίλιο του 1945 έγινε η 1η μεραρχία του ουκρανικού εθνικού Στρατού.
Οι ζυμώσεις για την ίδρυση του Στρατού αυτού είχαν αρχίσει ήδη από το 1943. Ωστόσο όπως και ο ρωσικός ΡΟΑ, ο ουκρανικός Στρατός παρέμεινε μόνο στα χαρτιά, αφού οι πολυάριθμοι εθελοντές είχαν διασκορπισθεί σε διάφορες γερμανικές μονάδες και μόνο το κυανοκίτρινο έμβλημα με τη χαρακτηριστική ουκρανική τρίαινα τούς διαφοροποιούσε από τους λοιπούς Ανατολικούς εθελοντές.
Κατά το 1945, όταν δηλαδή άρχισε να υλοποιείται η πρόθεση για τη δημιουργία Στρατών των ρωσικών λαών, ο ουκρανικός Στρατός άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Ως Ουκρανός αντίστοιχος του Ρώσου στρατηγού Βλασώφ, επελέγη ο στρατηγός Πάβλο Σαντρούκ παλαίμαχος της μόλις για 3 χρόνια –κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου– ανεξάρτητης Ουκρανίας, πριν αυτή περιπέσει στην κυριαρχία των Σοβιετικών. Ο Σαντρούκ αργότερα υπήρξε μέλος του πολωνικού Γενικού Επιτελείου.
Δίπλα στην 1η μεραρχία που προήλθε από τη 14η μεραρχία των Βάφεν Ες-Ες, δημιουργήθηκε και η 2η μεραρχία αποτελούμενη από διάφορους σχηματισμούς Ουκρανών εθελοντών. Παρότι έγινε πρόταση από τον Βλασώφ να υπαχθεί ο ουκρανικός Στρατός στον KONR με αντάλλαγμα ο Σαντρούκ να γίνει ο δεύτερος μετά τον Βλασώφ στην ιεραρχία για τα πολιτικής και στρατιωτικής φύσεως θέματα, εν τούτοις ο Ουκρανός αρνήθηκε διότι όπως και οι ηγέτες όλων των λοιπών εθνοτήτων πλην των Καλμούχων, δεν επιθυμούσε την ρωσική επικυριαρχία.
Ο ουκρανικός εθνικός Στρατός δεν είχε καμία παρουσία στα πεδία των μαχών. Συγκροτημένος τις τελευταίες ημέρες του πολέμου παραδόθηκε στους Βρετανούς και απέφυγε την επιστροφή στη Σοβιετική Ένωση και την σκληρή τύχη που ανέμενε τους άλλους εθελοντές, επειδή ο Σαντρούκ κατάφερε να πείσει τους Συμμάχους ότι οι άνδρες του ήταν Γαλικιανής καταγωγής άρα πρώην Πολωνοί πολίτες και όχι Ουκρανοί, επομένως Σοβιετικοί πολίτες που είχαν εξεγερθεί κατά της πατρίδος τους. Έτσι οι Ουκρανοί εθελοντές είχαν τη δυνατότητα ως πρόσφυγες να επιλέξουν διάφορες νέες πατρίδες στις οποίες και κατέφυγαν ως μετανάστες.
Λευκορώσοι
Μετά την κατάληψη της Λευκορωσίας κατά το 1941, οι Γερμανοί εφήρμοσαν ένα ελαστικό σύστημα διακυβερνήσεως επιθυμώντας να ενισχύσουν την υποσυνείδητη διαφοροποίηση των Λευκορώσων από τους Ρώσους και να ενθαρρύνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τις αποσχιστικές διαθέσεις. Ο Γενικός Επίτροπος Βίλελμ Κούμπε, από το 1941 προχώρησε στην οργάνωση μίας λευκορωσικής οργανώσεως αυτοαμύνης.
Το επόμενο καλοκαίρι συγκροτήθηκαν ένοπλοι σχηματισμοί για να αντιμετωπίσουν την ολοένα αυξανόμενη δράση των Παρτιζάνων και κατά το 1944, από τα τμήματα αυτά συγκροτήθηκε η λευκορωσική Εθνοφρουρά ή κατά τη γερμανική ορολογία Λευκορουθηνική (Weissruthenische Heimwehr). Η συνολική δύναμη ανήλθε σε 30 περίπου τάγματα που είχαν αναλάβει στατικό ρόλο αμύνης καθώς και 12 τάγματα Μηχανικού.
Ταυτόχρονα οργανώθηκε σε αντιστοιχία με τη Χιτλερική Νεολαία και η Λευκορουθηνική Νεολαία Εργασίας για νέους από 14-18 ετών. Το 1943 η Νεολαία αριθμούσε 40.000 μέλη, μέρος των οποίων απασχολήθηκε είτε στα συνεργεία επισκευής των αεροσκαφών, είτε ως βοηθητικό προσωπικό στα αντιαεροπορικά. Όταν μετά τη μεγάλη σοβιετική επίθεση του θέρους του 1944 οι Γερμανοί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη Λευκορωσία, όσοι σχηματισμοί εθελοντών δεν διαλύθηκαν, οπισθοχώρησαν και αυτοί στην Γερμανία. Εκεί συγκρότησαν αρχικά την ταξιαρχία ασφαλείας Ζίγκλινγκ και αργότερα με την ενσωμάτωση Ρώσων και Ουκρανών εθελοντών, σχημάτισαν την 30η μεραρχία γρεναδιέρων των Βάφεν Ες-Ες.
Η μονάδα αυτή της οποίας το προσωπικό έως τότε είχε αγωνισθεί μόνο εναντίον των Παρτιζάνων, κρίθηκε σκόπιμο να αναλάβει παρόμοια αποστολή επειδή και η εκπαίδευση και ο εξοπλισμός της ήσαν ημιτελείς. Έτσι μεταφέρθηκε στη βόρεια Γαλλία για να δράσει κατά των Γάλλων αντιστασιακών. Οι βαριές της όμως απώλειες και οι λιποταξίες, υποχρέωσαν τους Γερμανούς να την αποσύρουν στα μετόπισθεν. Απομειωμένη σε μία μόνο ταξιαρχία, η μονάδα δεν διαδραμάτισε κανέναν ουσιώδη ρόλο πλέον, μέχρι λήξεως του πολέμου.
Ειδική Μεραρχία R (Sonderdivision R)
Μία από τις πρώτες μονάδες Σοβιετικών στρατιωτών που συγκροτήθηκε στο πλευρό των Γερμανών τον Ιούλιο του 1941, ήταν ένα τάγμα με τον περίπλοκο και παραπλανητικό τίτλο «Εκπαιδευτικό Τάγμα για την Αντικατασκοπεία και Υπηρεσία Πληροφοριών» (Lehr bataillon Fur Feind Abwehr und Nachrichtendienst).
Η μονάδα είχε ως διοικητή ένα Ρώσο αξιωματικό, τον Μπόρις Αλεξέγιεβιτς Χόλμστον-Σμυλόφσκυ, γεννημένο στη Φινλανδία και μέλος της Σωματοφυλακής του Τσάρου. Ο Σμυλόφσκυ είχε πολεμήσει με τους «Λευκούς» κατά των κομμουνιστών στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο και αργότερα κατέφυγε αρχικά στην Πολωνία και μετά στη Γερμανία όπου φοίτησε στη Σχολή Επιτελών του γερμανικού Στρατού.
Το τάγμα απετελείτο στην αρχή από μετανάστες αλλά σύντομα με την στρατολόγηση αιχμαλώτων αναπτύχθηκε σε πλήρη μεραρχία. Η μονάδα αγωνίσθηκε κανονικά στο μέτωπο υπό τη διοίκηση του Σμυλόφσκυ που είχε προαχθεί σε συνταγματάρχη. Ο σχηματισμός δεν ήλθε ποτέ σε κανενός είδους συνεργασία με τα στρατεύματα του Βλασώφ παραμένοντας πάντοτε αυτόνομος. Με το τέλος του πολέμου ο στρατηγός, πλέον, Σμυλόφσκυ οδήγησε τους άνδρες του στο ουδέτερο κρατίδιο του Λιχτενστάιν.
Εκεί, παρά τις ασφυκτικές πιέσεις των Σοβιετικών για παράδοση των φυγάδων, η κυβέρνηση του Λιχτενστάιν αντιστάθηκε πεισματικά και χορηγώντας διαβατήρια επέτρεψε στους εθελοντές μαζί και τον Σμυλόφσκυ να αναζητήσουν νέες πατρίδες. Οι λίγοι στρατιώτες που παρασύρθηκαν από τη σοβιετική προπαγάνδα για μία ήσυχη επιστροφή στην πατρίδα εκτελέσθηκαν αμέσως μετά την έξοδό τους από το Λιχτενστάιν.
Κοζάκοι
Οι Κοζάκοι είχαν την πλέον ουσιαστική συνεισφορά στον αγώνα των Γερμανών. Οι Κοζάκοι ήδη από την εποχή του ρωσικού εμφύλιου πολέμου είχαν πολεμήσει με πείσμα στο πλευρό των «Λευκών» κατά των κομμουνιστών (Μπολσεβίκων) αποτελώντας τον πιο επιδέξιο αντίπαλο που αντιμετώπισε τότε ο Ερυθρός Στρατός.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η γερμανική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενώσεως αναζωπύρωσε και πάλι αυτόματα την παλαιά έχθρα προς τους κομμουνιστές και μεγάλα τμήματα Κοζάκων βρήκαν την ευκαιρία να αντιπαραταχθούν εκ νέου στο σοβιετικό καθεστώς. Πέραν των σοβιετικών μέτρων διακυβερνήσεως που έφεραν βαρέως οι Κοζάκοι, υπήρχε και το θέμα της θρησκείας. Οι Κοζάκοι είναι πιστοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί και δεν ήταν τυχαίο δείγμα της εκδηλώσεως του θρησκευτικού τους συναισθήματος το γεγονός ότι μεταξύ των σημαιών τους υπήρχαν και θρησκευτικά λάβαρα.
Η πρώτη μονάδα Κοζάκων που ετάχθη με τους Γερμανούς ήταν ένα ολόκληρο σύνταγμα, το οποίο με επικεφαλής τον ταγματάρχη Ι. Ν. Κονόνωφ, έναν Κοζάκο του Ντον και όλους τους αξιωματικούς του, πέρασε στις γερμανικές γραμμές την 22α Αυγούστου 1941. Σταδιακά και άλλα μικρότερα τμήματα Κοζάκων εγκατέλειψαν τον Ερυθρό Στρατό και ενσωματώθηκαν οι γερμανικές μεραρχίες, κατά κύριο λόγο τεθωρακισμένες, γι’ αυτό και πολλοί Κοζάκοι υιοθέτησαν και έφεραν στους γούνινους σκούφους τους την ασημένια νεκροκεφαλή, που ήταν το έμβλημα των γερμανικών τεθωρακισμένων μονάδων.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η νεκροκεφαλή των τεθωρακισμένων δεν πρέπει να συγχέεται με τη νεκροκεφαλή των Ες-Ες, δεδομένου μάλιστα ότι διαφέρουν και στο σχήμα. Η νεκροκεφαλή των Τεθωρακισμένων αποτελούσε τη διατήρηση της παραδόσεως του γερμανικού ιππικού από παλιά, το οποίο έφερε μελανόμορφη στολή και τη νεκροκεφαλή σε επίσης μαύρο σκούφο. Υπήρχε δηλαδή σχεδόν απόλυτη αντιστοιχία στην στολή των ανδρών των τεθωρακισμένων και των παλαιών ιππέων.
Παράλληλα με τους μικρούς σχηματισμούς των Κοζάκων στα πλαίσια των γερμανικών ταχυκινήτων σχηματισμών, ορισμένοι διακεκριμένοι αξιωματικοί του γερμανικού ιππικού όπως οι αντισυνταγματάρχες Γιούνγκσουλτς, φον Βολφ, Λέμαν και φον Ρέντελν συγκρότησαν από διάφορα διάσπαρτα τμήματα Κοζάκων τα δικά τους συντάγματα τα οποία αριθμούσαν περίπου 2.000 ιππείς και 160 Γερμανούς ως στελέχη, το καθένα.
O αξιωματικός, όμως, ο οποίος συνέδεσε το όνομα του περισσότερο με τους Κοζάκους, ήταν ο αντισυνταγματάρχης Χέλμουτ φον Πάνβιτς. Επιδέξιος ιππέας, ο φον Πάνβιτς ήδη από τον Αύγουστο του 1941 είχε παρασημοφορηθεί με τον Σταυρό των Ιπποτών. Έχοντας αναπτύξει στενή φιλία με τον αταμάνο (αρχηγός φυλής) Νικολάι Κουλάκωφ των Κοζάκων του Τερέκ άρχισε να αναπτύσσει το δικό του συγκρότημα Κοζάκων.
Η «Μονάδα Ιππικού φον Πάνβιτς» (Reiterverband von Pannwitz) απέδειξε την εξαιρετική της ποιότητα στο πεδίο της μάχης. Καθώς και τα άλλα συντάγματα των Κοζάκων επέδειξαν επίσης απτά αποτελέσματα μαχητικής ικανότητας, ο Χίτλερ από τον Απρίλιο του 1942 έδωσε και ο ίδιος επίσημα την έγκρισή του για την συγκρότηση σχηματισμών Κοζάκων, ενώ ένα περίπου έτος αργότερα, υλοποιήθηκε η πρόταση του φον Πάνβιτς για τον σχηματισμό μίας μεραρχίας Κοζάκων. Έτσι η 1η μεραρχία Κοζάκων περιέλαβε διάφορες μονάδες χωρισμένες ανά περιοχή καταγωγής των ιππέων, απ’ όπου εδόθησαν και οι ανάλογες ονομασίες.
Η μεραρχία αποτελείτο από δύο ταξιαρχίες. Η πρώτη εξ αυτών περιλάμβανε το 1ο σύνταγμα Κοζάκων του Ντον (αντισυνταγματάρχης Γκραφ τσου Ντόνα), το 2ο σιβηριανό σύνταγμα Κοζάκων (ταγματάρχης φον Νόκελν) και το 4ο σύνταγμα Κοζάκων του Ντον (αντισυνταγματάρχης φον Βολφ).
Η δεύτερη ταξιαρχία περιλάμβανε το 3ο σύνταγμα Κοζάκων του Κουμπάν (αντισυνταγματάρχης Γιούνγκσουλτς), το 5ο σύνταγμα Κοζάκων του Ντον (αντισυνταγματάρχης Κονόνωφ) και το 6ο σύνταγμα Κοζάκων του Τερέκ (ταγματάρχης φον Κάλμπεν). Η μεραρχία συμπληρωνόταν με τους αναγκαίους μικρότερους σχηματισμούς υποστηρίξεως, ενώ διέθετε και δύο έφιππες μοίρες πυροβολικού.
Την ίδια εποχή, ο γερμανικός Στρατός άρχισε να εγκαταλείπει οπισθοχωρώντας τις περιοχές των Κοζάκων που υποχρεώθηκαν μαζί με τις οικογένειές τους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Πέρα όμως από αυτό το λυπηρό για τους εθελοντές γεγονός, μία συζητήσιμη για την ορθότητά της διαταγή, επέβαλε τη μεταφορά όλων των σχηματισμών των Ανατολικών εθελοντών στη Δύση.
Αυτό είχε δυσμενέστατη απήχηση στο ηθικό των εθελοντών, διότι αυτοί είχαν πάρει τα όπλα για να πολεμήσουν το σοβιετικό καθεστώς και όχι να εκτελούν περιπολίες στις δυτικές κατεχόμενες χώρες ή να πολεμήσουν κατά των Αγγλοαμερικανών. Οι Κοζάκοι μεταφέρθηκαν στη Γιουγκοσλαβία και η απογοήτευσή τους μετριάσθηκε καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν αν όχι τον Ερυθρό Στρατό, τουλάχιστον τους κομμουνιστές Παρτιζάνους του Τίτο.
Όπως και στη Σοβιετική Ένωση έτσι και στη Γιουγκοσλαβία, οι Κοζάκοι αποδείχθηκαν πολύτιμοι καθώς η ευκινησία τους ήταν απαράμιλλη χάρις στα άλογα, τόσο σε δασώδεις περιοχές όσο και σε ανώμαλα εδάφη. Ενώ οι Κοζάκοι εμάχοντο στη Γιουγκοσλαβία, οι οικογένειές τους, περίπου 16.000 άτομα, είχαν εγκατασταθεί στο Τολμέτσο της βόρειας Ιταλίας.
Το καλοκαίρι του 1944, με μία αναδιοργάνωση και ενίσχυση από άλλα τμήματα Κοζάκων που δρούσαν έως τότε ανεξάρτητα, έγινε δυνατή η συγκρότηση και της 2ης μεραρχίας Κοζάκων. Τον Νοέμβριο του ιδίου έτους, τα Ες-Ες ενσωμάτωσαν στη δύναμή τους τις μεραρχίες των Κοζάκων, σχηματίζοντας το 15ο Σώμα Ιππικού Κοζάκων. Ο φον Πάνβιτς, στρατηγός πλέον, υποστήριξε αυτή την κίνηση επειδή θεωρούσε ότι θα ήταν καλύτερος ο εφοδιασμός της δυνάμεώς του. Οι Κοζάκοι πάντως διατήρησαν την ποικιλία της εμφανίσεώς τους, αφού κάθε μονάδα διέθετε τα δικά της ιδιαίτερα εμβλήματα και χαρακτηριστικά ρούχα.
Λίγους μήνες αργότερα έγινε προσπάθεια για τη δημιουργία και 3ης μεραρχίας Κοζάκων, χωρίς όμως αποτέλεσμα, διότι η απελπιστική πολεμική κατάσταση εμπόδισε τις σχετικές ενέργειες.
Δεν έλειψαν επίσης και οι διεργασίες για την υπαγωγή του 15ου Σώματος Ιππικού Κοζάκων στην KONR του στρατηγού Βλασώφ, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα, αν και όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι δύο ρωσικές μεραρχίες και ο ίδιος ο στρατηγός, τις τελευταίες ημέρες του πολέμου προσπάθησαν ανεπιτυχώς να κινηθούν και να συνενωθούν με τη δύναμη του φον Πάνβιτς.
Το τέλος του πολέμου βρήκε το 15ο Σώμα Ιππικού Κοζάκων να μάχεται μαζί με την Ομάδα Στρατιάς Ε στη βόρεια Γιουγκοσλαβία κατά των Παρτιζάνων του Τίτο. Κύριο μέλημα των στρατευμάτων ήταν να οπισθοχωρήσουν συντεταγμένα μέσα στην Αυστρία, για να αποφύγουν την αιχμαλωσία είτε από τους Παρτιζάνους του Τίτο είτε από τον σοβιετικό Στρατό.
Ο φον Πάνβιτς πράγματι κατόρθωσε να οδηγήσει το Σώμα του μέσα στην Αυστρία, όπου και παραδόθηκε την 9η Μαΐου 1945 στους Βρετανούς. Φάνηκε κατ’ αρχήν ότι οι Κοζάκοι θα απέφευγαν τον επαναπατρισμό παραμένοντας στη βρετανική αιχμαλωσία, όπως τους διαβεβαίωναν επανειλημμένα οι Βρετανοί αξιωματικοί.
Ωστόσο άλλες διαβουλεύσεις ελάμβαναν χώρα σε πολύ υψηλότερα κλιμάκια. Κατόπιν εντονοτάτων πιέσεων της Μόσχας, η βρετανική κυβέρνηση δέχθηκε να παραδώσει τους Κοζάκους στους Σοβιετικούς. Την 28η Μαΐου άρχισε η μεταφορά των εθελοντών και των οικογενειών τους με τρένα, στη σοβιετική ζώνη κατοχής. Όσοι είχαν την προβλεπτικότητα να διαγνώσουν την εξέλιξη των γεγονότων, είχαν φροντίσει να δραπετεύσουν έγκαιρα.
Η μεγάλη μάζα όμως, μέσα σε τραγικές σκηνές, φορτώθηκε στους σιδηροδρομικούς συρμούς με κατεύθυνση την Ανατολή. Ολόκληρες οικογένειες, γνωρίζοντας την σκληρή μοίρα που τους περίμενε, αυτοκτόνησαν. Οι υπόλοιποι είτε εκτελέσθηκαν άμεσα, είτε οδηγήθηκαν στα σοβιετικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως με μακρόχρονες ποινές φυλακίσεως, μέσα σε άθλιες συνθήκες διαβιώσεως από τις οποίες ελάχιστοι επέζησαν.
Η ίδια τύχη περίμενε και τους επικεφαλής τους. Ο φον Πάνβιτς απαγχονίσθηκε στην Μόσχα, όπως και όσοι αξιωματικοί παραδόθηκαν, όπως ο Κονόνωφ που στο τέλος σχεδόν του πολέμου ονομάσθηκε αρχιαταμάνος ή ο γηραλέος στρατηγός Κρασνώφ, παλαίμαχος του ρωσικού εμφυλίου, όταν επικεφαλής μίας μεραρχίας Κοζάκων του Ντον είχε απειλήσει άμεσα την Αγία Πετρούπολη, το κέντρο τότε των Μπολσεβίκων.
Ο τρόπος με τον οποίο τελικά παραδόθηκαν οι Κοζάκοι στους Σοβιετικούς, παρά τις διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου, απετέλεσε μία από τις πλέον άσχημες πτυχές της πρόσφατης βρετανικής ιστορίας και γενικά ως τέτοια αναγνωρίζεται σχεδόν καθ’ ολοκληρία από τους Βρετανούς ιστορικούς.
Καλμούχοι
Οι Καλμούχοι, λαός μογγολικής καταγωγής με βουδιστικό θρήσκευμα, είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή που εκτείνεται βορειοδυτικά της Κασπίας θαλάσσης και δυτικά του Βόλγα, από τον 13ο αιώνα. Ως αυθεντικοί νομάδες ζούσαν σχεδόν μία πρωτόγονη ζωή και «πρωτεύουσά» τους η Ελίστα, δεν ήταν παρά ένα συνονθύλευμα από σκηνές.
Όταν η μεγάλη επίθεση κατά το 1942 προώθησε τα γερμανικά στρατεύματα αφενός προς την κατεύθυνση του Στάλινγκραντ και αφετέρου προς τον Καύκασο, μοναδικός σύνδεσμος μεταξύ των Ομάδων Στρατιών Α και Β ήταν η 16η μηχανοκίνητη μεραρχία, η οποία εκπέμποντας περιπόλους στην αχανή στέπα των Καλμούχων προσπαθούσε να διατηρεί ένα στοιχειώδη έλεγχο στην περιοχή.
Καθώς ήλθαν σε επαφή με τους Καλμούχους, οι Γερμανοί διαπίστωσαν ότι ο λαός αυτός, αν και διέθετε ήδη από το 1935 τον τίτλο της Αυτόνομης Δημοκρατίας, εντούτοις ήταν βαθιά αντίθετος προς το κομμουνιστικό καθεστώς και το μόνο που ήθελε ήταν η ανεξαρτησία. Επειδή οι Καλμούχοι θα ήσαν χρήσιμοι στη φύλαξη της περιοχής, οι Γερμανοί συμπεριφέρθηκαν με πολύ ήπιο τρόπο φθάνοντας στο σημείο να υποσχεθούν μεταπολεμικά και την ίδρυση ανεξαρτήτου κράτους.
Παράλληλα παραμέρισαν και τα έως τότε διατηρούμενα σοβιετικά διοικητικά μέτρα, πλέον χαρακτηριστικό των οποίων ήταν η κατάργηση των Κολχόζ (υποχρεωτικών αγροτικών συνεταιρισμών που μέρος μόνο της ιδιοκτησίας παρέμενε στους αγρότες, ενώ δεν υπήρχε και ατομική ιδιοκτησία).
Ακόμη προσφέρθηκε χρηματική βοήθεια και στους ασθενέστερους οικονομικά. Αυτά, συν η δημιουργία μίας «Εθνικής Επιτροπής» που εγκαθιδρύθηκε από τους Γερμανούς, έδωσαν στους Καλμούχους την αίσθηση της ελευθερίας που την ανταπόδωσαν με ευρύτατη συνεργασία.
Έτσι συγκροτήθηκαν τόσο στατικά όσο και έφιππα ένοπλα τμήματα για την προστασία των αφύλακτων περιοχών καθώς και των γερμανικών συγκοινωνιών. Το πρόσωπο στο οποίο στηρίχθηκε η γερμανική πολιτική στη χώρα των Καλμούχων, ήταν ο Γερμανός αξιωματικός Όττο Ντολ.
Ο Ντολ είχε γεννηθεί στην Ρωσία και κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου (1918-1920) είχε πολεμήσει με τα στρατεύματα των «Λευκών» κατά των «Ερυθρών» (κομμουνιστών). Στη συνέχεια ως εκπατρισμένος πλέον εισήλθε στην υπηρεσία κατασκοπείας-αντικατασκοπείας «Αμπβέρ» του ναυάρχου Κανάρη, διατελώντας για κάποιο διάστημα και στρατιωτικός ακόλουθος στην Οδησσό.
Κατά τους πρώτους μήνες του 1943, όταν άρχισε η συγκρότηση της μεραρχίας ιππικού των Κοζάκων, υπήρξε η σκέψη να ενσωματωθεί στη μονάδα το σύνταγμα Καλμούχων του συνταγματάρχη Ναζόρωφ. Όμως στην πράξη κρίθηκε ότι οι Καλμούχοι, από κάθε άποψη (θρησκευτική και πολιτισμική) ήσαν εντελώς ξένο σώμα και κατ’ αυτόν τον τρόπο το Σύνταγμα παρέμεινε αυτόνομο. Καθώς μετά την καταστροφή του Στάλινγκραντ ο γερμανικός Στρατός άρχισε να αποχωρεί από την περιοχή του Βόλγα και του Καυκάσου, όσοι εκ των Καλμούχων είχαν ταχθεί ενεργά με την πλευρά των Γερμανών, υποχρεώθηκαν μαζί με τις οικογένειές τους να ακολουθήσουν ως πρόσφυγες τα γερμανικά στρατεύματα για να αποφύγουν τη σοβιετική εκδίκηση.
Τον Ιούλιο του 1943 σχηματίσθηκαν 7 ίλες Καλμούχων ιππέων, καθεμιάς υπολογιζόμενης από 60 έως 100 άνδρες. Τον Αύγουστο με την οργάνωση και νέων εθελοντών-προσφύγων, συγκροτήθηκε το Σώμα Ιππικού Καλμούχων αποτελούμενο από 4 επιλαρχίες των 6 ιλών η καθεμιά. Ένα χρόνο αργότερα, η μονάδα αναδιοργανώθηκε σε 2 ταξιαρχίες των 2 συνταγμάτων η καθεμιά με δύναμη 147 αξιωματικών, 347 υπαξιωματικών και 2.197 ιππέων. Τη διοίκηση και τις ανώτερες θέσεις της ιεραρχίας τις κατείχαν Γερμανοί.
Οι σχηματισμοί αυτοί, ωστόσο, υπέφεραν από αυξημένα κρούσματα απειθαρχίας και ελλείψεως εμπιστοσύνης. Η αιτία ήταν βέβαια ο εκπατρισμός και η διαρκώς διευρυνόμενη απόσταση που χώριζε τους εθελοντές από την πατρίδα τους, καθώς ο γερμανικός Στρατός βρισκόταν σε συνεχή οπισθοχώρηση. Έτσι κάποια στοιχεία ενσωματώθηκαν στην 162η μεραρχία Τουρκομάνων, ενώ και το Σώμα Ιππικού τον Ιανουάριο του 1945 ύστερα από μία σφοδρή μάχη σχεδόν διαλύθηκε στο Ράντομ της Πολωνίας. Ό,τι απέμεινε κατέληξε ως πεζοπόρος σχηματισμός στο 15ο Σώμα Ιππικού των Κοζάκων που μαχόταν στη Γιουγκοσλαβία.
Οι συνέπειες της συνεργασίας με τους Γερμανούς ήταν άμεσες. Αμέσως μετά την επάνοδο των Σοβιετικών στη χώρα τους το 1943, εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο κατηργείτο η αυτονομία και οι παραμείναντες Καλμούχοι εκτοπίσθηκαν στα ενδότερα της Σοβιετικής Ενώσεως.
Μόνο το 1957 μετά τις εσωτερικές ανακατατάξεις στο σοβιετικό καθεστώς επετράπη στους Καλμούχους όπως και σε άλλους εκτοπισμένους να επιστρέψουν στις περιοχές τους κρίνοντας ότι ο εκτοπισμός ήταν κατάφωρη παραβίαση των λενινιστικών θεωριών.
Τουρκογενείς
Κατά το φθινόπωρο του 1941, ο Τούρκος απόστρατος στρατηγός Ερκιλέτ επεσκέφθη το Βερολίνο ως προκεκλημένος κύκλων της γερμανικής κυβερνήσεως. Μεταξύ των άλλων, ο Τούρκος προσκεκλημένος συζήτησε και το θέμα των μουσουλμάνων Σοβιετικών αιχμαλώτων που στο μεγαλύτερο ποσοστό τους ήσαν Τουρκογενείς.
Ο Ερκιλέτ επεσήμανε ότι οι αιχμάλωτοι αυτοί που ήσαν αντίθετοι στο σοβιετικό καθεστώς θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν προς όφελος της Γερμανίας είτε σε προπαγανδιστικές επιχειρήσεις, είτε ακόμη και με τη συγκρότηση ενόπλων τμημάτων.
Φυσικά ο Τούρκος απόστρατος, ενεργώντας για την κυβέρνηση της Άγκυρας, απέβλεπε μελλοντικά στην με οποιονδήποτε μέσον κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και με τη συνεργασία των απελευθερωμένων συγγενών Τουρκογενών κρατών, την πραγματοποίηση του παν-τουρκομανικού οράματος, δηλαδή την υλοποίηση του μεγάλου αυτού κράτους το οποίο από την Μεσόγειο έως την Κίνα θα περιλάμβανε όλους τους λαούς τουρκικής καταγωγής, υπό την ηγεσία φυσικά της Άγκυρας.
Οι Γερμανοί με τη σειρά τους, επιθυμώντας τη συνεργασία της Τουρκίας, εξέδωσαν την 30ή Δεκεμβρίου 1941 διαταγή με την οποία επιτρεπόταν η συγκρότηση λεγεώνων από διάφορες εθνότητες της περιοχής του Καυκάσου.
Ήδη από τον Νοέμβριο του 1941, η γερμανική 444η μεραρχία ασφαλείας είχε οργανώσει τους πρώτους Τουρκογενείς εθελοντές στο «44ο Τουρκομανικό Τάγμα». Η ονομασία Τουρκομάνοι, αν και πρόκειται για μία συγκεκριμένη φυλή τουρκικής καταγωγής, επικράτησε τελικά να χαρακτηρίζει όλους τους ασιατικής προελεύσεως και κατά κανόνα τουρκικού αίματος λαούς. Λίγο αργότερα, άρχισε και η συγκρότηση της Λεγεώνος του Τουρκεστάν με εθελοντές Κιργίζιους, Ουζμπέκους, Τουρκομάνους, Καρακαλπάκους κ.λπ. Η λεγεώνα συγκεντρώθηκε στην Πολωνία για την εκπαίδευσή της. Όπως και οι λοιπές αντίστοιχες λεγεώνες, δεν εστάλη στο μέτωπο για να πολεμήσει ως αυτόνομη μονάδα αλλά κάθε τάγμα που περάτωνε την εκπαίδευσή του εντασσόταν σε κάποια μεγάλη γερμανική μονάδα. Συνολικά, μέχρι το 1943 είχαν συγκροτηθεί 26 τάγματα πεζικού, ενώ άλλοι 111 λόχοι με Τουρκογενείς εθελοντές σχηματίσθηκαν για να αναλάβουν καθήκοντα Μηχανικού, Κατασκευών, σιδηροδρομικών συντηρήσεων και επιδιορθώσεων κ.λπ.
Άλλη μία μονάδα μεγάλης αριθμητικής δυνάμεως ήταν η ταξιαρχία Μπόλλερ η οποία είχε αναλάβει επικουρικό έργο στα γερμανικά μετόπισθεν. Η μονάδα, δυνάμεως 20.000 ανδρών τουρκικής καταγωγής, αποτελείτο από 4 «Ενισχυμένα Τουρκικά Τάγματα Εργασίας» (Verstarken Turks Arbeits Battaillone) καθώς και ένα τάγμα αναπληρώσεων.
Όλες αυτές οι μονάδες ανήκαν στον Στρατό Ξηράς. Κατά τα τέλη ωστόσο του 1943, κάποιοι κύκλοι των Ες-Ες πρότειναν στον Ραϊχσφύρερ Χάινριχ Χίμλερ, τη δημιουργία μίας τουρκομουσουλμανικής μεραρχίας.
Ο Χίμλερ, διαβάζοντας ορισμένες αναφορές που εξήραν το μαχητικό πνεύμα των Τουρκογενών εθελοντών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και όντας επιρρεπής στη δημιουργία εξωτικών σχηματισμών, έδωσε τη σχετική έγκριση. Εδώ πρέπει να επισημανθεί και το αλλοπρόσαλλο του χαρακτήρος του Χίμλερ, ο οποίος ενώ ήταν τόσο φειδωλός και καχύποπτος απέναντι σε εθελοντές που θα μπορούσαν ουσιαστικά να βοηθήσουν λόγω αριθμού αλλά και ποιότητος, όπως οι Ρώσοι ή οι Ουκρανοί, προτιμούσε να συγκροτεί μονάδες από μουσουλμάνους (Τουρκογενείς της Σοβιετικής Ενώσεως ή Βοσνίας της Γιουγκοσλαβίας) οι οποίοι σε τελευταία ανάλυση λίγα πράγματα έδειξαν στο πεδίο της μάχης και εν πάση περιπτώσει απείχαν παρασάγγας από το ευρωπαϊκό πνεύμα για το οποίο εμάχοντο συνειδητά οι καθ’ αυτό Ευρωπαίοι εθελοντές των Βάφεν Ες-Ες. Ήταν όμως και αυτό ένα ακόμη δείγμα των αντιφάσεων της γερμανικής πολιτικής που εκδηλώθηκε τόσο χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια του Γερμανοσοβιετικού πολέμου.
Τελικώς κατά τις αρχές του 1944, άρχισε η σταδιακή απόσυρση από τις γραμμές της Βέρμαχτ τριών ταγμάτων της Λεγεώνος του Τουρκεστάν, τα οποία συγκρότησαν ένα ανατολικομουσουλμανικό σύνταγμα των Ες-Ες, υπό τη διοίκηση του αντισυνταγματάρχη (Obersturmbahnfuhrer) Μάγιερ-Μάντερ, ο οποίος ήταν από τους πρώτους διοικητές μουσουλμανικής μονάδος στον γερμανικό Στρατό.
Τον Φεβρουάριο, το Σύνταγμα μεταφέρθηκε στη Λευκορωσία για περαιτέρω εκπαίδευση και τον Μάρτιο ενεπλάκη σε αγώνες κατά των Σοβιετικών Παρτιζάνων κοντά στο Γιουρατσίσκι, στην ευρύτερη περιοχή του Μινσκ. Σε μία από αυτές τις συγκρούσεις ο αντισυνταγματάρχης Μάγιερ-Μάντερ εφονεύθη από ελεύθερο σκοπευτή. Το γεγονός αυτό είχε καταλυτική επίδραση στους εθελοντές, γιατί ο φονευθείς διοικητής ήταν ιδιαίτερα αγαπητός για την καλή συμπεριφορά απέναντί τους. Καθώς επιπλέον ορισμένοι διεισδύσαντες Σοβιετικοί πράκτορες στη μονάδα βρήκαν την ευκαιρία να εντείνουν την προπαγάνδα και να ενσπείρουν την αμφιβολία, τα κρούσματα απειθαρχίας και λιποταξιών άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Έχοντας να αντιμετωπίσει μία κατάσταση εξεγέρσεως, ο νέος διοικητής της μονάδος εξετέλεσε 78 ταραχοποιούς. Μέσα σε ένα κλίμα αναταραχής και αλληλοδιαδοχής των διοικητών, η μονάδα παρέμεινε ανενεργή και κατά τα τέλη Ιουλίου ενετάχθη στην πειθαρχική ταξιαρχία Ντιρλεβάγκερ των Ες-Ες, για να καταπολεμήσει την εξέγερση των Πολωνών αντιστασιακών στη Βαρσοβία.
Αφού έληξαν οι επιχειρήσεις στη Βαρσοβία, η μονάδα κατέστη και πάλι αυτόνομη και μάλιστα με την τοποθέτηση ενός νέου αξιωματικού ως διοικητού, του συνταγματάρχη (Standartefuhrer) Χαρούν Ελ-Ρασίντ, υπήρξε η ελπίδα ότι το σύνταγμα θα μπορούσε να επανέλθει στην τάξη.
Ο Χαρούν-Ελ-Ρασίντ (πραγματικό όνομα Βίλελμ Χίντερζατς) ήταν Αυστριακός αξιωματικός επί Αυστροουγγαρίας, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε τοποθετηθεί στο τουρκικό Γενικό Επιτελείο.
Γοητευμένος από τη μουσουλμανική θρησκεία, άλλαξε όνομα και θρήσκευμα και πριν την τοποθέτησή του στη νέα του μονάδα, αποτελούσε τον σύνδεσμο μεταξύ της Υπηρεσίας Ασφαλείας των Ες-Ες (RSHA) και του Μεγάλου Μουφτή της Ιερουσαλήμ. Ούτε όμως ο Χαρούν-Ελ-Ρασίντ κατάφερε να αποκαταστήσει το πνεύμα της μονάδος που εν τω μεταξύ άλλαξε ονομασία σε Ανατολικοτουρκική Μονάδα των Ες-Ες (Ostturkischen Waffen-Verband der S.S.) περιλαμβάνοντας 3 τάγματα (Τουρκεστάν, Αζερμπαϊτζάν και Ιντέλ-Ουράλ). Τα Χριστούγεννα όμως του 1944 έγινε μία μεγάλη λιποταξία καθώς έφυγαν 450-500 άνδρες. Ο Χαρούν-Ελ-Ρασίντ αντικαταστάθηκε και η μονάδα παρέμεινε οριστικά στο περιθώριο, μέχρι λήξεως του πολέμου.
Τέλος, μία ακόμη μονάδα μεγάλου μεγέθους όπου οι Τουρκομάνοι είχαν σημαντική παρουσία, ήταν η 162α τουρκομανική μεραρχία πεζικού. Η μεραρχία αυτή, αρχικά ήταν καθ’ αυτό γερμανική μέχρι την απόσυρσή της από το ανατολικό μέτωπο την άνοιξη του 1942. Στην Ουκρανία όπου μετεγκαταστάθηκε, χρησιμοποιήθηκε για την εκπαίδευση των εθελοντικών Λεγεώνων. Τον Μάιο του 1943 η μεραρχία έγινε ξανά μάχιμος σχηματισμός και περιλαμβάνοντας αποκλειστικά τμήματα από τις λεγεώνες του Τουρκεστάν, του Αζερμπαϊτζάν και της Γεωργίας, υπό τη διοίκηση του στρατηγού φον Νιντερμάγιερ μεταφέρθηκε με πλήρη σύνθεση στην Ιταλία.
Εκεί αγωνίσθηκε κατά των Ιταλών Παρτιζάνων και εν συνεχεία στην περιοχή του Ρίμινι κατά των Συμμάχων (κατά την επίθεση της ΙΙΙ ελληνικής ορεινής ταξιαρχίας στην πόλη αυτή). Έχοντας υποστεί βαριές απώλειες, αποσύρθηκε στα μετόπισθεν και συμμερίσθηκε την τύχη όλων των γερμανικών στρατευμάτων της Ιταλίας που παραδόθηκαν στους Συμμάχους την 2α Μαΐου 1945. Αφού πέρασαν κάποιες εβδομάδες περιορισμού, όσοι άνδρες δεν δραπέτευσαν, μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς από τη Μοντένα στον Τάραντα όπου επιβιβάσθηκαν διά της βίας σε συμμαχικά πλοία με κατεύθυνση την Οδησσό. Γνωρίζοντας βέβαια την τύχη που τους περίμενε, πολλοί αυτοκτόνησαν εν πλω, ενώ οι υπόλοιποι είτε εκτελέσθηκαν μετά τον επαναπατρισμό τους είτε ενεκλείσθησαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως για πολλά χρόνια.
Οι Αζέροι με τη σειρά τους, αρχικά συγκροτήθηκαν στη μουσουλμανική καυκασιανή λεγεώνα, με τη διαταγή της 30ής Δεκεμβρίου 1941. Αργότερα η μονάδα άλλαξε ονομασία σε Λεγεώνα του Αζερμπαϊτζάν. Συνολικά συγκροτήθηκαν 15 τάγματα Αζέρων συνολικής δυνάμεως κατά το 1944 13.000 ανδρών, ενώ άλλοι 4.800 επάνδρωναν μονάδες Μηχανικού και Μεταφορών.
Οι Τάταροι του Βόλγα οργανώθηκαν στην ομώνυμη λεγεώνα, σχηματίζοντας 7 τάγματα πεζικού και 15 λόχους Μηχανικού και Μεταφορών. Αργότερα η λεγεώνα μετονομάσθηκε σε λεγεώνα Τατάρων Ιντέλ-Ουράλ και τμήματά της όπως είδαμε συμμετείχαν στη συγκρότηση της Ανατολικοτουρκικής Μονάδος των Ες-Ες.
Διάφοροι μικρότεροι μουσουλμανικοί λαοί του βορείου Καυκάσου συγκρότησαν τη λεγεώνα βορείου Καυκάσου. Με 7 τάγματα πεζικού και 3 λόχους Μηχανικού, οι Βορειοκαυκάσιοι αριθμούσαν 13.000 άνδρες κατά το 1944. Όλες αυτές οι μονάδες αγωνίσθηκαν είτε κατά των Σοβιετικών Παρτιζάνων, είτε ενταγμένοι σε γερμανικές μεραρχίες στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
Επειδή υπήρχαν κρούσματα λιποταξιών, υπήρξε προς στιγμήν η σκέψη για τη διάλυσή τους. Τελικά στις αρχές του 1944 μεταφέρθηκαν στη Δύση, όπου επάνδρωσαν αμυντικές θέσεις στο Τείχος του Ατλαντικού, αντικαθιστώντας γερμανικά τμήματα που ανεχώρησαν για το ανατολικό μέτωπο. Μετά την απόβαση στην Νορμανδία, αντιμετώπισαν τους Συμμάχους σε έναν αγώνα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τις εστίες τους, με αποτέλεσμα χαμηλό ηθικό και ως εκ τούτου μειωμένη απόδοση στη μάχη.
Αρμένιοι
Η έγκριση για την ίδρυση αρμενικής λεγεώνος δόθηκε με τη διαταγή της 30ής Δεκεμβρίου 1941. Η εκπαίδευση πραγματοποιήθηκε στην πόλη Πούλαβυ της Πολωνίας, υπό τη διοίκηση των ανατολικών λεγεώνων στην Πολωνία όπως εξάλλου και οι υπόλοιπες εθνικές λεγεώνες. Όταν κατά το 1943 η διοίκηση αυτή καταργήθηκε, είχαν εκπαιδευθεί 9 αρμενικά τάγματα πεζικού.
Παράλληλα, υπό την εποπτεία της 162ας μεραρχίας στην Ουκρανία, κατά το χρονικό διάστημα Μάιος 1942-Μάιος 1943 οργανώθηκαν άλλα 4 τάγματα. Επιπλέον αυτών, σχηματίσθηκαν 22 λόχοι Μηχανικού και Μεταφορών. Κατά το 1944, οι Αρμένιοι στον γερμανικό Στρατό αριθμούσαν 21.000 άνδρες. Σε αντίθεση με άλλες εθνότητες, οι Αρμένιοι δεν φαίνεται να δημιούργησαν κάποιου είδους προβλήματα, αν και σταδιακά από τις απώλειες η λεγεώνα απομειώθηκε και εξέλιπε από το προσκήνιο.
Γεωργιανοί
Η δημιουργία της λεγεώνας της Γεωργίας, εγκρίθηκε με την ίδια διαταγή που εγκρίθηκε και η ίδρυση των άλλων λεγεώνων. Ως έδρα της λεγεώνας ορίσθηκε η κωμόπολη Κρούζινα στην Πολωνία. Υπό την εποπτεία της Διοικήσεως Ανατολικών Λεγεώνων, μέχρι το 1943 σχηματίσθηκαν 8 τάγματα πεζικού ενώ υπό την 162α μεραρχία συγκροτήθηκαν άλλα 6 τάγματα. Τριάντα λόχοι Μηχανικού και Μεταφορών συμπλήρωσαν αυτές τις δυνάμεις. Τμήματα Γεωργιανών συμμετείχαν επίσης στη συγκρότηση της Ειδικής Μονάδος Μπέργκμαν (Sonderverband Bergman).
Η μονάδα αυτή, δυνάμεως 3 ταγμάτων, υπό τη διοίκηση του λοχαγού Τέοντορ Ομπερλαίντερ, έδρασε σε ειδικές αποστολές στην περιοχή του Καυκάσου με αρκετή επιτυχία. Οι Γεωργιανοί, όντες ιδιαίτερα φιλογερμανοί επειδή οι Γερμανοί τούς είχαν βοηθήσει το 1918 στην ίδρυση μίας βραχύχρονης ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Γεωργίας, είχαν σημαντική προσφορά στη δράση της μονάδος.
Άλλα γεωργιανά τμήματα μαζί με Βορειοκαυκασίους, Αρμενίους και λίγους Αζέρους, σχημάτισαν τον Φεβρουάριο του 1945 την Καυκασιανή Μονάδα των Ες-Ες (Kaukasischer Waffenverband der S.S.). Ωστόσο η μονάδα δεν είχε άξια λόγου δράση. Οι Γεωργιανοί, όπως και όλα τα ανατολικά τάγματα, υποχρεώθηκαν και αυτοί να μεταφερθούν από το ανατολικό μέτωπο στη Δύση. Ένα τάγμα, το 823ο, εγκαταστάθηκε ως φρουρά μαζί με άλλα γερμανικά τμήματα στις αγγλικές νήσους Γκέρνσεϋ. Εκεί τους βρήκε και το τέλος του πολέμου.
Οι άλλες όμως μονάδες που αντιμετώπισαν τους δυτικούς Συμμάχους δεν είχαν καλή συμπεριφορά. Το 797ο τάγμα στη Λυών επί παραδείγματι, αρνήθηκε να πολεμήσει, ενώ ακόμη χειρότερη ήταν η περίπτωση του 822ου τάγματος στο Τέξελ της Ολλανδίας.
Τον Μάρτιο του 1945, το τάγμα αυτό διετάχθη να βαδίσει κατά των Συμμάχων που απειλούσαν τη συνοχή του γερμανικού μετώπου στην Ολλανδία. Ξέσπασε εξέγερση με επικεφαλής τον λοχαγό Λόλατζε Σάλβα, με αποτέλεσμα όχι μόνο την καθολική άρνηση εκτελέσεως της διαταγής, αλλά και τον φόνο των περισσοτέρων Γερμανών που ήταν ενταγμένοι στη μονάδα. Τελικώς άλλα γερμανικά τμήματα επενέβησαν για την καταστολή της στάσεως, που έληξε ύστερα από μία εβδομάδα αιματηρών συγκρούσεων.
Επίλογος
Η πρώτη ίσως σκέψη που θα κάνει κάποιος είναι ότι όλοι αυτοί οι εθελοντές, είτε σε μάχιμα τμήματα είτε σε βοηθητικούς σχηματισμούς, που ο συνολικός τους αριθμός ξεπέρασε το 1.000.000, ήσαν απλώς προδότες ή μισθοφόροι.
Μία ωστόσο προσεκτικότερη προσέγγιση του θέματος αποδεικνύει ότι οι εθελοντές αυτοί ούτε Εθνικοσοσιαλιστές ήταν, στο σύνολό τους τουλάχιστον, ούτε τυφλοί φιλογερμανοί, αφού τα όποια συναισθήματα συμπαθείας προς τους Γερμανούς ήσαν απότοκα της παλαιότερης γερμανικής πολιτικής, η οποία μετά τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ την άνοιξη του 1918, με την οποία είχε τερματισθεί ο Γερμανο-Ρωσικός Πόλεμος κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε επιτρέψει την κήρυξη της ανεξαρτησίας κάποιων τμημάτων της Ρωσίας, όπως η Ουκρανία ή η Γεωργία, στις οποίες ο πληθυσμός είχε σαφή διαφοροποίηση από τους Ρώσους και επιθυμούσε την αυτοδιάθεσή του. Το γεγονός δε της συμπαρατάξεως με τους Γερμανούς, με μία ξένη δύναμη εισβολής δηλαδή, δεν ήταν καινούργιο, αν ανατρέξει κανείς στην αναμέτρηση του ρωσικού εμφυλίου (1918-1920) ακριβώς δηλαδή μετά την πτώση του τσαρικού καθεστώτος.
Σε εκείνον τον σκληρό πόλεμο δεν βρέθηκαν αντιμέτωποι μόνο οι κομμουνιστές με τους αντικομμουνιστές (Λευκοί) αλλά και ο ξένος παράγοντας όπως Βρετανοί, Γάλλοι και Ιάπωνες, ο καθένας με τους δικούς του μύχιους σκοπούς, αλλά όλοι εναντίον του κομμουνιστικού κόμματος.
Όχι μόνο εφοδίασαν με άφθονο πολεμικό υλικό τους «Λευκούς», αλλά είχαν και στρατιωτική παρουσία, έστω και ασθενή, στην ίδια την Ρωσία. Ας μην λησμονούμε την παρουσία του ελληνικού εκστρατευτικού Σώματος στην Ουκρανία κατά το 1919, με σκοπό την καταπολέμηση των κομμουνιστών από κοινού με τους «Λευκούς», ασχέτως βέβαια εάν η τότε ελληνική κυβέρνηση απέβλεπε με την ενέργειά της αυτή στην διασφάλιση των δικαίων ιστορικών της απαιτήσεων μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που ευοδώθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους με την Συνθήκη των Σεβρών.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι αντικομμουνιστικές δυνάμεις στην Ρωσία παρέμεναν ζωντανές και όσοι έλαβαν τα όπλα κατά του σοβιετικού καθεστώτος θα το έκαμαν όποιος κι αν ήταν ο ξένος εισβολέας, εφόσον με τη δυναμική του θα απειλούσε το σοβιετικό καθεστώς. Το ιστορικό προηγούμενο υπήρχε. Πέραν αυτού, οι κυριότεροι ηγέτες των εθελοντών, όπως ο Βλασώφ και δευτερευόντως οι υπόλοιποι, δεν απέβλεπαν στην ενσωμάτωση των κρατών τους στη Γερμανία ή σε κάποιας μορφής υποτέλεια προς αυτήν, αλλά αποσκοπούσαν στην πλήρη ανεξαρτησία των εθνών που αντιπροσώπευαν.
Το αν μπορεί να τους κατηγορήσει κανείς για αφέλεια ή έλλειψη ικανοτήτων, δεν έχει να κάνει με την ειλικρίνεια των προθέσεών τους και ως ενισχυτικό αυτής της απόψεως είναι το γεγονός ότι οι Γερμανοί, πελαγοδρομούντες και οι ίδιοι μέσα στο πλέγμα των αντιφάσεων της πολιτικής τους, δεν τους επέτρεψαν παρά προς το τέλος μονάχα του πολέμου να διαμορφώσουν κάποιον στοιχειώδη ελεύθερο πολιτικό λόγο, όπως και στρατιωτικές δυνάμεις που θα αντανακλούσαν την υλοποίηση των θεωριών τους. Βεβαίως τότε ήταν πολύ αργά, όταν πλέον όλα είχαν χαθεί.
Κοιτάζοντας μακροπρόθεσμα, δεν μπορεί κανείς εξετάζοντας τη σημερινή ταραγμένη κατάσταση στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως, παρά να δει την ιστορική συνέχεια των αγώνων και των κάθε λογής ζυμώσεων των εθνοτήτων που κατοικούν στην περιοχή αυτή του πλανήτη, που τουλάχιστον στον 20ό αιώνα, άρχισαν με τον ρωσικό εμφύλιο, επανεμφανίσθηκαν κατά τη διάρκεια του Γερμανοσοβιετικού Πολέμου 1941-45 και συνεχίζονται από την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αδιάλειπτα μέχρι τις ημέρες μας.