Τα ερωτήματα είναι πολλά και ταλανίζουν εδώ και 70 χρόνια τους ιστορικούς και στρατιωτικούς μελετητές. Οι ίδιοι οι Βρετανοί είχαν άλλωστε τις αμφιβολίες τους, οι οποίες εκφράστηκαν με τη μη απονομή τιμητικών διακρίσεων στον επικεφαλής της Διοίκησης Βομβαρδισμού, πτέραρχο Άρθουρ Χάρις.
Η διαμάχη σχετικά με το ισοζύγιο αποτελεσματικότητας και ηθικής παραμένει ανοικτή, όμως το παρόν άρθρο δεν θα ασχοληθεί με αυτή, αλλά θα επικεντρωθεί σε επιχειρησιακά ζητήματα.
Γι’ αυτό είναι σημαντικό, σε πρώτη φάση, να γίνει κατανοητή η συγκρότηση της Διοίκησης Βομβαρδισμού της RAF, να γίνουν αντιληπτές οι προσδοκίες που είχε ο απλός Βρετανός πολίτης από αυτήν, και να σκιαγραφηθεί η ανάπτυξή της κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Υπ’ αυτό το πρίσμα θα εξετάσουμε αν η Διοίκηση Βομβαρδισμού συνέβαλε τελικά αποφασιστικά στη γερμανική ήττα.
Η γένεση της στρατηγικής Αεροπορίας
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, παρά τις μεμονωμένες επιδρομές επάνω από τη Γαλλία και τη Γερμανία, η μόνη χώρα που υπέστη μία οργανωμένη στρατηγική επιχείρηση βομβαρδισμού ήταν η Βρετανία.
Οι επιδρομές, όμως, τόσο των Zeppelin αρχικά, όσο και των βαρέων γερμανικών βομβαρδιστικών, τα οποία συλλήβδην ονομάστηκαν από τους Γερμανούς «Gotha», τον Μάιο, σκότωσαν συνολικά μόνον 1.413 ανθρώπους, και τραυμάτισαν άλλους 3.407 το 1917, στο απόγειο της δράσης τους.
Ωστόσο, η επίδρασή τους ήταν σημαντική, σε επίπεδο ηθικού του πληθυσμού και εκτιμήθηκε ως ένας οιωνός για το μέλλον. Οι αεροπορικές επιδρομές προκάλεσαν πανικό στον πληθυσμό, αναστάτωση στη βιομηχανική παραγωγή και οδήγησε σε διασκορπισμό των πηγών με σκοπό να παρέχει αντιαεροπορική κάλυψη στη Βρετανία.
Έτσι είχαν τα γεγονότα τον Αύγουστο του 1917, όταν ο στρατηγός Σμουτ ολοκλήρωσε την ιστορική του αναφορά για το μέλλον του τότε Βασιλικού Ιπταμένου Σώματος (του προγόνου της RAF), στην οποία τόνιζε: «Δεν θα είναι μακριά η ημέρα που οι αεροπορικές επιχειρήσεις με την ερήμωση της εχθρικής γης και την καταστροφή της βιομηχανίας και των πυκνοκατοικημένων κέντρων σε μια τεράστια έκταση μπορεί να γίνουν οι κυριότερες πολεμικές επιχειρήσεις …».
Η αναφορά του έθεσε τις βάσεις για την ανεξαρτητοποίηση της Αεροπορίας, το 1918 –μέχρι τότε υπαγόταν στον Στρατό– αλλά και για την επέκταση του κλάδου στρατηγικού βομβαρδισμού της, που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται από το 1917.
Η στρατηγική Αεροπορία έδινε μια νέα προοπτική για την επίτευξη του επιδιωκομένου σε κάθε πόλεμο αποτελέσματος, της κάμψης του ηθικού του αντιπάλου, σπάζοντας το αδιέξοδο του πολέμου χαρακωμάτων. Το νέο δόγμα δεν πρόλαβε να δοκιμαστεί στην πράξη, αφού ο πόλεμος έληξε το 1918.
Ωστόσο, οι δύο επόμενες δεκαετίες, μέχρι το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποτέλεσαν το στάδιο της ωρίμανσης, θα λέγαμε, για τη θεωρία του στρατηγικού βομβαρδισμού, σχεδόν σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες.
Στη Βρετανία μεγάλος οπαδός της θεωρίας αποδείχτηκε ο πρώτος αρχηγός της RAF Χιου Τρέντσαρντ, ο οποίος χρειάστηκε να δώσει όμως μεγάλες μάχες με τους άλλους Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων και κυρίως με το υπουργείο Οικονομικών, σε μια περίοδο που η ανακούφιση από το πέρας του αιματηρότερου μέχρι τότε πολέμου κυριαρχούσε και κάθε νέα απειλή φάνταζε εξαιρετικά μακρινή.
Την ίδια περίοδο τόσο ο γνωστός στρατιωτικός αναλυτής Μπάζιλ Λίντελ Χαρτ, όσο και ο Βρετανός πατέρας των τεθωρακισμένων και του κεραυνοβόλου πολέμου Φούλερ αναδείχτηκαν σε βασικούς υπερασπιστές της τακτικής αλλά και της στρατηγικής Αεροπορίας, βαδίζοντας στα χνάρια του μεγάλου Ιταλού πρωτοπόρου Γκιούλιο Ντουέ.
Άλλωστε, τα γεγονότα του μεσοπολέμου τους δικαίωσαν. Η RAF κυριολεκτικά ήλεγχε τη Βρετανική αυτοκρατορία από αέρος, από την Ινδία μέχρι το Σουδάν και τη μακρινή Σιγκαπούρη.
Η δεκαετία του 1930 πάντως αποδείχτηκε καταλυτικής σημασίας και επιβεβαίωσε τους προφήτες και υπέρμαχους της ιδέας των στρατηγικών βομβαρδισμών.
Τόσο στη μακρινή Κίνα, όσο και στη φλεγόμενη Ισπανία, η Αεροπορία έδωσε δείγματα των καταστροφικών της δυνατοτήτων –βομβαρδισμός Σαγκάης και Γκουέρνικα– και των ηθικών αποτελεσμάτων της δράσης της.
Βεβαίως, αποτέλεσε μικρή κατάπληξη το ότι σε διεθνή συνέδρια, κατά τη δεκαετία του 1930, υπήρξε μια ισχυρή ομάδα διανοούμενων που καταδίκαζε γενικά τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς.
Πάντως, ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας από το χιτλερικό καθεστώς περιόρισε τα συναισθήματα αυτά. Η εκτιμώμενη απειλή του αεροπορικού στόλου βομβαρδιστικών της Luftwaffe οδήγησε σε παράλληλη επέκταση της RAF, με την ανάπτυξη τεσσάρων νέων βαρέων βομβαρδιστικών, οι προδιαγραφές των οποίων τέθηκαν το 1936.
Η θεωρία που αναπτύχθηκε τότε ήταν ότι το μοναδικό αντίδοτο σε έναν εχθρικό στόλο βομβαρδιστικών ήταν να έχει κανείς έναν ισχυρότερο, με βάση το δεδομένο ότι τα βομβαρδιστικά πάντοτε θα ήταν σε θέση να «διατρήσουν» την αντιαεροπορική άμυνα του αντιπάλου, σε επαρκείς αριθμούς ώστε να πλήξουν τον στόχο.
Έτσι, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ, ένθερμοςς οπαδός των αεροπορικών βομβαρδισμών, έγραψε τον Ιούλιο του 1940: «Το Ναυτικό μπορεί να μας κάνει να χάσουμε τον πόλεμο, αλλά μόνον η Αεροπορία μπορεί να μας δώσει τη νίκη. Γι’ αυτό υπέρτατη προσπάθειά μας πρέπει να είναι να κερδίσουμε την υπεροχή στον αέρα. Τα μαχητικά είναι η σωτηρία μας, αλλά τα βομβαρδιστικά από μόνα τους μας δίνουν τα μέσα της νίκης». Πράγματι, οι οπαδοί των στρατηγικών βομβαρδισμών πίστευαν ότι αυτή ήταν η τακτική, το νικητήριο όπλο, που θα κατατρόπωνε τη Γερμανία, χωρίς την ανάγκη εισβολής των χερσαίων δυνάμεων.
Η πραγματικότητα, στις αρχές του πολέμου, απείχε πάντως από τις προσδοκίες. Η RAF δεν είχε ακόμα σε παραγωγή βομβαρδιστικά ικανά να επιφέρουν το απαιτούμενο στρατηγικό αποτέλεσμα.
Τα σε υπηρεσία αεροσκάφη είχαν περιορισμένες δυνατότητες, όσον αφορά την ακτίνα δράσης, τον αμυντικό οπλισμό και την μεταφορική τους ικανότητα.
Η επίσημη ιστορία της Διοίκησης Βομβαρδισμού αναφέρει: «Όταν ήλθε ο πόλεμος το 1939, η Διοίκηση Βομβαρδισμού δεν διέθετε επαρκώς εκπαιδευμένο προσωπικό και έτσι δεν είχε τη δυνατότητα να διεισδύσει στην εχθρική περιοχή κατά την ημέρα ή να εντοπίσει την περιοχή-στόχο, περιοριζόμενη να ενεργεί μόνο τη νύκτα».
Η Διοίκηση Βομβαρδισμού, κατέληγε η αναφορά «… ήταν μόνο μία επένδυση για το μέλλον». Παρ’ όλα αυτά, με τις περιορισμένες ικανότητές της υποχρεώθηκε να κάνει χρήση των βασικών τακτικών βομβαρδισμού.
Πολύ γρήγορα οι διοικούντες κατέληξαν στο συμπέρασμα α) ότι οι νυκτερινοί βομβαρδισμοί ήταν η μόνη ρεαλιστική επιλογή έναντι της ισχυρής γερμανικής αντιαεροπορικής άμυνας και β) ότι κατά τους βομβαρδισμούς τη νύκτα η ακρίβεια προσβολής των στόχων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.
Οι επιλογές κατά συνέπεια που υπήρχαν ήταν ή η αναγνώριση της αναποτελεσματικότητας των αεροπορικών βομβαρδισμών και, κατά συνέπεια, η παύση τους, ή η προσβολή στόχων περιοχής, τόσο μεγάλων σε έκταση, ώστε η προσβολή τους, ακόμα και με τα ανεπαρκή μέσα σκόπευσης που υπήρχαν, να εγγυάται την επίτευξη πλήγματος.
Οι προσβολές αυτές θα επιχειρούνταν είτε την ημέρα, υπό την κάλυψη νεφώσεων, είτε τις ασέληνες νύκτες, υπό την κάλυψη του απόλυτου σκότους. Συνεπώς, οι μόνοι στόχοι που θα μπορούσαν να προσβληθούν με κάποιον βαθμό βεβαιότητας επιτυχίας ήταν τα μεγάλα αστικά κέντρα. Έχοντας αντιμετωπίσει τους γερμανικούς βομβαρδισμούς, τον Ιούλιο του 1941, οι Βρετανοί υιοθέτησαν και αυτοί τον βομβαρδισμό στόχων περιοχής.
Τότε, τον Αύγουστο του 1941, ο Ντόναλτν Μπατ, γενικός γραμματέας του υπουργείου Πολέμου, επιφορτίστηκε να υποβάλει μια μελέτη σχετικά με τη μέχρι τότε αποτελεσματικότητα των βρετανικών βομβαρδισμών στη Γερμανία, χρησιμοποιώντας φωτογραφίες που είχαν ληφθεί κατά τις νυκτερινές αεροπορικές επιδρομές. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «μόνο το 1/3 των αεροσκαφών, που δρούσαν στην περιοχή του στόχου, πραγματικά τον έπλητταν».
Ηταν ένα συμπέρασμα, που υπογράμμισε τη σχετική αδυναμία των βομβαρδιστικών της εποχής και κατέδειξε το προφανές πρόβλημα της ακριβούς πλοήγησης και σκόπευσης κατά τη νύχτα. Η αναφορά του Μπατ αποτέλεσε το ναδίρ θα λέγαμε της Διοίκησης Βομβαρδισμού της RAF.
Ωστόσο, αποτέλεσε και το έναυσμα για την αναγέννησή της, η οποία φυσικά συνδυάστηκε με την ένταξη στο οπλοστάσιό της νέων αεροσκαφών, όπως το περίφημο AVRO Lancaster και νέων συστημάτων πλοήγησης και σκόπευσης.
Τον Φεβρουάριο του 1942, ο Άρθουρ Χάρις τέθηκε επικεφαλής της Διοίκησης Βομβαρδισμού και τον Μάρτιο, τα Lancaster, τα καλύτερα βρετανικά βαριά βομβαρδιστικά του πολέμου, έφθαναν στην πρώτη γραμμή, ενώ παράλληλα, τον ίδιο μήνα, εφαρμόστηκε επιχειρησιακά η πλοήγησή τους μέσω του ραντάρ «Gee».
Ακολούθως, τέθηκαν σε υπηρεσία νέα συστήματα και εξειδικευμένα βοηθήματα πλοήγησης και βομβαρδισμού. Έτσι, με καλύτερο εξοπλισμό, νέες τακτικές και ακμαίο ηθικό, η Διοίκηση Βομβαρδισμού πέρασε στην εποχή της ωριμότητας και άρχισε να κτυπά την καρδιά της Γερμανίας.
Ο Χάρις υπήρξε υπέρμαχος των στρατηγικών βομβαρδισμών. Όπως αναφέρει ο Νομπλ Φράνκλαντ: «Ο σκοπός των στρατηγικών βομβαρδισμών ήταν να φθείρει τη Γερμανία σε σημείο τέτοιο, ώστε η δυνατότητά της να πολεμήσει να εξασθενήσει ανάλογα. Με άλλα λόγια, σκοπός των βομβαρδισμών ήταν να ανοίξουν το δρόμο για τη στρατιωτική νίκη».
Ωστόσο, οι στρατηγικοί βομβαρδισμοί αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων ότι αποτέλεσαν τελικά συμπληρωματικό μόνο μέσο προς την επίτευξη της τελικής νίκης κατά της Γερμανίας.
Η Διοίκηση Βομβαρδισμού, άδικα ίσως, κατηγορήθηκε από τους αντιτιθέμενους στη στρατηγική των βομβαρδισμών ότι δεν κατάφερε να κάμψει το ηθικό του γερμανικού λαού, ούτε να καταστρέψει τη βιομηχανική ικανότητα της Γερμανίας, στερώντας τη δηλαδή από τα μέσα για τη συνέχιση του πολέμου.
Οι παράγοντες για την πραγματική αυτή αποτυχία είχαν να κάνουν με την αντίδραση του αντιπάλου. Όπως οι Βρετανοί δεν κάμφθηκαν από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς το 1940-41, έτσι και οι Γερμανοί δεν κάμφθηκαν, παρά την αναμφισβήτη –σε φονικό αποτέλεσμα– επιτυχία επί των γερμανικών πόλεων, ειδικά από το 1943 και έπειτα που εγκαινιάστηκαν οι «επιδρομές των 1.000 βομβαρδιστικών».
Η Διοίκηση Βομβαρδισμού έπραξε αυτό για το οποίο είχε δημιουργηθεί, και οι Γερμανοί της Κολωνίας, του Αμβούργου, του Βερολίνου ή της Δρέσδης, το κατάλαβαν καλύτερα από κάθε άλλον. Όμως οι Γερμανοί πολίτες έμαθαν να επιβιώνουν. Τα κατεστραμμένα τους εργοστάσια επισκευάστηκαν και αργότερα, υπό την καθοδήγηση του Άλμπερτ Σπέερ μεταφέρθηκαν όλα στην Ανατολική Γερμανία και την κατεχόμενη Πολωνία.
Έτσι, η βιομηχανική ικανότητα της Γερμανίας δεν διατάραχθηκε σοβαρά. Από την άλλη πλευρά, όμως, στο κρίσιμο διάστημα από την εκκένωση της Δουνκέρκης, μέχρι και την έλευση των Αμερικανών στο βρετανικό έδαφος, είναι αλήθεια ότι η Βρετανία πολεμούσε μόνη και το δόρυ της ήταν μόνο η στρατηγική αεροπορία, αφού ούτε ο Στρατός, ούτε το Ναυτικό μπορούσαν να πλήξουν το «θηρίο» στην καρδιά του, για ευνόητους λόγους.
Τέτοια επιχειρήματα βασίζονται στη λανθασμένη υπόθεση του αποτελεσματικού πλήγματος και αγνοούν έναν μεγάλο αριθμό σημαντικών παραγόντων που δείχνουν ότι η Διοίκηση Βομβαρδισμού είχε τελικά κυριαρχικό ρόλο και συνέβαλε αποφασιστικά από πολλές απόψεις στη βρετανική πολεμική προσπάθεια.
Ο Χίτλερ, όπως γνωρίζουμε, ήλπιζε σε ένα συμβιβασμό με τη Βρετανία, αλλά ο Τσώρτσιλ αποφάσισε να πολεμήσει και υποσχέθηκε μια «συνεχή και αμείλικτη αεροπορική επίθεση», που βοήθησε πολύ στη διατήρηση του υψηλού ηθικού των Βρετανών.
Όλα τα άλλα κύρια μέτρα που είχε η Βρετανία στη διαθεσή της ήταν αμυντικά και χωρίς τη Διοίκηση Βομβαρδισμού κάποιος μπορεί να πιθανολογήσει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα.
Όπως έχει επισημανθεί, τα βομβαρδιστικά δεν ήταν την εποχή εκείνη ιδιαίτερα αποτελεσματικά, αλλά το σημαντικό ήταν τελικά ότι υπήρχαν και πολεμούσαν, και ο βρετανικός λαός το ήξερε, όπως και οι Γερμανοί.
Επιπροσθέτως, καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, η επιχείρηση στρατηγικών βομβαρδισμών επέτρεψε στη Βρετανία να παρέχει άμεση υποστήριξη στους Σοβιετικούς, ενισχύοντας την αντίσταση και εκτρέποντας τη γερμανική αεροπορική δύναμη από το Ανατολικό Μέτωπο.
Οι Σοβιετικοί είχαν πολλούς λόγους να είναι ευγνώμονες και οι βομβαρδισμοί έδωσαν στους Βρετανούς και τους Αμερικανούς ένα επιχείρημα και τη δυνατότητα να αντισταθούν στις πιέσεις του Στάλιν για την πρόωρη διάνοιξη του δευτέρου μετώπου στην Ευρώπη.
Επιτυχία ή αποτυχία;
Όπως τονίστηκε, η γερμανική βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε, όπως και η πολεμική, παρά τους βομβαρδισμούς. Η Γερμανία, πάντως, από την αρχή του πολέμου, δεν ανέπτυξε ποτέ την οικονομία του ολοκληρωτικού πολέμου, που υιοθετήθηκε από τη Βρετανία και ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής της αφορούσε αγαθά και περιττά για τη διεξαγωγή του πολέμου προϊόντα.
Λογικά, ο Χίτλερ ήταν ευχαριστημένος. Καθώς η ένταση του πολέμου αυξήθηκε, η Γερμανία άρχισε να απορροφά αυτή την πλεονάζουσα δυναμικότητα, και κατέστρωσε επείγοντα σχέδια για να επεκτείνει την παραγωγή στο μέγιστο βαθμό. Για παράδειγμα, ο Ρίτσαρντ Όβερι αναφέρει ότι το 1944 υπήρχαν σχέδια «για την παραγωγή 80.000 αεροσκαφών, και το 1945 τεράστια νέα εργοστάσια ήταν υπό κατασκευή για τη μαζική παραγωγή μηχανών αεροσκαφών και αεροπλάνων».
Οι βομβαρδισμοί ακύρωσαν τα περισσότερα από τα σχέδια αυτά και προκάλεσαν μαζική εξάρθρωσή τους και μαζική εκτροπή των γερμανικών προσπαθειών που εν τέλει έπληξαν σοβαρά τη γερμανική βιομηχανική παραγωγή.
Το σημαντικό είναι ότι η Γερμανία ναι μεν συνέχιζε να αυξάνει την παραγωγή όπλων της, αλλά τελικά δεν κατάφερε ποτέ να αξιοποιήσει την συνολική βιομηχανική της δυναμικότητά εξαιτίας των βομβαρδισμών. Εξάλλου τα όπλα από μόνα τους δεν μπορούσαν να κερδίσουν τον πόλεμο, από τη στιγμή που τα διυλιστήρια και τα εργοστάσια συνθετικής βενζίνης καταστράφηκαν.
Η αντιμετώπιση επίσης των συμμαχικών βομβαρδισμών απαιτούσε μια μαζική εκτροπή των γερμανικών προσπαθειών με στόχο την ανάπτυξη ισχυρής αντιαεροπορικής άμυνας.
Το 1944, περίπου 2.000.000 άνδρες και παιδιά της Χιτλερικής Νεολαίας, που θα μπορούσαν να ενταχθούν σε μάχιμες μονάδες, απασχολούνταν στην αεράμυνα, καθώς και το 30% της παραγωγής του πυροβολικού, όπως και το 20% των πυρομαχικών το 1944 χρησιμοποιήθηκαν από τις δυνάμεις της αντιαεροπορικής άμυνας.
Επιπροσθέτως, μεγάλη προσπάθεια καταβλήθηκε στη συγκρότηση ενός εξεζητημένου συστήματος αεράμυνας, αποτελούμενο όχι μόνον από όπλα και μέσα έρευνας, αλλά και ειδικευμένα νυκτερινά καταδιωκτικά αεροσκάφη, συστήματα ραντάρ και για την εφαρμογή της τακτικής Kammhuber.
Η γερμανική άμυνα αντιμετώπισε καλά, σε σχέση με την εχθρική προσπάθεια, τα βρετανικά και αμερικανικά βομβαρδιστικά και σε αρκετές περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια του πολέμου, διαφάνηκε η ήττα της Διοίκησης Βομβαρδισμού και της 8ης Αεροπορικής Δύναμης των ΗΠΑ, η οποία είχε αρχίσει, από το 1942, ημερήσιες επιδρομές κατά της Γερμανίας.
Λόγω διαφορετικών στρατηγικών προσεγγίσεων, οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί ανέλαβαν οι μεν τους νυκτερινούς, οι δε τους ημερήσιους βομβαρδισμούς κατά της Γερμανίας, διατηρώντας με τον τρόπο αυτό έναν πραγματικό «τάπητα» βομβών, υπεράνω της Γερμανίας, συνεχώς, πολλές φορές και εναντίον του ίδιου στόχου.
Επίσης, είναι αποδεκτό ότι οι θετικές προβλέψεις της ικανότητας των βομβαρδισμών να συντρίψουν το ηθικό του γερμανικού λαού ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν, λόγω των δρακόντειων μέτρων του ναζιστικού καθεστώτος.
Το αμερικανικό περιοδικό «Επιθεώρηση», μετά τον πόλεμο, σε άρθρο του σχετικά με την αποτελεσματικότητα των στρατηγικών βομβαρδισμών, έκανε μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση σχετικά με την επίδρασή τους στο γερμανικό ηθικό, το οποίο διέκρινε σε παθητικό και ενεργητικό.
Και το μεν παθητικό ηθικό του λαού, υπέστη τρομακτικό πλήγμα, το οποίο όμως, λόγω και της έμφυτης στους Γερμανούς αυτοπειθαρχίας, δεν επηρέασε την ευρύτερη στάση τους.
Δεν υπήρξε καμιά εξέγερση κατά του χιτλερικού καθεστώτος, αλλά σταδιακά ο πληθυσμός περιέπεσε σε μια απάθεια και σε τέτοια μοιρολατρία, που γέννησε την ηττοπάθεια. Όλοι οι Γερμανοί, εκτός από τους φανατικούς ναζιστές, γνώρισαν από το 1943 ότι ο πόλεμος δεν μπορούσε να κερδηθεί.
Το τελικό κατά συνέπεια συμπέρασμα ήταν: «Οι βομβαρδισμοί δεν χαλύβδωσαν το ηθικό, αλλά σοβαρά το οδήγησαν σε κατάρρευση. Η μοιρολατρία, η απάθεια, η ηττοπάθεια, και άλλες ψυχολογικές επιδράσεις ήταν πλέον έντονες ανάμεσα σε εκείνες τις πληθυσμιακές ομάδες που βομβαρδίστηκαν σε σχέση με εκείνες, που δεν βομβαρδίστηκαν. Και ένα μεγάλο μέρος του μίσους και του θυμού που ξεσηκώθηκε από τους βομβαρδισμούς, διοχετεύθηκε εναντίον των αρχών των Ναζί, που κατηγορήθηκαν για την αποτυχία τους να αποτρέψουν τις συμμαχικές επιθέσεις», κατέληγε το αμερικανικό περιοδικό.
Το εν λόγω κείμενο αφορά τη γενικότερη συμβολή της Διοίκησης Βομβαρδισμού στην πολεμική συμμαχική προσπάθεια και όχι για τα ειδικά αποτελέσματα που η δράση της επέφερε σε ειδικά σημεία στόχους.
Η διάκριση ανάμεσα στα δύο δεν ήταν απαραίτητο να αποσαφηνιστεί, και οι διαχωριστικές τους γραμμές έγιναν ακόμη πιο θολές, καθώς οι Σύμμαχοι προήλαυναν το 1944, ενώ η κατανομή των πηγών έπαψε να αποτελεί πρόβλημα.
Η διαμάχη σχετικά με την επιλογή των στόχων –π.χ. περίπτωση Δρέσδης– αποτέλεσε μια προσπάθεια συσκότισης του γεγονότος ότι η Διοίκηση Βομβαρδισμού συμμετείχε και σε άλλες σημαντικές επιχειρήσεις, όπως η ναρκοθέτηση απρόσιτων θαλασσίων περιοχών, με τη ρίψη περισσοτέρων από 30.000 τόνους ναρκών και προκάλεσε τεράστια ζημία στο γερμανικό Εμπορικό Ναυτικό.
Πράγματι, από τον συνολικό αριθμό των εχθρικών πλοίων, που βυθίστηκαν στον Ατλαντικό και στις βορειοδυτικές θάλασσες της Ευρώπης, περιλαμβανομένων και των υποβρυχίων, η Διοίκηση Βομβαρδισμού ευθύνεται για το 36.8 %.
Ο σερ Άρθουρ Χάρις γράφοντας σχετικά για τη βύθιση μεγάλων γερμανικών πολεμικών πλοίων, αναφέρει: «Η Διοίκηση Βομβαρδισμού έθεσε εκτός μάχης δύο θωρηκτά για το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου, και βύθισε έξι καταδρομικά. Συνεπώς, με το 1/3 των πολεμικών πλοίων κατεστραμμένο και τα 2/3 ανενεργά, θα έλεγα ότι ήταν η μεγαλύτερη ναυτική νίκη του πολέμου».
Επιπροσθέτως, η Διοίκηση Βομβαρδισμού έπαιξε ένα ρόλο «κλειδί» στην υποστήριξη της συμμαχικής αποβατικής επιχείρησης «Overlord» στη Γαλλία, μέσω της απομόνωσης του πεδίου της μάχης και ως μέρος του σχεδίου παραπλάνησης, στρέφοντας την προσοχή των Γερμανών στο στενό της Μάγχης.
Επίσης, συνέβαλε σημαντικά στην ήττα της γερμανικής αντεπίθεσης των Αρδεννών και στη Μάχη του Ρήνου. Τέλος, πέτυχε σημαντικά πλήγματα κατά των θέσεων των κατευθυνόμενων πυραύλων V1 και V2, των επικοινωνιών του εχθρού, συγκεντρώσεων στρατευμάτων, πετρελαϊκών εγκαταστάσεων και φυσικά κατά γερμανικών πόλεων.
Ο Τζον Τέρεν αναφέρει: «Η επίθεση κατά των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων αποτελούσε μια αιμορραγία που αφαιρούσε το ζωογόνο αίμα της γερμανικής βιομηχανίας όπως και των Ενόπλων της Δυνάμεων. Όταν στον αγώνα εντάχθηκαν και οι αμερικανικές 5η και 8η Αεροπορικές Δυνάμεις, σταμάτησε ουσιαστικά τη γερμανική πολεμική μηχανή».
Επίλογος – Συμπεράσματα
Η Διοίκηση Βομβαρδισμού της RAF εκτέλεσε την πρώτη της έξοδο στις 3 Σεπτεμβρίου του 1939, μόλις 48 λεπτά μετά την έναρξη του πολέμου. Η τελευταία της έξοδος πραγματοποιήθηκε στις 3 Μαίου 1945, όταν ένα αεροσκάφος «Mosquito» του 608ου Σμήνους βομβάρδισε το Κίελο.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις ημερομηνίες είχαν πραγματοποιηθεί 389.809 έξοδοι εναντίον του εχθρού, κατά τις οποίες 8.655 αεροσκάφη καταρρίφθηκαν και 55.573 αεροπόροι σκοτώθηκαν. Η επιχείρηση στρατηγικού βομβαρδισμού υπήρξε μια τεράστια βιομηχανική και στρατιωτική προσπάθεια που προκάλεσε μεγάλο πόνο και μεγίστη απώλεια ανθρώπινων ζωών. Έγιναν λάθη και μέχρι σήμερα συνεχίζουν να υπάρχουν αντιλογίες για την επίτευξη των στόχων.
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε ότι η Διοίκηση Βομβαρδισμού άνοιξε ένα νέο μέτωπο στους ουρανούς επάνω από τη Γερμανία.
Μετέφερε τον πόλεμο στο έδαφος του εχθρού, όταν τίποτε άλλο δεν μπορούσε να το πραγματοποιήσει, έπληξε και αναστάτωσε τη βιομηχανική «καρδιά» της Γερμανίας, δεσμεύοντας τεράστιες εφεδρείες, συντρίβοντας στρατηγικές εγκαταστάσεις και καταστρέφοντας υποδομές διοίκησης ελέγχου και επικοινωνιών.
Η Διοίκηση Βομβαρδισμού ήταν το όργανο για την καταστροφή της γερμανικής πολεμικής ικανότητας.
Εάν δεν υπήρχε Βρετανική Δύναμη Στρατηγικών Βομβαρδισμών, και η RAF είχε επιμείνει σε μια πιο περιορισμένη χρήση της αεροπορικής της δύναμης, όπως συνέβη με τους Γερμανούς, Ιταλούς και τους Σοβιετικούς, τότε η υπόθεση της νίκης θα ήταν σίγουρα διαφορετική και ο πόλεμος πιθανόν να μην είχε τελειώσει τον Μάιο του 1945 στην Ευρώπη.
Ως κατακλείδα, θεωρούμε ότι οι τελευταίες λέξεις ανήκουν στον Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος ανέφερε, όταν έγραφε προς τον Διοικητή της Διοίκησης Βομβαρδισμού, μετά το πέρας των εχθροπραξιών με τη Γερμανία, τα παρακάτω:
«…Όλες οι επιχειρήσεις μας σχεδιάστηκαν με μεγάλη επιδεξιότητα και φροντίδα. Εκτελέστηκαν έναντι φανατικής αντίστασης και τρομακτικών κινδύνων. Πέτυχαν μία αποφασιστική συνεισφορά στην τελική ήττα της Γερμανίας. Η διεξαγωγή των επιχειρήσεων κατέδειξε το φλογερό, γενναίο πνεύμα που εμψύχωσε τους αεροπόρους σας και την υψηλή αίσθηση καθήκοντος σε όλες τις θέσεις κάτω από την ηγεσία σας. Πιστεύω ότι τα επιτεύγματα της Διοίκησης Βομβαρδισμού θα παραμείνουν για πολύ στη μνήμη ως ένα παράδειγμα άριστης εκτέλεσης καθήκοντος…»