Η πρώτη σχετικά μεγάλη ρίψη μονάδος Βρετανών Αλεξιπτωτιστών πραγματοποιήθηκε κατά τις επιχειρήσεις της Δωδεκανήσου το φθινόπωρο του 1943.
Μετά την ιταλική συνθηκολόγηση την 8η Σεπτεμβρίου 1943, βρετανικά τμήματα κινήθηκαν στην έως τότε ιταλοκρατούμενη Δωδεκάνησο προκειμένου με την συνεργασία των συνεμπολέμων πλέον ιταλικών στρατευμάτων, να περιέλθει το νησιωτικό αυτό σύμπλεγμα υπό συμμαχική κατοχή.
Στην προσπάθεια όμως αυτή οι Βρετανοί, έχοντας να αντιμετωπίσουν και τις αντιρρήσεις της αμερικανικής πλευράς (που πίσω από τα βρετανικά στρατιωτικά επιχειρήματα διέκρινε ύποπτες πολιτικές επιδιώξεις), δεν μπόρεσαν να διαθέσουν παρά περιορισμένες δυνάμεις.
Το αποτέλεσμα ήταν οι γερμανικές δυνάμεις στην περιοχή να αντιδράσουν δυναμικά κατορθώνοντας να εξουδετερώσουν, την 11η Σεπτεμβρίου, τον κύριο όγκο των ιταλικών στρατευμάτων που είχε έδρα την Ρόδο και αριθμούσε 35.000 περίπου άνδρες, στερώντας έτσι από οποιαδήποτε μελλοντική συμμαχική χρήση τα αεροδρόμια της νήσου.
Εκτός από την Ρόδο, η κατάληψη επίσης της Καρπάθου σήμαινε το φράξιμο της εισόδου στο Αιγαίο από την κατεύθυνση της Μέσης Ανατολής και σε συνδυασμό με την εξασφάλιση της Κρήτης και των Κυθήρων από τις εκεί γερμανικές μονάδες, εσχηματίζετο ένας σιδερένιος κλοιός που κάλυπτε πλέον ολόκληρο τον θαλάσσιο χώρο του Αρχιπελάγους.
Ωστόσο, οι βρετανικές προσπάθειες στην περιοχή δεν σταμάτησαν. Έχοντας καταφέρει με την πρόθυμη συνεργασία των Ιταλών να εγκατασταθούν με μικρές μονάδες σε τρία μεγάλα νησιά (Σάμο, Λέρο και Κω) καθώς και σε κάποια άλλα μικρότερα, οι Βρετανοί αποδύθηκαν σε μία προσπάθεια ώστε, αξιοποιώντας αυτό το εσωτερικό προγεφύρωμα, να διαρρήξουν με μία νέα επίθεση τον γερμανικό κλοιό προσβάλλοντας την ίδια την Ρόδο.
Η Κως ήταν το μόνο νησί από τα κατεχόμενα που είχε κάποια αεροπορική υποδομή, διαθέτοντας τρεις διαδρόμους στην Αντιμάχεια, την Λάμπη και τις Αλυκές. Για την συνέχιση των επιχειρήσεων στην Δωδεκάνησο ήταν ζωτική η ύπαρξη επιτόπου αεροπορικής δυνάμεως, αφού τα βρετανικά αεροπλάνα ήταν υποχρεωμένα να απογειώνονται συνήθως από την Κύπρο ή –ακόμη χειρότερα– από την Αίγυπτο, με ό,τι αυτό εύλογα σήμαινε από πλευράς χρονικής παρουσίας επάνω από το θέατρο επιχειρήσεων.
Για να ενδυναμωθεί λοιπόν η άμυνα της Κω, στην οποία τις προηγούμενες ημέρες είχαν αποβιβασθεί τμήματα της SBS και του Συντάγματος της ΡΑΦ (RAF Regiment), αποφασίσθηκε η ρίψη αποσπάσματος του 11ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών.
Τα Τάγμα αυτό έχοντας διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Τόμας, συγκροτήθηκε στην Σαλούφα κοντά στο Σουέζ, ανήκοντας οργανικά στην 4η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών με την οποία μετακινήθηκε στο αεροδρόμιο του Ραμάτ-Νταβίντ της Παλαιστίνης, όπου και ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του.
Καθώς ωστόσο η 4η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών μεταφέρθηκε στη Βόρειο Αφρική για να ενσωματωθεί στην 1η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, το 11ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών παρέμεινε μόνο του στην Παλιστίνη, παίρνοντας μάλιστα και τον πλαστό τίτλο «11η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών» σε μία προσπάθεια να παραπλανηθεί η γερμανική κατασκοπεία. Κατά τα τέλη Αυγούστου 1943, ο Λόχος Α’ της νεοσυγκροτημένης αυτής μονάδος θεωρήθηκε ότι ευρίσκετο σε ικανοποιητικό επίπεδο εκπαιδεύσεως ώστε να λάβει μέρος αυτόνομα σε επιχειρήσεις μικρής κλίμακος.
Μαζί με στοιχεία πολυβόλων και όλμων, ο Λόχος επιβιβάσθηκε σε 7 υπερφορτωμένες Ντακότες της 216ης Μοίρας και απογειώθηκε από το Μαφράκ της Ιορδανίας με προορισμό την Κύπρο. Από εκεί, τη νύχτα της 14ης/15ης Σεπτεμβρίου τα μεταγωγικά μετέφεραν το τμήμα πάνω από την Κω όπου και πραγματοποιήθηκε η ρίψη χωρίς ατυχήματα σε ζώνη ρίψεως, που είχε οργανωθεί από τους άνδρες της SBS.
Οι Αλεξιπτωτιστές βρήκαν πολύ θερμή υποδοχή από τους Ιταλούς για τους οποίους οποιαδήποτε βρετανική ενίσχυση και μάλιστα μία τόσο θεαματική όπως αυτή από τον αέρα, αποτελούσε μία ισχυρή τόνωση σε ένα ηθικό που οι κοσμογονικές αλλαγές στην πορεία του πολέμου και της χώρας τους κάθε άλλο παρά διατηρούσαν σε υψηλό επίπεδο.
Από κοινού με το τμήμα της SBS και τους Ιταλούς, οι Αλεξιπτωτιστές τις επόμενες ημέρες ασχολήθηκαν με την οργάνωση της άμυνας στις πλέον ευπαθείς περιοχές. Με δεδομένο όμως αφενός μεν τις ολιγάριθμες βρετανικές δυνάμεις και το πολύ χαμηλό επίπεδο των Ιταλών και αφετέρου τις εκτεταμένες παραλίες του νησιού, που ήσαν σχεδόν όλες κατάλληλες για απόβαση, η προοπτική μίας επιτυχούς αντιστάσεως μάλλον δεν άφηνε και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, πράγμα που επαληθεύθηκε σχεδόν ένα δεκαπενθήμερο αργότερα, με την γερμανική επίθεση που πραγματοποιήθηκε την 3η Οκτωβρίου.
Ωστόσο οι Αλεξιπτωτιστές δεν ήταν παρόντες στις μάχες, αποφεύγοντας έτσι την οδυνηρή εμπειρία της ήττας και την τύχη των υπολοίπων βρετανικών δυνάμεων, αφού την 25η Σεπτεμβρίου, δέκα δηλαδή ημέρες μετά την ρίψη, αναχώρησαν και πάλι αεροπορικώς για την Μέση Ανατολή, καθώς ενδιάμεσα είχε ολοκληρωθεί η μεταφορά στην Κω του Τάγματος Ντάρχαμ Λάιτ Ινφάντρι (DLI) και κάποιων άλλων στοιχείων με τα οποία υπήρχε η ελπίδα να κρατηθεί το νησί.
Το 11ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών ενώθηκε και πάλι με την 4η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών την 11η Δεκεμβρίου 1943, χωρίς να επανέλθει έκτοτε στον ελληνικό χώρο. Με αυτή λοιπόν την πολύ σύντομη χρονικά και ανώδυνη επιχειρησιακά εμφάνιση μιας δυνάμεως κατά τι μεγαλύτερης από έναν Λόχο, εγκαινιάσθηκε η εμφάνιση των Βρετανών Αλεξιπτωτιστών στην Ελλάδα.
Άραξος, 24 Σεπτεμβρίου 1944
Δεν θα περάσει παρά ένας ολόκληρος χρόνος μέχρι να πραγματοποιηθεί κάποια νέα ρίψη Βρετανών. Τον Αύγουστο του 1944 εξαπολύθηκε στην Ρουμανία η νέα σοβιετική επίθεση, η οποία είχε συντριπτικά αποτελέσματα για το γερμανικό μέτωπο.
Έχοντας έλθει ήδη σε συνεννόηση με τους Σοβιετικούς για ανακωχή και αλλαγή στρατοπέδου, οι Ρουμάνοι απλώς δεν πολέμησαν, ανοίγοντας τον δρόμο στις σοβιετικές τεθωρακισμένες φάλαγγες που πλευροκόπησαν και κύκλωσαν τις γερμανικές δυνάμεις στην χώρα, καταστρέφοντας συνολικά 16 Μεραρχίες.
Μετά την ραγδαία προέλαση των Σοβιετικών στην Ρουμανία, που χάθηκε έτσι σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, σειρά είχε η Βουλγαρία να αλλάξει με την ίδια ευκολία παράταξη και η οποία, μόνη από τις συμμαχικές χώρες της Γερμανίας που δεν είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ενώσεως, είχε καρπωθεί παράλογα οφέλη για την μηδενική της συνεισφορά στον πόλεμο, σε βάρος τόσο της Γιουγκοσλαβίας όσο και της Ελλάδος.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση που έθετε σε κίνδυνο αποκοπής τις γερμανικές δυνάμεις στην Ελλάδα, αποφασίσθηκε η ταχεία εκκένωση της χώρας και η αναδίπλωση βαθιά στο έδαφος της Γιουγκοσλαβίας.
Η υποχώρηση των Γερμανών άρχισε με εντατικές αερομεταφορές από τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, αν και στην Δωδεκάνησο και το δυτικό μέρος της Κρήτης παρέμειναν φρουρές μέχρι το τέλος του πολέμου, τον Μάιο του 1945. Σειρά είχε η Πελοπόννησος και τα νησιά του Ιονίου, που εκκενώθηκαν πλήρως με την διεκπεραίωση των δυνάμεών τους στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Με τα νέα δεδομένα λοιπόν, καταρτίσθηκε από το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής το σχέδιο «Κιβωτός», με το οποίο θα επραγματοποιείτο η άμεση κατάληψη περιοχών που είχαν εκκενωθεί από βρετανικές και ελληνικές μονάδες και η καταδίωξη των αποχωρούντων Γερμανών. Για την επιτυχή διεξαγωγή αυτών των επιχειρήσεων, η βρετανική Αεροπορία είχε την άποψη ότι έπρεπε να καταληφθεί κάποιο αεροδρόμιο στην Πελοπόννησο απ’ όπου καταδιωκτικά θα παρείχαν κάλυψη στα χερσαία τμήματα.
Το αεροδρόμιο που επελέγη ήταν ο Άραξος και την κατάληψή του ανέλαβε η SBS, που ήδη επί ένα χρόνο διενεργούσε επιδρομές από θαλάσσης στο Αιγαίο, κατά των γερμανικών φρουρών.
Την 24η Σεπτεμβρίου 1944, 59 άνδρες της μονάδος αυτής με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Ίαν Πάττερσον ερρίφθησαν στον Άραξο χωρίς να συναντήσουν οποιαδήποτε αντίσταση. Η υποδοχή που συνάντησαν από τον ντόπιο πληθυσμό ήταν ενθουσιώδης, αφού ήταν η πρώτη συμμαχική μονάδα που παρουσιαζόταν στην περιοχή ύστερα από τις επιχειρήσεις της γερμανικής εισβολής το 1941.
Την επομένη ημέρα αφίχθη με αεροσκάφος στον Άραξο και ο Αντισυνταγματάρχης Τζέλικο, ο διοικητής της SBS, ενώ το ίδιο βράδυ κατέφθασε με πλοία στο Κατάκωλο και ένα ακόμη τμήμα της μονάδος. Αφού τα τμήματα ενώθηκαν, απεστάλησαν με τζιπ στην Πάτρα δύο περίπολοι. Η πόλη είχε ήδη περικυκλωθεί από δυνάμεις του ΕΛΑΣ που περιέσφιγγαν ένα τμήμα 865 Γερμανών που εκινούντο προς Βορρά και περίπου 2.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Ήδη από τις πρώτες ημέρες της απελευθερώσεως της χώρας από τα στρατεύματα κατοχής, μονάδες του ΕΛΑΣ υπό την προσωπική αρχηγία του Άρη Βελουχιώτη που είχε έρθει στην Πελοπόννησο, είχαν αρχίσει τις επιθέσεις κατά των Ταγμάτων Ασφαλείας που, όμως, επεκτάθηκαν και σε επιθέσεις εναντίον πολιτών που εθεωρούντο από τους κομμουνιστές ως ταξικοί αντίπαλοι.
Τέτοια θλιβερά επεισόδια συνέβησαν στον Πύργο, τους Γαργαλιάνους, την Καλαμάτα, τον Μελιγαλά και αλλού, με αποτέλεσμα όχι μόνο την τρομοκράτηση του πληθυσμού την ώρα μάλιστα της απελευθερώσεως από τον κατακτητή αλλά και την έντονη ανησυχία της εξόριστης ελληνικής κυβερνήσεως για την αναζωπύρωση και γενίκευση των εχθροπραξιών μεταξύ των πολιτικά αντιθέτων ενόπλων σχηματισμών στην χώρα.
Όπως έγραψε μεταξύ άλλων και σε σχετικό υπόμνημά του προς τον πρεσβευτή της Βρετανίας, τον Απρίλιο του 1944, ο πρωθυπουργός της ελληνικής κυβερνήσεως Γεώργιος Παπανδρέου, ο μετέπειτα «Γέρος της Δημοκρατίας»:
«… Η τρομοκρατική δράση του ΕΑΜ δημιούργησε κατάσταση εμφυλίου πολέμου μεταξύ των Ελλήνων που εξυπηρετεί άριστα τους Γερμανούς, οι οποίοι τοιουτοτρόπως κατόρθωσαν να μένουν απερίσπαστοι…».
Οι βιαιοπραγίες εκατέρωθεν είχαν δημιουργήσει απερίγραπτη κατάσταση στον ελληνικό πληθυσμό. Στην Διάσκεψη του Λιβάνου την 17η Μαΐου 1944, μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως και των εκπροσώπων όλων των πολιτικών παρατάξεων, ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν και πάλι πολύ επιγραμματικός: «… Η παρούσα κατάστασις στην χώρα μας είναι μια κόλασις, οι Γερμανοί σφάζουν, τα Τάγματα Ασφαλείας σφάζουν, οι αντάρτες σφάζουν. Σφάζουν και καίνε…».
Μέσα λοιπόν σε αυτήν την ατμόσφαιρα, οι άνδρες των περικυκλωμένων στην Πάτρα Ταγμάτων Ασφαλείας ήσαν σαφώς διατεθειμένοι να παραδοθούν στους Βρετανούς, σε καμμία όμως περίπτωση στους Ελασίτες. Εκείνη την χρονική στιγμή παρουσιάσθηκε ο Πάττερσον με απόσπασμα της SBS, που με την χρήση της σημαίας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού ήρθε σε επαφή με τον Γερμανό διοικητή της Πάτρας για την παράδοσή του, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Αφού απέτυχε λοιπόν αυτή η απόπειρα, οι Βρετανοί με τεχνάσματα προσπάθησαν να δημιουργήσουν την εντύπωση στους Γερμανούς ότι επολιορκούντο από μεγάλη βρετανική δύναμη, ενώ παράλληλα επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους για την παράδοση των ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Ο Τζέλικο, αν και ως Βρετανός στρατιωτικός δεν είχε κανένα πρόβλημα με τον ΕΛΑΣ, εν τούτοις ήθελε εκτός από τα Τάγματα Ασφαλείας να διαφυλάξει και τον πληθυσμό της Πάτρας, που θεωρούσε ότι σε συντριπτικό ποσοστό ήταν αντίθετος με το ΕΑΜ.
Ήλθε έτσι σε συνεννόηση με τους επικεφαλής αξιωματικούς των Ταγμάτων Ασφαλείας και όρισε μια συγκεκριμένη ώρα της 30ής Σεπτεμβρίου, μέχρι την οποία οι άνδρες τους θα έπρεπε να παραδώσουν τον οπλισμό τους, χωρίς μάλιστα να έχουν προειδοποιήσει γι’ αυτό την γερμανική φρουρά.
Αφού ο Τζέλικο τους υποσχέθηκε ότι θα τους προφύλασσε από οποιαδήποτε ενέργεια του ΕΛΑΣ, τους περιόρισε στον Άραξο μέχρι την 14η Οκτωβρίου, οπότε και μεταφέρθηκαν με πλοιάρια στον Πειραιά.
Ελάχιστες ημέρες μετά την παράδοση των Ταγμάτων Ασφαλείας εκκενώθηκε και η Πάτρα από την γερμανική δύναμη και το τμήμα της SBS κινήθηκε προς την Αττική, όπου και ενώθηκε με μονάδα της αφιχθείσης 2ας Ανεξάρτητης Ταξιαρχίας Αλεξιπτωτιστών για την περαιτέρω καταδίωξη των Γερμανών.
Πάχη Μεγάρων, 12 Οκτωβρίου 1944
Σύμφωνα με το Σχέδιο «Μάννα», το οποίο ήταν συμπληρωματικό του Σχεδίου «Κιβωτός», προεβλέπετο απόβαση ελληνοβρετανικών δυνάμεων στη νότιο Ελλάδα μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα και προπάντων η ρίψη μιας βρετανικής Ταξιαρχίας Αλεξιπτωτιστών σε αεροδρόμιο της πρωτεύουσας, με σκοπό τον πλήρη αιφνιδιασμό του ΕΑΜ, προτού αυτό προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια για την κατάληψή της.
Ως μονάδα επελέγη η 2α Ανεξάρτητη Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών, με διοικητή τον Ταξίαρχο Πρίτσαρντ, η οποία αφού είχε ήδη συμμετάσχει στις επιχειρήσεις της Γαλλίας, κατά τα τέλη Αυγούστου 1944 είχε μεταφερθεί στην Ιταλία όπου και ειδοποιήθηκε για την προσεχή ανάπτυξή της στην Ελλάδα. Εκτός από την αντιμετώπιση του ΕΑΜ–ΕΛΑΣ, οι Βρετανοί Αλεξιπτωτιστές μαζί με την 23η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία (που σε πρώτη φάση θα αφικνείτο χωρίς τα άρματά της) θα είχαν ως επιπλέον αποστολή και την καταδίωξη των αποχωρούντων Γερμανών.
Το άλμα θα εκτελούσε, ως προπορευόμενο τμήμα της Ταξιαρχίας, το 4ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών. Αρχικά υπολογιζόταν ότι θα προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού (τότε Καλαμάκι) αλλά την 11η Οκτωβρίου, παραμονή της επιχειρήσεως, ο διοικητής του Αντισυνταγματάρχης Κόξεν ενημερώνοντας τους αξιωματικούς της μονάδος του τους πληροφόρησε ότι η ρίψη επρόκειτο να γίνει στο αεροδρόμιο της Πάχης Μεγάρων.
Την 12η Οκτωβρίου 1944, κατά τις 12.00, ο Ταξίαρχος Πρίτσαρντ επικεφαλής ενός μικρού Συγκροτήματος του 4ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών, που απετελείτο από τον Λόχο C, την Διμοιρία Ανιχνευτών και αποσπάσματα Μηχανικού, Ολμιστών και Διαβιβάσεων έπεσαν ως προπορευόμενα στοιχεία στην Πάχη. Η ταχύτητα του ανέμου ήταν 35 μίλια την ώρα, υπερβαίνουσα δηλαδή κατά πολύ την μέγιστη αποδεκτή ταχύτητα για ασφαλείς ρίψεις, γεγονός που οδήγησε σε μεγάλες απώλειες.
Ένας Aνθυπολοχαγός και 2 άνδρες σκοτώθηκαν, 40 άλλοι τραυματίσθηκαν, ενώ αρκετοί ήταν αυτοί που σύρθηκαν στο έδαφος από τα φουσκωμένα από τον άνεμο αλεξίπτωτα πριν κατορθώσουν να απαλλαγούν από τους ιμάντες της εξαρτήσεως τους. Το αεροδρόμιο ωστόσο εξασφαλίσθηκε από το 4ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών, αν και η άφιξη του υπολοίπου της Ταξιαρχίας αναβλήθηκε μέχρι να καλυτερεύσει ο καιρός.
Δύο ημέρες αργότερα, την 14η Οκτωβρίου, το 6ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών ερρίφθη με την σειρά του στην Πάχη υφιστάμενο όμως και αυτό νέες απώλειες, καθώς και πάλι φυσούσαν ισχυροί άνεμοι. Δύο ημέρες αργότερα ακολούθησε και το 5ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών, μαζί με το οποίο προσγειώθηκαν και ανεμόπτερα τύπου Γουαίηκο, μεταφέροντας βαρύτερα υλικά. Ο Ταξίαρχος Πρίτσαρντ με την εμπροσθοφυλακή της Ταξιαρχίας κινήθηκε προς την Αθήνα αλλά σύντομα οι ανατινάξεις, που είχαν εκτελέσει οι Γερμανοί κατά μήκος της οδού, τον υποχρέωσαν να επιστρέψει και πάλι στα Μέγαρα.
Από τον όρμο της Πάχης, η Ταξιαρχία επιβιβάσθηκε σε έναν στολίσκο από ψαροκάικα και την 15η Οκτωβρίου, τρεις ημέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, οι Αλεξιπτωτιστές έφθασαν στον Πειραιά. Η άνοδός τους στην πρωτεύουσα ήταν θριαμβευτική, αφού πλήθη κόσμου έσπευσαν να τους χαιρετήσουν καθιστώντας την κίνησή τους σχεδόν αδύνατη. Την επομένη αφίχθησαν και τα τμήματα της 23ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας και οι δύο μονάδες από κοινού φρόντισαν για την τήρηση της τάξεως στην Αθήνα.
Εφαρμόζοντας παράλληλα το σχέδιο για την καταδίωξη των αποχωρούντων Γερμανών, οι Λόχοι B και C του 4ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών αναχώρησαν από την Αθήνα και μαζί με στοιχεία της SBS και του Συντάγματος της RAF σχημάτισαν ένα Συγκρότημα υπό την διοίκηση του Αντισυνταγματάρχη Τζέλικο, με το οποίο θα προσεβάλετο μια γερμανική φάλαγγα που εκινείτο προς την Αλβανία. Την 26η Οκτωβρίου έγινε η προσβολή των Γερμανών στην περιοχή της Κοζάνης.
Οι Γερμανοί είχαν οχυρώσει ένα ύψωμα το οποίο ήλεγχε όλη την γύρω περιοχή. Η οπίσθια πλευρά του υψώματος ήταν βραχώδης και απότομη και αυτό το σημείο επέλεξε ο Λόχος C των Αλεξιπτωτιστών για να επιτεθεί στην γερμανική φρουρά. Η αναρρίχηση πραγματοποιήθηκε αθόρυβα την νύκτα και με το πρώτο φως της ημέρας, ύστερα από μια τριπλή ρίψη φωτοβολίδων, εξαπολύθηκε η επίθεση.
Η προπορευόμενη Διμοιρία επετέθη εναντίον ενός οχυρού, που αποτελούσε την κύρια φωλεά αντιστάσεως των Γερμανών, αντιμετωπίζοντας σφοδρό πυρ που προξένησε κάποιες απώλειες. Ύστερα από βίαιο αγώνα, τελικά το οχυρό υπέκυψε και αιχμαλωτίσθηκαν κάμποσοι Γερμανοί. Αμέσως μετά την κατάληψη του υψώματος μια γερμανική Διμοιρία αντεπετέθη, αλλά αποκρούσθηκε.
Ύστερα από αυτήν την ανεπιτυχή αντεπίθεση, οι Γερμανοί εξαπέλυσαν πυκνό πυρ πυροβολικού, το οποίο προκάλεσε νέες απώλειες. Επειδή η παραμονή στο ύψωμα δεν εξυπηρετούσε πλέον σε τίποτε και οι απώλειες ηυξάνοντο, εδόθη εντολή συμπτύξεως του Λόχου C.
Μέσα στις απώλειες περιελαμβάνετο και ο Λοχαγός Τηντ, που λίγο αργότερα υπέκυψε στα τραύματά του. Μία ακόμη προσπάθεια να προσβληθεί ο εχθρός στο πέρασμα Κλειδί, πεδίο σκληρών αγώνων κατά την γερμανική εισβολή το 1941, επίσης έμεινε άνευ αποτελέσματος, αφού τα εξοπλισμένα με πολυβόλα τζίπ του 4ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών, ακινητοποιήθηκαν από έλλειψη καυσίμων και οι Βρετανοί περιορίσθηκαν στην παρακολούθηση απλώς της διελεύσεως των Γερμανών από την δίοδο.
Τέλος, μια διπλή ανατίναξη της σιδηροδρομικής γραμμής μεταξύ Εδέσσης και Φλωρίνης από τον Λόχο Β, είχε σαν αποτέλεσμα την αποκοπή ενός εχθρικού συρμού και την σύλληψη 400 περίπου αιχμαλώτων.
Με αυτήν την επιχείρηση τερματίσθηκε και η καταδίωξη των Γερμανών μέσα στην ελληνική επικράτεια.
Εν τω μεταξύ, το 5ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών έφθασε δια θαλάσσης στην Θεσσαλονίκη, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα τμήματα του ΕΛΑΣ που δημιουργούσαν προβλήματα στην πόλη. Οι Αλεξιπτωτιστές έγιναν δεκτοί με εχθρική διάθεση από τους ΕΛΑΣίτες, αλλά παρ’ όλα αυτά τους υποχρέωσαν να αποσυρθούν έξω από την πόλη.
Ωστόσο, οι περιπλοκές των δυνάμεων του ΕΛΑΣ με τους άλλους μη αριστερούς ανταρτικούς σχηματισμούς ήταν συνεχείς και το 5ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών, που είχε τεθεί υπό την διοίκηση πλέον της 4ης Ινδικής Μεραρχίας, κινήθηκε προς την Δράμα για να παρεμβληθεί μεταξύ των αντιμαχομένων, καθώς η κατάσταση είχε γίνει εκρηκτική.
Παρόμοιες δυσκολίες αντιμετώπιζε και το 6ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών, το οποίο με έδρα την Θήβα είχε αναλάβει την τήρηση της τάξεως στην κεντρική και νότια Ελλάδα. Το Τάγμα αντιμετώπιζε την συνεχή αντίδραση του ΕΛΑΣ, που προσπαθούσε με κάθε μέσον να ματαιώσει τις προσπάθειές του. Παρ’ όλα αυτά, το Τάγμα κατόρθωσε να παράσχει αξιόλογη ανθρωπιστική βοήθεια σε ρημαγμένες από τις πολεμικές επιχειρήσεις περιοχές.
Η παρουσία των βρετανικών δυνάμεων και ειδικότερα των Αλεξιπτωτιστών αυτή την πρώτη μεταπελευθερωτική περίοδο, υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσματική, καθώς λειτούργησε ως προστατευτική ασπίδα και απέτρεψε βιαιοπραγίες των ανταρτικών ομάδων σε βάρος των πολιτικά αντιθέτων πολιτών, ενώ με την διατήρηση της τάξεως στα μεγάλα αστικά κέντρα βοήθησε την ελληνική κυβέρνηση, στο εξαιρετικά δύσκολο έργο, υπό τις τότε συνθήκες, της εξασκήσεως του ελέγχου στην χώρα. Οι χειρότερες όμως περιπλοκές δεν είχαν έλθει ακόμα.
Δεκεμβριανό Κίνημα – Μάχες στην Αθήνα
Κατά τα τέλη Νοεμβρίου, η 2α Ανεξάρτητη Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών ετοιμάσθηκε να επιστρέψει στην Ιταλία. Ο Ταξίαρχος Πρίτσαρντ και στοιχεία της μονάδος του είχαν ήδη επιστρέψει και το 5ο Τάγμα είχε επιβιβασθεί στα πλοία, όταν ο εκτελών χρέη διοικητού Συνταγματάρχης Πήρσον πήρε επείγον σήμα να αναπτύξει το ταχύτερο δυνατό την Ταξιαρχία στην Αθήνα.
Η κρίση που σοβούσε μεταξύ των πολιτικών παρατάξεων στην Ελλάδα ξέσπασε πλέον σε ανοικτή ένοπλη σύγκρουση, από το αποτέλεσμα της οποίας θα εκρίνετο και ο πολιτικός προσανατολισμός της χώρας.
Την 4η Δεκεμβρίου 1944 το «Α’ Σώμα Στρατού» του ΕΛΑΣ ενισχυμένο και με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ Αθηνών, συνολικά περίπου 20.000 άνδρες, επετέθη σε όλα τα Αστυνομικά Τμήματα της πρωτεύουσας καθώς και άλλα δημόσια κτίρια και υπηρεσίες, επιτυγχάνοντας πολύ γρήγορα να θέσει ολόκληρες συνοικίες υπό την κατοχή του. Εφόσον υπέκυπτε η Αθήνα, η τύχη και της υπολοίπου χώρας θα ήταν προδιαγεγραμένη.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε στην διάθεσή της παρά πολύ περιορισμένες δυνάμεις ελληνικών και βρετανικών στρατευμάτων, τα οποία συνεποσούντο σε 7.000 περίπου άνδρες εκ των οποίων 2.500 Έλληνες και 4.500 Βρετανοί.
Λόγω της μη εγκαίρου αναπτύξεως των έστω και ολίγων αυτών δυνάμεων σε επίκαιρα σημεία των Αθηνών, η περιοχή της πρωτεύουσας που ήλεγχε η κυβέρνηση περιορίσθηκε σε μια στενή λωρίδα στο Κέντρο της πόλεως, που σε γενικές γραμμές περιεκλείετο μεταξύ της πλατείας Ομονοίας, πλατείας Συντάγματος, Ζαππείου, Κολωνακίου και οδού Σόλωνος. Στην περιοχή αυτή υπήρχαν και τα σπουδαιότερα δημόσια κτίρια.
Η 2α Ανεξάρτητη Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών διέθετε πλην του υπό μεταφοράν στην Ιταλία 5ου Τάγματος, το μεν 4ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών στις αεροπορικές εγκαταστάσεις του Παλαιού Φαλήρου, το δε 6ο Τάγμα εγκατεστημένο γύρω από την Ομόνοια με ένα Λόχο του ως φρουρά στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ψυχικού. Η εμπλοκή στις μάχες άρχισε για την Ταξιαρχία την επομένη ημέρα της ενάρξεως των εχθροπραξιών.
Την 5η Δεκεμβρίου κατά τις 15.00, τμήμα του ΕΛΑΣ που είχε εγκατασταθεί στον χώρο του Πολυτεχνείου άρχισε να προσβάλει από πολύ κοντά το κτίριο της Γενικής Ασφαλείας που τότε εστεγάζετο απέναντι. Κατά τις 18.00 εμφανίσθηκαν 2 βρετανικά άρματα μάχης τύπου «Σέρμαν», τα οποία υποστηριζόμενα από Διμοιρία του 6ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών εκκαθάρισαν την περιοχή αιχμαλωτίζοντας και έναν αριθμό Ελασιτών και απαλλάσσοντας έτσι από την πίεση τους πολιορκημένους αστυνομικούς.
Οι Αλεξιπτωτιστές εν συνεχεία εγκαταστάθηκαν και οι ίδιοι στο κτίριο της Γενικής Ασφαλείας προς ενίσχυση της άμυνάς του. Την ίδια ημέρα, από νωρίς το πρωί, επαναλήφθηκαν οι επιθέσεις, που διενεργούντο από την προηγουμένη, κατά των φυλακών της Καλλιθέας, οι οποίες τότε ευρίσκοντο ακριβώς δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου και που σήμερα έχουν παραχωρήσει την θέση τους σε σχολικό συγκρότημα.
Ο αγώνας συνεχίσθηκε μέχρι τις 13.00 με τους κυκλωμένους αστυνομικούς να αποκρούουν τις επιθέσεις έως ότου αφίχθη από το Παλαιό Φάληρο ένα τμήμα του 4ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών, ενισχυμένο με 6 τεθωρακισμένα οχήματα, που υποχρέωσε τους ΕΛΑΣίτες να διακόψουν την επίθεση και να υποχωρήσουν στην ευρύτερη περιοχή. Οι απώλειες των Βρετανών ανήλθαν σε 8 τραυματίες.
Το 5ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών, τέλος, επανήλθε και αυτό στο Φάληρο, όπως επίσης και η διοίκηση και το επιτελείο της Ταξιαρχίας που εγκαταστάθηκε στην Αθηναϊκή Λέσχη στην Λεωφόρο Πανεπιστημίου. Το Τάγμα διετάχθη να εγκατασταθεί γύρω από την πλατεία Συντάγματος, ενώ Διλοχία του προωθήθηκε στους στρατώνες του Ρουφ.
Την 6η Δεκεμβρίου, κατά τις μεσημβρινές ώρες, το 5ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών με δύο Λόχους και την υποστήριξη 3 Σέρμαν εκκαθάρισε την περιβάλλουσα την πλατεία Συντάγματος περιοχή, καταλαμβάνοντας μάλιστα και τα επί της οδού Όθωνος Κεντρικά Γραφεία του ΚΚΕ. Ακολούθως προώθησε ένα Λόχο προς κατάληψη της Ακροπόλεως.
Ο Λόχος αυτός μαζί με τμήματα της Χωροφυλακής έλυσε την πολιορκία του Τμήματος Μεταγωγών και διεξάγοντας σύντομους αγώνες εξουδετερώνοντας εστίες αντιστάσεως του ΕΛΑΣ στην Πλάκα, κατάφερε με την δύση του ηλίου να φθάσει στην Ακρόπολη, όπου και εγκαταστάθηκε.
Με την έγκαιρη κατάληψη της Ακροπόλεως αποκτήθηκε ένα πρώτης τάξεως παρατηρητήριο για το Κέντρο της Αθήνας και τις γύρω συνοικίες, στερώντας τον αντίπαλο από αυτό ακριβώς το πλεονέκτημα αλλά και από την χρησιμότητα που θα είχε η Ακρόπολη ως βάση πυρός, ειδικά μάλιστα εναντίον του στρατοπέδου Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη, το οποίο αντιστάθηκε άκαμπτο μέχρι τέλους.
Από τα άλλα δύο Τάγματα Αλεξιπτωτιστών, το μεν 6ο Τάγμα προέβη σε εκκαθαρίσεις γύρω από την πλατεία Ομονοίας, ενώ το 4ο Τάγμα εξακολούθησε να παραμένει στις φυλακές της Καλλιθέας. Την 10η Δεκεμβρίου, τμήματα του ΕΛΑΣ εξαπέλυσαν από την αυγή σφοδρότατη επίθεση κατά του στρατοπέδου Μακρυγιάννη με την πυκνή υποστήριξη όλμων, τα βλήματα των οποίων έπεφταν βροχηδόν μέσα στον περίβολο του στρατοπέδου.
Κατά τις 15.30 η κατάσταση έγινε κρίσιμη για τους αμυνομένους, όταν κατόπιν ανατινάξεως από δυναμιτιστές του ΕΛΑΣ διανοίχθηκε ρήγμα στον μαντρότοιχο, από τον οποίο αποπειράθηκαν να εισέλθουν οι επιτιθέμενοι. Το θεριστικό όμως πυρ των Χωροφυλάκων καθώς και η έγκαιρη επέμβαση τριών Σέρμαν και Διμοιρίας του 5ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών απέκρουσαν και αυτή την επίθεση.
Οι Αλεξιπτωτιστές έφραξαν το ρήγμα με παγιδεύσεις εκρηκτικών, ενώ χορήγησαν στους Xωροφύλακες τρία φορητά αντιαρματικά Πίατ, καθώς και ποσότητες πυρομαχικών. Στην επέμβασή τους αυτή, οι Αλεξιπτωτιστές είχαν έναν νεκρό και μερικούς τραυματίες.
Καθώς οι επιθέσεις του ΕΛΑΣ εσυνεχίζοντο αμείωτες σε διάφορα σημεία της Αθήνας και οι κυβερνητικές δυνάμεις, ελληνικές και βρετανικές, εξακολουθούσαν εν αναμονή ενισχύσεων να είναι ολιγάριθμες, αποφασίσθηκε η ενίσχυση της αμυντικής περιμέτρου του κέντρου, με την απόσυρση φρουρών από μεμακρυσμένα σημεία.
Έτσι, την 11η Δεκεμβρίου μαζί με άλλα τμήματα που συμπτύχθηκαν στο Κέντρο, αποσύρθηκε και ο Λόχος του 6ου Τάγματος που ευρίσκετο στο Αμερικανικό Κολλέγιο, ενώ το 4ο Τάγμα, αφού εκκενώθηκαν οι φυλακές της Καλλιθέας από τους κρατουμένους, έλαβε την εντολή να κατευθυνθεί στο Ρουφ.
Το τάγμα κατά την πορεία του υποχρεώθηκε να ανοίξει τον δρόμο του μέσα από 30 οδοφράγματα που απέφρασσαν την οδό Πειραιώς, μέχρις ότου καταφέρει κατά τις απογευματινές ώρες να φθάσει στον προορισμό του.
Η 12η Δεκεμβρίου ήταν ημέρα επίπονων αγώνων για το 5ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών, τμήμα του οποίου ξεκινώντας από την πλατεία Κλαυθμώνος με την υποστήριξη αρμάτων μάχης, κατόρθωσε να καταλάβει ύστερα από σφοδρή μάχη το κτίριο της Βαρβακείου Σχολής που τότε ευρίσκετο στην κεντρική Λαχαναγορά. Το κτίριο της φημισμένης αυτής Σχολής υπέστη τόσο σοβαρές ζημιές, που έκτοτε κατέστη αχρησιμοποίητο οπότε και κατεδαφίσθηκε αργότερα.
Σε ελάχιστη απόσταση από το τμήμα του 5ου Τάγματος, Διμοιρία του 6ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών ενίσχυσε την αποτελούμενη από Έλληνες αξιωματικούς φρουρά του Κεντρικού Ταχυδρομείου που εδέχετο πυρά από εγκατεστημένους στο Δημαρχείο Αθηνών άνδρες του ΕΛΑΣ.
Τις επόμενες ημέρες, μικρά τμήματα και των τριών Ταγμάτων βελτίωσαν τις θέσεις τους καταλαμβάνοντας μεθοδικά διάφορα σημεία περιφερειακά του Κέντρου, διευρύνοντας έτσι αργά αλλά σταθερά την κατεχόμενη από τις κυβερνητικές δυνάμεις περιοχή.
Την 13η Δεκεμβρίου λοιπόν, καταλήφθηκε το 8ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο κοντά στην κεντρική Αγορά, ενώ η μόλις αφιχθείσα από την Ιταλία Ανεξάρτητη Διμοιρία Αλεξιπτωτιστών, με υποστήριξη τεθωρακισμένων, απώθησε στοιχεία του ΕΛΑΣ πέρα από την οδό Αγίου Μάρκου.
Την 14η Δεκεμβρίου, το 6ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών εκκαθάρισε την περιοχή μεταξύ των οδών Σοφοκλέους-Πειραιώς από θύλακες ΕΛΑΣιτών, ενώ την επομένη, στην περιοχή Μακρυγιάννη, οι Αλεξιπτωτιστές ενισχυόμενοι από άρματα μάχης και Xωροφύλακες άρχισαν τις εκκαθαρίσεις γύρω από το στρατόπεδο Μακρυγιάννη, οι επιθέσεις κατά του οποίου είχαν σταματήσει πλέον μετά την αποφασιστική αντίσταση των ανδρών της Χωροφυλακής.
Οι εκκαθαρίσεις συνεχίσθηκαν και την 16η Δεκεμβρίου, με την προώθηση Λόχου του 5ου Τάγματος βαθειά στην συνοικία Κουκάκι.
Ήδη η μάχη στην Αθήνα είχε περάσει την αποφασιστική της καμπή. Αφού ο ΕΛΑΣ δεν κατάφερε μέσα στο πρώτο δεκαήμερο να υπερνικήσει την αντίσταση των ολιγαρίθμων ελληνοβρετανικών δυνάμεων και να καταλάβει ολοκληρωτικά την πόλη, ήταν καταδικασμένος να υποστεί την πίεση που θα εξασκούσαν επάνω του πειθαρχημένα, καλά εκπαιδευμένα και άρτια εξοπλισμένα στρατεύματα που ήρθαν ως ενισχύσεις από την Ιταλία.
Μπροστά σε έναν οργανωμένο στρατό, τα τμήματα των ανταρτών δεν είχαν καμία ελπίδα και ήταν πλέον θέμα χρόνου η τελική τους ήττα.
Έτσι, από την 17η Δεκεμβρίου άρχισε η αντίστροφη μέτρηση, καθώς η νεοαφιχθείσα βρετανική 4η Μεραρχία Πεζικού άρχισε από το Φάληρο την επίθεση προς Βορρά, προκειμένου, εκκαθαρίζοντας τις ενδιάμεσες συνοικίες, να ενώσει το Κέντρο με την παραλιακή ζώνη.
Κατά την 23η Δεκεμβρίου, η 4η Μεραρχία επέτυχε τον αντικειμενικό της σκοπό, αντικαθιστώντας παράλληλα το 4ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών στα Πετράλωνα και το Ρουφ.
Το Τάγμα αυτό συνδέθηκε στο Μοναστηράκι με το 5ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών, Λόχος του οποίου κατέλαβε την περιοχή μεταξύ Αστεροσκοπείου, Θησείου και Λόφου Νυμφών.
Καθώς οι ανατολικές συνοικίες της Αθήνας είχαν σε μεγάλο βαθμό εκκενωθεί από τις δυνάμεις τον Ε.Λ.Α.Σ. ύστερα από την επιτυχή δράση της 3ης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας (Ρίμινι), που από την αρχή των μαχών σήκωσε το βάρος των επιχειρήσεων σε αυτή την περιοχή, το Βρετανικό Επιτελείο έστρεψε την προσοχή του στην εκκαθάριση των δυτικών συνοικιών που εξακολουθούσαν να κρατούνται από ισχυρές δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ.
Ενταγμένη μέσα στο γενικότερο σχέδιο, η 2α Ανεξάρτητη Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών όφειλε να καταλάβει την συνοικία Ψυρρή, η οποία είχε οργανωθεί συστηματικά από τους Ελασίτες.
Την αποστολή ανέλαβε ολόκληρο το 5ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών ενώ υπεβοηθείτο στην προσπάθειά του από παράλληλη κίνηση Διλοχίας του 6ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών προς την πλατεία Κουμουνδούρου.
Την 27η Δεκεμβρίου κατά τις 07.00, εξαπολύθηκε η επίθεση με την υποστήριξη αρμάτων που κατέληξε στην διεξαγωγή σφοδρών αγώνων μέσα στους στενούς και δαιδαλώδεις δρόμους της συνοικίας.
Ωστόσο, παρά την σκληρή αντίσταση του ΕΛΑΣ, το Τάγμα κατέλαβε μεγάλο μέρος της συνοικίας. Οι μάχες συνεχίσθηκαν και την επόμενη ημέρα, οπότε εκάμφθησαν και οι τελευταίες εστίες αντιστάσεως και ολοκληρώθηκε η κατάληψη της περιοχής.
Με την είσοδο του νέου χρόνου οργανώθηκε και το τελικό κτύπημα κατά του ΕΛΑΣ για την οριστική του εκδίωξη από τις δυτικές συνοικίες.
Σύμφωνα με το σχέδιο, οι βρετανικές μονάδες ξεκινώντας από τους στρατώνες του Ρουφ και του Γουδιού, θα συνέκλιναν προς τις βόρειες εξόδους της πόλεως εγκλωβίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Ήδη είχαν αφιχθεί και νέες ενισχύσεις τόσο πεζικού όσο και τεθωρακισμένων, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τον αριθμό των διατιθεμένων μέσων και την ισχύ πυρός.
Η 2α Ανεξάρτητη Tαξιαρχία Αλεξιπτωτιστών θα ενεργούσε αμέσως δυτικά της πλατείας Ομονοίας εκκαθαρίζοντας τις συνοικίες Μεταξουργείου και Βάθης, ενώ εκατέρωθέν της θα επετίθεντο η βρετανική 12η Ταξιαρχία Πεζικού και το Τεθωρακισμένο Συγκρότημα Nτράγκον Κινγκς Γκαρντ, με αντικειμενικό σκοπό να φθάσουν στην γέφυρα Κολοκυνθούς στον Κηφισσό ποταμό και να αποκόψουν κατ’ αυτόν τον τρόπο την οδό υποχωρήσεων των ΕΛΑΣιτών.
Η περιοχή ειδικά του Μεταξουργείου, είχε οχυρωθεί επιμελώς από τον ΕΛΑΣ και οι δρόμοι είχαν αποφραχθεί με κωλύματα σιδηροδοκών, σωρούς ερειπίων από ανατινάξεις κτιρίων, κρατήρες καθώς και οδοφράγματα.
Οπές είχαν ανοιχθεί στις μεσοτοιχίες των σπιτιών επιτρέποντας την αθέατη μετακίνηση των τμημάτων.
Tο Μεταξουργείο εθεωρείτο το «Στάλιγκραντ» των δυτικών συνοικιών καθώς το αντίστοιχο των ανατολικών συνοικιών, η Καισαριανή, είχε ήδη καταληφθεί την 29η Δεκεμβρίου, από την 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία.
Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 07.30 της 4ης Ιανουαρίου, με το 6ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών να ενεργεί προς την πλατεία Βάθης. Αν και δύο άρματα μάχης εβλήθησαν και ετέθησαν εκτός μάχης, το Τάγμα έφθασε στην εν λόγω πλατεία επιτυγχάνοντας τον τεθέντα αντικειμενικό του σκοπό.
Το 5ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών στην ανατολική περιοχή του Μεταξουργείου ενεπλάκη σε σκληρούς αγώνες, με συνέπεια να καθηλωθεί, ενώ το 4ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών σημείωσε ικανοποιητική πρόοδο στο δυτικό τμήμα της συνοικίας.
Καθ’ όλη την ημέρα ο αγώνας συνεχίσθηκε με εξαιρετική τραχύτητα και έως το βράδυ η Ταξιαρχία είχε απώλειες 15 νεκρούς και 100 τραυματίες.
Πολύ μεγαλύτερη ωστόσο ήταν η φθορά του αντιπάλου, αφού καταμετρήθηκαν 151 νεκροί, 72 τραυματίες που δεν έγινε δυνατό να μεταφερθούν στα μετόπισθεν, ενώ συνελήφθησαν και 520 αιχμάλωτοι.
Αυτή ήταν και η πιο σκληρή μάχη που έδωσαν οι Βρετανοί Αλεξιπτωτιστές όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Η επίθεση συνεχίσθηκε και την επομένη, αλλά χωρίς πλέον αντίσταση, καθώς από την κίνηση των πλευρικών βρετανικών μονάδων κατέρρευσε το μέτωπο του ΕΛΑΣ και όσα τμήματά του εξακολουθούσαν να βρίσκονται απέναντι από τους Αλεξιπτωτιστές κατά την διάρκεια της νύχτας, οπισθοχώρησαν εσπευσμένα πέρα από τον Κηφισσό.
Ουσιαστικά το Δεκεμβριανό Κίνημα έληξε αυτή την ημέρα, αφού οι μονάδες του ΕΛΑΣ οπισθοχωρώντας πέρα από τις δυτικές συνοικίες των Αθηνών υπέστησαν την συστηματική καταδίωξη ταχυκινήτων βρετανικών σχηματισμών στην Δυτική Αττική μέχρι τα όρια της Βοιωτίας.
Η ανακωχή που υποχρεωτικά πλέον ζήτησαν οι αντιπρόσωποι του ΕΛΑΣ υπεγράφη το βράδυ της 11ης Ιανουαρίου, με έναρξη εφαρμογής την 15η Ιανουαρίου 1945.
Η 2α Ανεξάρτητη Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών είχε επιτελέσει πλήρως την αποστολή της στην Ελλάδα. Φθάνοντας στην Αθήνα αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών είχε στηρίξει την ελληνική κυβέρνηση που επανήλθε ύστερα από 4 χρόνια εξορίας, όχι μόνο στην πρωτεύουσα, αλλά και εκτός αυτής.
Με την συνεχή της δράση από την αρχή μέχρι το τέλος του Δεκεμβριανού Κινήματος, από κοινού με τις ολιγάριθμες ελληνικές και βρετανικές μονάδες που υπήρχαν τότε, κράτησε τους τομείς της στην μικρή αρχικά αμυντική περίμετρο του κέντρου της πόλεως, φέροντας εις πέρας όλες τις αποστολές που της ανατέθηκαν μέχρι την άφιξη των ενισχύσεων από την Ιταλία, που έγειραν την πλάστιγγα του αγώνος.
Την 16η Ιανουαρίου 1945, η 2α Ανεξάρτητη Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών παρέδωσε τις θέσεις της σε τμήματα της Ελληνικής Εθνοφρουράς που συνεκροτείτο με ταχύτατους ρυθμούς και κατά τις αρχές Φεβρουαρίου ανεχώρησε για την Ιταλία, αυτή τη φορά οριστικά.