Οι βομβαρδισμοί, οι ανθρώπινες απώλειες των αμερικανικών στρατευμάτων και η θέσπιση της υποχρεωτικής στράτευσης των νέων, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός μαζικού αντιπολεμικού κινήματος, από το 1965 έως το 1971, το οποίο επηρέασε την πολιτική και κοινωνική ζωή των ΗΠΑ και συνέβαλε, σε μεγάλο βαθμό, στην αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Βιετνάμ.
Οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν αρχικά, άμεσα, στο Βιετνάμ το 1950, όταν ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν ανέλαβε τη χρηματοδότηση του κόστους του πολέμου της Γαλλίας εναντίον των Βιετμίνχ. Αργότερα, οι πρόεδροι Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και Τζον Κένεντι αύξησαν, σταθερά, τις πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές δαπάνες, στις δεκαετίες του 1950 και στις αρχές του 1960, για την περιοχή της Ινδοκίνας. Διαπρεπείς γερουσιαστές ασκούσαν, ήδη, κριτική για την αμερικανική συμμετοχή στο Βιετνάμ, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1964.
Η ανάπτυξη του αντιπολεμικού κινήματος
Τον Φεβρουάριο του 1965, κι ενώ είχε προηγηθεί το επεισόδιο στον κόλπο του Τονκίν (Αύγουστος 1964), οι αεροπορικές δυνάμεις των ΗΠΑ, άρχισαν να βομβαρδίζουν, μαζικά, περιοχές του Βόρειου Βιετνάμ.
Το γεγονός αυτό ήταν καταλυτικό για την ανάπτυξη ενός αντιπολεμικού αισθήματος στην αμερικανική κοινή γνώμη, που ανησυχούσε με την προοπτική συνέχισης του πολέμου στην Ινδοκίνα. Την επομένη κιόλας ημέρα πραγματοποιήθηκαν μαζικές συνελεύσεις στα κολέγια.
Οι συνελεύσεις αυτές εξελίσσονταν σε ογκώδεις διαδηλώσεις και μέχρι το 1968, οι διαδηλωτές ανέρχονταν σε 7.000.000 περίπου, με τους περισσότερους από τους μισούς να είναι νέοι σπουδαστές των κολεγίων. Το κίνημα των συνελεύσεων ήταν αρχικά, μια ήπια προσέγγιση στην αντιπολεμική δράση.
Οι φοιτητικές συνελεύσεις άρχισαν στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, στις 24 Μαρτίου του 1965 και εξαπλώθηκαν και σε άλλες Πανεπιστημιουπόλεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν και το Γουισκόνσιν, στις 1 Απριλίου.
Αυτές οι εκδηλώσεις, σε μερικά από τα καλύτερα πανεπιστήμια της Αμερικής, προκάλεσαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Οι διαδηλώσεις ήταν μια προσπάθεια ώστε οι συμμετέχοντες να μη μείνουν, μόνο, στα λόγια και στις αναλύσεις, αλλά να ασκήσουν άμεση πίεση σε αυτούς που χάραζαν την πολιτική.
Στις 17 Απριλίου του 1965, μια μικρή φοιτητική οργάνωση, οι «Σπουδαστές για μια Δημοκρατική Κοινωνία» (SDS), πραγματοποίησε πορεία στη λεωφόρο Ουάσινγκτον, εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, στην οποία συμμετείχαν 15.000-25.000 διαδηλωτές. Ο μεγάλος αυτός αριθμός εξέπληξε ακόμα και τους διοργανωτές της.
Αν και σε αρκετές εκατοντάδες κολέγια πραγματοποιούνταν φοιτητικές συνελεύσεις, οι περισσότερες Πανεπιστημιουπόλεις δεν συμμετείχαν σε τέτοιες εκδηλώσεις. Ωστόσο, μέσα στην κυβέρνηση των ΗΠΑ υπήρχαν αρκετοί που αντιλαμβάνονταν αυτές τις φοιτητικές κινητοποιήσεις ως μια σημαντική εξέλιξη, που θα ανέκοπτε την περαιτέρω κλιμάκωση του πολέμου.
Οι φοιτητικές διαμαρτυρίες ανησύχησαν την κυβέρνηση και γι’ αυτό ο πρόεδρος Τζόνσον αποφάσισε να κάνει μια σημαντική ομιλία για το Βιετνάμ στο Πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς, στις 7 Απριλίου, στην οποία προσπαθούσε να απαντήσει στις διαμαρτυρίες των φοιτητών του πανεπιστημίου.
Η ομιλία στο Τζον Χόπκινς ήταν το πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα του αντίκτυπου του αντιπολεμικού κινήματος. Ο Τζόνσον προσπαθούσε να σταθεροποιήσει την κοινή γνώμη υπέρ του πολέμου, τη στιγμή που οι Πανεπιστημιουπόλεις ενοχλούσαν την κυβέρνηση.
Το αντιπολεμικό κίνημα θα εμφανίζονταν και μόνο με τους βομβαρδισμούς εναντίον του Βόρειου Βιετνάμ, αλλά οι απώλειες των Αμερικανών στρατιωτών, τα πτώματα επέστρεφαν μέσα σε σάκους διακομιδής, ενέτεινε τη δημόσια αντίθεση προς τον πόλεμο.
Αυτό το κίνημα εναντίον των βομβαρδισμών, αλλά και γενικότερα, η εσωτερική κριτική που ασκούνταν εναντίον τους, συνέβαλε, κάπως, στην ανακοίνωση της απόφασης διακοπής τους, από τις 12 έως τις 17 Μαΐου του 1965. Στις 5 του μηνός αυτού, φοιτητές του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ έκαψαν το πρώτο δελτίο κατάταξης, ενώ άλλα 19 δελτία κάηκαν ύστερα από μια φοιτητική συνέλευση, που πραγματοποιήθηκε στο ίδιο πανεπιστήμιο. Τον Ιούνιο, 100.000 διαδηλωτές προσπάθησαν να σταματήσουν τρένο που μετέφερε στρατεύματα για το Βιετνάμ.
Περί τα τέλη Ιουλίου, ο Τζόνσον ανακοίνωσε το διπλασιασμό του αριθμού των νέων, που έπρεπε να καλούνται προς στράτευση κάθε μήνα, από 17.000 σε 35.000, ενώ στις 31 Αυγούστου υπέγραψε νόμο, που ποινικοποιούσε το κάψιμο του δελτίου στράτευσης.
Οι αντιπολεμικοί ακτιβιστές, μετά τη μικρή διακοπή του καλοκαιριού, διατήρησαν τη μαχητικότητά τους και οι διάσπαρτες φοιτητικές διαμαρτυρίες έγιναν μεγαλύτερο πρόβλημα για τον Τζόνσον, όταν οι συμμετέχοντες ενώθηκαν με άτυπες ομάδες, όπως την «Εθνική Επιτροπή για τη λήξη του πολέμου στο Βιετνάμ». Η Επιτροπή αυτή περιλάμβανε φιλελεύθερους, ριζοσπάστες, σοσιαλιστές και αντιδογματικούς κομμουνιστές.
Παράλληλα με τις αντιπολεμικές επιτροπές, υπήρχαν και άλλες ομάδες στα πανεπιστήμια, όπως παραρτήματα του SDS, οι Ενώσεις για την Αντίσταση στη Στράτευση, μαρξιστικές φοιτητικές οργανώσεις και ομάδες για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Σε πανεθνικό επίπεδο, οι φιλελεύθεροι, οι ριζοσπάστες και οι αντιδογματικοί κομμουνιστές σχημάτισαν την Εθνική Επιτροπή Κινητοποίησης (MOBE), η οποία άρχισε τη δράση της με τον σχεδιασμό φοιτητικών διαμαρτυριών, που θα καλύπτονταν από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, ώστε να διεξαχθεί στα μέσα αυτά μια συζήτηση ανάμεσα στους διαδηλωτές και την κυβέρνηση.
Το αντιπολεμικό κίνημα προκάλεσε τις παραιτήσεις πολλών κυβερνητικών αξιωματούχων. Αυτή η έξυπνα δημοσιοποιημένη αντιπαράθεση κατέστησε την αντιπολεμική προσπάθεια πιο αποδεκτή από την κοινή γνώμη.
Δεδομένου ότι οι υποστηρικτές του πολέμου ήταν ακόμη πιο δημοφιλείς, οι αντιπολεμικοί ακτιβιστές, για να αποκτήσουν την ευρύτερη λαϊκή αποδοχή, υιοθέτησαν τη θέση ότι ο αγώνας τους γίνεται για «την υποστήριξη των παιδιών μας στο Βιετνάμ».
Με αφετηρία την πορεία στην Ουάσινγκτον, οι ηγέτες του κινήματος, που ήταν ακόμα φοιτητές, διεύρυναν τις μεθόδους τους και αναζήτησαν νέους συμμάχους τα επόμενα δυο χρόνια. Στην «ημέρα για το Βιετνάμ», ένα συμπόσιο που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ, τον Οκτώβριο του 1965, συμμετείχαν χιλιάδες νέοι, που έσπευσαν να συζητήσουν για την ηθική βάση του πολέμου.
Οι συντάκτες των πανεπιστημιακών εντύπων διαμόρφωσαν δίκτυα πληροφόρησης, για τον συντονισμό των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας, ώστε να καταστούν πιο αποτελεσματικές. Δυο από αυτά τα έντυπα ήταν το «Συνδικάτο του Υπόγειου Τύπου» και η «Παροχή Απελευθερωμένων Ειδήσεων». Στις 15 Οκτωβρίου, η «Εθνική Επιτροπή για το σταμάτημα του πολέμου στο Βιετνάμ» οργάνωσε το πρώτο κάψιμο δελτίου κατάταξης, μετά τη θέσπιση του νέου νόμου, με αποτέλεσμα να γίνουν συλλήψεις από την Αστυνομία.
Τον Νοέμβριο, 25.000 διαδηλωτές περικύκλωσαν τον Λευκό Οίκο και το Λίκολν Μεμόριαλ. Η διαδήλωση έγινε, ακριβώς, την ημέρα που ο Τζόνσον ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αυξήσει τον αριθμό των Αμερικανών στρατιωτών στο Βιετνάμ από 120.000 σε 400.000.
Στη μαύρη κοινότητα, η αντίθεση στον πόλεμο ήταν ισχυρότερη, καθώς είχε αναπτυχθεί η συνείδηση ότι, ο ιμπεριαλισμός γενικά και ο πόλεμος ειδικότερα αποτελούσαν εκφράσεις του ρατσισμού. Στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ δραστηριοποιούνταν το Κίνημα για την Ελευθερία του Λόγου (FSM), το οποίο αποτελούσε τη γέφυρα ανάμεσα στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα και την αντιπολεμική σταυροφορία.
Ο Μοχάμεντ Άλι δεν αποδέχθηκε τον τίτλο του πρωταθλητή του μποξ, για να εκφράσει με αυτό τον τρόπο την εναντίωσή του στην πολιτική των ΗΠΑ και το 1966, μάλιστα, δήλωσε ότι αρνήθηκε να πάει στον πόλεμο στο Βιετνάμ, εξαιτίας της πρόσφατης μεταστροφής του στο Ισλάμ.
Ανάμεσα στα τέλη του καλοκαιριού του 1965 και το φθινόπωρο του 1966, η αμερικανική στρατιωτική προσπάθεια στο Βιετνάμ εντάθηκε εξαιτίας των αποφάσεων του Τζόνσον. Ο αριθμός των αεροπορικών εξορμήσεων εναντίον του Βόρειου Βιετνάμ αυξήθηκε πάλι, από 25.000 το 1965 σε 79.000 το 1966. Το αντιπολεμικό κίνημα αναπτυσσόταν αργά εκείνη την περίοδο, όπως και η άσκηση κριτικής στην κυβέρνηση από το Κογκρέσο και τα ΜΜΕ.
Το 1966, βετεράνοι του πολέμου του Βιετνάμ που επέστεψαν στην πατρίδα, διαμαρτύρονταν εναντίον του πολέμου και 100 από αυτούς προσπάθησαν να επιστρέψουν τα μετάλλιά τους στον Λευκό Οίκο, ο οποίος, όμως, τους τα γύρισε πίσω.
Την ίδια αυτή χρονιά, το κέντρο κατάταξης «Φορτ Χουντ 3», που εκπαίδευε και ανέπτυσσε στρατεύματα για το μέτωπο στο Βιετνάμ, έγινε γνωστό από τους αντιρρησίες στράτευσης, οι οποίοι όταν παρουσιάζονταν, δήλωναν ότι αρνούνται να υπηρετήσουν στο Βιετνάμ.
Το «ταραγμένο» 1967
Κατά την περίοδο των ετών 1966-1967, αναπτύχθηκαν ραγδαία οι οργανώσεις αντίστασης κατά της στράτευσης, ενώ συνεχίσθηκαν οι διαδηλώσεις εναντίον του πολέμου. Οι φοιτητές εξοργίσθηκαν όταν ανακάλυψαν ότι τα κολέγια διέκοπταν τις σπουδές των ακτιβιστών και κατόπιν ανέφεραν στα συμβούλια στράτευσης τα ονόματά τους, προκειμένου να τους καλέσουν, αμέσως, για κατάταξη.
Ο μύθος της ουδετερότητας των πανεπιστημίων κατέρρευσε και οι φοιτητές έπαιρναν θέσεις μάχης εναντίον των στρατολόγων και της εταιρείας «Dow Chemical», που κατασκεύαζε τη βόμβα ναπάλμ. Τότε, το υπουργείο Άμυνας έστειλε ομιλητές σε όλες τις Πανεπιστημιουπόλεις, οι οποίοι, όμως, αποδοκιμάζονταν από τους φοιτητές και μερικές φορές, απομακρύνονταν από το βήμα όπου μιλούσαν, με γιουχαΐσματα και συνθήματα.
Την άνοιξη του 1967, πάνω από 1.000 φιλειρηνιστές σε όλη τη χώρα, έστειλαν επιστολή στον υπουργό Άμυνας Ρόμπερτ Μακναμάρα, με την οποία του ζητούσαν να αναγνωρίσει τους «αντιρρησίες συνείδησης», που αρνούνταν να καταταγούν στον Στρατό για λόγους ηθικής.
Τον Ιούνιο, 10.000 φοιτητές πρότειναν στον υπουργό την ανάπτυξη ενός προγράμματος εναλλακτικής θητείας, για αυτούς που αντετίθεντο στη βία.
Μια σημαντική εξέλιξη, κατά την περίοδο μεταξύ των ετών 1965-1968, ήταν η ανάδειξη των ηγετών των κινημάτων για τα πολιτικά δικαιώματα ως ενεργών υποστηρικτών της ειρήνης. Τον Ιανουάριο του 1967, ο αιδεσιμότατος Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, σε άρθρο που έγραψε στην εφημερίδα «Ο υπερασπιστής του Σικάγου», εξέφρασε ανοιχτά την υποστήριξή του στο αντιπολεμικό κίνημα, που βασίζεται σε ηθικούς κανόνες.
Τις ίδιες απόψεις επανέλαβε και τον Απρίλιο, μιλώντας σε εκκλησία στη Νέα Υόρκη, όπου ανέφερε ότι ο πόλεμος απορροφούσε τα απαιτούμενα κονδύλια, που έπρεπε να χρηματοδοτούν τα εσωτερικά προγράμματα. Επίσης, εξέφρασε την ανησυχία του για το ποσοστό των απωλειών των Αφροαμερικανών, σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό.
Οι δηλώσεις του Κινγκ συσπείρωσαν τους Αφροαμερικανούς ακτιβιστές στον αντιπολεμικό αγώνα και έδωσαν μια νέα διάσταση στις ηθικές ενστάσεις κατά του πολέμου, που πρόβαλε το αντιπολεμικό κίνημα, η ειρηνική φάση του οποίου είχε φθάσει σε τέτοια ωριμότητα, ώστε ολόκληρο το έθνος αντιλαμβανόταν ότι τα θεμέλια της εξωτερικής πολιτικής αμφισβητούνταν.
Περί τα μέσα του 1967, πολλοί Αμερικανοί υποστήριζαν ότι η αρχική συμμετοχή στον πόλεμο είχε εξελιχθεί σε δαπανηρό λάθος. Μια ομάδα ανθρώπων που υποστήριζε τον πόλεμο ήταν τα «γεράκια», τα οποία ήθελαν να «λύσουν τα χέρια» των στρατηγών, ώστε να συνεχιστούν οι βομβαρδισμοί στο Βιετνάμ.
Όσοι, όμως, ασκούσαν κριτική στον Τζόνσον -τα λεγόμενα «περιστέρια»- ήταν πιο επεισοδιακοί. Τα «περιστέρια» ήταν εργάτες που εργάζονταν σε χειρωνακτικές εργασίες, οι οποίοι ήθελαν να τελειώσει ο πόλεμος, αμέσως. Αρχικά, ήταν πιο ομιλητικοί και αναγνωρίσιμοι από τα «γεράκια», καθώς έπαιρναν μέρος στις μεγάλες και καλά οργανωμένες διαμαρτυρίες. Ακόμη πιο θορυβώδεις ήταν οι επαναλαμβανόμενες αποχωρήσεις τους από τις συζητήσεις στα ΜΜΕ και τα συνέδρια του Δημοκρατικού Κόμματος.
Το 1967 εξελίχθηκε στη χειρότερη χρονιά της θητείας του Τζόνσον, αλλά και σε μια από τις πιο ταραχώδεις περιόδους στην αμερικανική ιστορία. Ο πόλεμος στη Νοτιοανατολική Ασία και οι συγκρούσεις στο εσωτερικό, στους δρόμους και στις Πανεπιστημιουπόλεις, κυριαρχούσαν στους τίτλους των ειδήσεων και στην προσοχή του Λευκού Οίκου.
Τον Αύγουστο του 1967, μια μαζική διαδήλωση 500.000 ανθρώπων πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη, ενώ το φθινόπωρο εκατοντάδες διαδηλωτές χτυπήθηκαν και δέχθηκαν επίθεση με αέρια που προκαλούσαν ασφυξία, στην πόλη Μάντισον της πολιτείας Γουισκόνσιν. Στο Ντιτρόιτ, οι διαδηλωτές κατέλαβαν ένα μεγάλο μέρος της πόλης για μια εβδομάδα και χιλιάδες στρατιώτες που κατευθύνονταν στο Βιετνάμ, εστάλησαν στην πόλη για να καταστείλουν την εξέγερση.
Τα κτήρια-σύμβολα του αμερικανικού έθνους, όπως το Πεντάγωνο και το Λίνκολ Μεμόριαλ, αλλά και η Γουόλ Στριτ, καθώς και το κτήριο του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών έγιναν στόχος των διαδηλωτών. Σε μια από αυτές τις πορείες, τον Οκτώβριο, οι διοργανωτές είχαν σχεδιάσει να ρίξουν 10.000 λουλούδια στο Πεντάγωνο, αλλά το σχέδιό τους απέτυχε, καθώς είχε διαρρεύσει σε μυστικούς πράκτορες. Δεν έχασαν, όμως, την ευρηματικότητά τους και διένειμαν τα λουλούδια στους διαδηλωτές, οι οποίοι στη συνέχεια τα τοποθέτησαν στις κάννες των όπλων των ανδρών της εθνοφρουράς. Στην πορεία αυτή, που διήρκησε δυο ημέρες, οι επικεφαλής της καλούσαν σε αντίσταση τους νέους και τους προέτρεπαν να επιστρέψουν τα δελτία κατάταξής τους.
Ο Τζόνσον, όπως και ο Νίξον αργότερα, αντιμετώπισε τους διαδηλωτές με μια σειρά νόμιμων αλλά και παράνομων περιορισμών, που περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, την οργάνωση διαδηλώσεων σε ορισμένες μόνο λεωφόρους, ύστερα από άδεια που χορηγούνταν, κατόπιν υποβολής αίτησης. Οι πικετοφορίες εξελίσσονταν σε μόνιμη σύγκρουση, στην οποία οι πρόεδροι δεν επικρατούσαν ολοκληρωτικά.
Η αντιπολεμική προσπάθεια απορρύθμισε την προεδρία του Τζόνσον και αποδιοργάνωσε την παραδοσιακή δομή της αμερικανικής κοινωνίας. Οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας των διαδηλωτών δεν «έπιασαν στον ύπνο» το Πεντάγωνο, το οποίο «πολιορκούσαν» ανηλεώς, ωστόσο οι ενέργειές τους συνέβαλαν στον επανακαθορισμό της αμερικανικής πολιτικής για το Βιετνάμ το 1968. Τα δυο μεγάλα πολιτικά κόμματα προσπάθησαν να προσεγγίσουν το αντιπολεμικό κίνημα.
Περί τα τέλη του 1967, οι γερουσιαστές Γιουτζίν Μακάρθι από τη Μινεσότα και ο Μπομπ Κένεντι, αδερφός του δολοφονημένου προέδρου, ανταγωνίζονταν για την ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος με συνθήματα, που καλούσαν σε διαπραγματεύσεις με τους Βορειοβιετναμέζους και τους Βιετκόγκ. Πολλοί φοιτητές που μετείχαν στις φοιτητικές διαμαρτυρίες μετείχαν στις εκλογικές διαδικασίες.
Το 1967 ήταν, επίσης, η χρονιά των χίπις, των ναρκωτικών και της μαζικής επίθεσης στην ηθική και τις αξίες. Η μαριχουάνα και το LSD άρχισαν να πλημμυρίζουν τις Πανεπιστημιουπόλεις. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η εκτεταμένη χρήση τους διάβρωσε το αντιπολεμικό κίνημα, αν και πολλοί ηγέτες του υποστήριζαν την ελεύθερη χρήση τους. Το καλοκαίρι της χρονιάς αυτής έγιναν, επίσης και εξεγέρσεις εναντίον της ρατσιστικής τρομοκρατίας σε 100 πόλεις των ΗΠΑ. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις δυσκόλευαν πιο πολύ τη θέση της κυβέρνησης, καθώς διογκώνονταν και ενισχύονταν από τα ΜΜΕ.
Με τη λαϊκή υποστήριξη προς το πρόσωπό του να εξασθενεί, ο Τζόνσον αντιπαρετίθετο, προβάλλοντας υπερβολικά κάποιες περιορισμένες νίκες που οι στρατιωτικοί διοικητές του υποστήριζαν ότι είχαν πετύχει στο Βιετνάμ. Αυτή η υπερεκτίμηση της προόδου του πολέμου διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία μιας εσωτερικής κρίσης, που ξέσπασε μετά την επίθεση του Τετ, στις αρχές του 1968.
Τετ: Το κομβικό σημείο
Οι Αμερικανοί συγκλονίστηκαν όταν πληροφορήθηκαν τη μαζική κομμουνιστική επίθεση του Τετ, στις 31 Ιανουαρίου του 1968. Οι φωτογραφίες νεκρών Αμερικανών στρατιωτών και οι σκηνές μαζικής καταστροφής, που προβάλλονταν, έντεχνα, από τα ΜΜΕ έσπειραν την αμφιβολία σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ως προς το αν άξιζε να συνεχιστεί ο πόλεμος ή αν έπρεπε να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις ειρήνης.
Ο μέσος Αμερικανός πίστευε, πλέον, ότι ο Τζόνσον εμφάνιζε την πρόοδο του πολέμου πολύ πιο σημαντική από ό,τι ήταν πράγματι, καθώς και ότι οι ΗΠΑ δεν θα νικούσαν στον πόλεμο τόσο γρήγορα, όσο ήλπιζε η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία τους.
Η σφαγή, τον Μάρτιο, από τα αμερικανικά στρατεύματα των κατοίκων του χωριού Μάι Λάι, που υποστήριζαν τους Βιετκόγκ και ο τρόπος παρουσίασής της από τα ΜΜΕ, υποδαύλισε, ακόμα περισσότερο την ένταση στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας. Η σφαγή που είχαν πραγματοποιήσει οι Βιετκόγκ στην πόλη Χούε, λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ήταν συγκριτικά πολύ μεγαλύτερη, ωστόσο οι Αμερικανοί ενδιαφέρονταν περισσότερο για τις ακρότητες των συμπατριωτών τους παρά των Βιετκόγκ. Η αμερικανική κοινή γνώμη μετατοπίστηκε εντυπωσιακά, με περισσότερο από το μισό του πληθυσμού να εκφράζει την αντίθεσή του στην κλιμάκωση του πολέμου.
Η διαφωνία αυτή εκφράστηκε με εκδηλώσεις βίας. Τον Απρίλιο του 1968, οι διαδηλωτές κατέλαβαν το κτήριο διοίκησης του Πανεπιστημίου της Κολούμπια και η Αστυνομία χρησιμοποίησε βία για να τους εκδιώξει. Ακολούθησαν επιδρομές στις συνεδριάσεις των συμβουλίων στράτευσης στη Βαλτιμόρη στο Μιλγουόκι και στο Σικάγο, όπου οι ακτιβιστές πασάλειφαν με αίμα τα μητρώα και κομμάτιαζαν τα αρχεία. Τα γραφεία και οι εγκαταστάσεις της εταιρείας «Dow Chemical», που κατασκεύασε τη βόμβα ναπάλμ, στοχοποιήθηκαν για πράξεις δολιοφθοράς.
Η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, κατά τη διάρκεια μιας εργατικής απεργίας στο Μέμφις (4 Απριλίου 1968), προκάλεσε εξεγέρσεις σε περισσότερες από 100 πόλεις. Ο θάνατός του δημιούργησε πολλά ερωτηματικά, καθώς ο Κινγκ καθοδηγούσε τους μαύρους εργάτες σε ειρηνικές εκδηλώσεις για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους και όχι στη χρήση βίας. Οι ακτιβιστές απέδωσαν τη δολοφονία του στον φόβο της άρχουσας τάξης για έναν ηγέτη που ενδεχομένως θα ενοποιούσε και θα συντόνιζε τους 20.000.000 μαύρους Αμερικανούς.
Στο Σικάγο, η Αστυνομία πυροβόλησε και σκότωσε έναν δωδεκάχρονο, που προσπαθούσε να ξεφύγει από την Αστυνομία, στην οποία ο δήμαρχος Ρίτσαρντ Ντέιλι είχε δώσει την εντολή «πυροβολήστε για να σκοτώσετε». Κατόπιν, ο Μπομπ Κένεντι, αδερφός του δολοφονημένου προέδρου Τζων Κένεντι, δολοφονήθηκε την ημέρα που κέρδισε τις προκριματικές των Δημοκρατικών στην Καλιφόρνια (5 Ιουνίου 1968) και ενώ ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα κέρδιζε το χρίσμα του κόμματός τους, ως υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ. Οι άγριες συγκρούσεις ανάμεσα στην Αστυνομία και τους αντιπολεμικούς ακτιβιστές στο εθνικό συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο, τον Αύγουστο, απεικόνιζαν με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τον διχασμό της αμερικανικής κοινωνίας και προανήγγειλαν μια συνεχιζόμενη αύξηση της εσωτερικής διαμάχης.
Οι Ρεπουμπλικανοί στην κυβέρνηση
Για πρώτη φορά, η άποψη της κοινής γνώμης ήταν ο κρίσιμος παράγοντας στη λήψη αποφάσεων για τον πόλεμο. Ο Τζόνσον ανταποκρίθηκε στα αιτήματα των ενεργών αντιπολεμικών δυνάμεων, ψελλίζοντας την αρχή του τέλους της αμερικανικής συμμετοχής στον πόλεμο. Τον Μάρτιο του 1968 εξήγγειλε τον περιορισμό της έκτασης των βομβαρδισμών και την πρόθεσή του να ξεκινήσει, άμεσα, διαπραγματεύσεις με το Βόρειο Βιετνάμ. Επίσης, απέσυρε την υποψηφιότητά του για την επανεκλογή του ως προέδρου στο συνέδριο των Δημοκρατικών. Το αμερικανικό έθνος προετοιμάστηκε να εκλέξει νέο πρόεδρο.
Το αντιπολεμικό κίνημα βοήθησε, έστω και ακούσια, τον Ρίτσαρντ Νίξον να κερδίσει τις εκλογές, τον Νοέμβριο του 1968, υπερισχύοντας του δημοκρατικού Χιούμπερτ Χάμφρεϊ. Καθώς η δύσκολη και αποτυχημένη θητεία του Τζόνσον έφθασε στο τέλος της, οι αντιπολεμικοί ακτιβιστές και οι Βιετναμέζοι ετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν τον καινούργιο αντίπαλό τους. Ο νέος πρόεδρος έδειξε κατ’ αρχήν εξωτερικά σημάδια συμπόρευσης με τα «γεράκια» και όχι με τα «περιστέρια». Όπως και πολλοί από τους συμβούλους του, ενοχλούνταν με το αντιπολεμικό κίνημα, δεδομένου ότι είχε πεισθεί για την παράταση του πολέμου.
Δεν μπορούσε να κατανοήσει ότι η νέα γενιά περιλάμβανε, ταυτόχρονα, γενναίους πεζοναύτες, χίπις και νέους που έκαιγαν τα δελτία στράτευσης. Ο Νίξον ανέλαβε την προεδρία, με ένα μυστικό σχέδιο, να τελειώσει τον πόλεμο.
Αν και τα περισσότερα «περιστέρια» δεν πίστευαν ότι ο νέος πρόεδρος θα το πραγματοποιούσε, ωστόσο είχαν αποφασίσει να του δώσουν χρόνο να το υλοποιήσει. Ο Νίξον επεδίωκε να αυξήσει την πίεση στους Βιετναμέζους κομμουνιστές, θέτοντας ένα τελεσίγραφο για συμβιβασμό, το οποίο κράτησε ολοκληρωτικά κρυφό από τον αμερικανικό λαό. Έτσι, ο αριθμός των άμαχων νεκρών αυξήθηκε στο τέλος του χειμώνα και την άνοιξη, αφού οι βομβαρδισμοί στο Βόρειο Βιετνάμ συνεχίστηκαν για άλλη μια φορά.
Οι αντιπολεμικοί ακτιβιστές δεν άργησαν να επαναλάβουν όσα έκαναν και κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τζόνσον. Ετοιμάστηκαν για μια άλλη εκστρατεία διαδηλώσεων και διεκδικήσεων με σκοπό να κερδίσουν τη συμμετοχή της μεσαίας τάξης, οι οποίες κορυφώθηκαν με τις πολύ πετυχημένες πορείες του Οκτωβρίου του 1969, σε όλη τη χώρα, γνωστές ως «Μορατόριουμ στο Βιετνάμ».
Το αντιπολεμικό κίνημα είχε διαδοθεί, ευρέως, ανάμεσα στα μάχιμα στρατεύματα στο Βιετνάμ, που άρχισαν να φορούν φιλειρηνικά σύμβολα και αναμνηστικά σήματα και να κάνουν τις χαρακτηριστικές κινήσεις χαιρετισμού. Μερικές μονάδες, επίσης, οργάνωσαν διαμαρτυρίες για να συνδεθούν με το κίνημα στην πατρίδα. Για παράδειγμα, μια μονάδα αρνήθηκε να λάβει μέρος στο γεύμα της «Ημέρας των Ευχαριστιών», όταν στις ΗΠΑ πραγματοποιούνταν η αντιπολεμική κινητοποίηση του Νοεμβρίου του 1969.
Ένα πρόβλημα του αντιπολεμικού κινήματος ήταν η δυσκολία του να υιοθετήσει «τολμηρές» ενέργειες, πέρα από τις διαμαρτυρίες και τις συμβολικές πράξεις, ώστε να εμποδίσει, πραγματικά, τον πόλεμο. Αντίθετα με τους φοιτητές των κολεγίων και τους άλλους πολίτες, τα στρατεύματα στο Βιετνάμ δεν είχαν τέτοιο πρόβλημα. Μεμονωμένες πράξεις εξέγερσης, όπως λιποταξίες και δολοφονίες αξιωματικών που διέταζαν την καταδίωξη και καταστροφή στόχων, κορυφώνονταν με ανταρσίες και μεγάλης έκτασης εξεγέρσεις.
Ο Νίξον φοβόταν ότι ο αμερικανικός λαός, καθοδηγούμενος από το γεμάτο αυτοπεποίθηση αντιπολεμικό κίνημα, θα απαιτούσε την άμεση απόσυρση των στρατευμάτων των ΗΠΑ από το Βιετνάμ, από τον χρόνο που αυτός σχεδίαζε. Ο Χένρι Κίσινγκερ, ο πιο σημαντικός σχεδιαστής της πολιτικής για το Βιετνάμ, ζήτησε από την ειρηνιστική ομάδα των Κουάκερς (=Αμερικανική Κοινωνία των Φίλων), να δώσουν στον Νίξον προθεσμία έξι μηνών και αν δεν τέλειωνε ο πόλεμος μέσα σε αυτό το διάστημα «θα μπορούσαν να επιστρέψουν και να κατεδαφίσουν τον Λευκό Οίκο». Μάλιστα, στις 15 Δεκεμβρίου, ο Νίξον ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αποσύρει μια πλεονάζουσα δύναμη 50.000 ανδρών από το Βιετνάμ.
Τον Απρίλιο του 1970, ο Νίξον ρίσκαρε με την προοπτική να κερδίσει χρόνο για τη βιετναμοποίηση (ονομάσθηκε η πολιτική, σύμφωνα με την οποία το βάρος αντιμετώπισης του Ανόι, έπρεπε, εφεξής, να περάσει στους ώμους της Σαϊγκόν), βομβαρδίζοντας τις οδούς μεταφοράς των πολεμοφοδίων, που βρίσκονταν στο έδαφος της Καμπότζης (επιχείρηση «Μπρέκφαστ»), έστω και αν συνεχίζονταν οι διαμαρτυρίες, που γνώριζε ότι θα προκαλούσαν οι ενέργειές του.
Το ρίσκο του απέτυχε, όταν οι ανεπαρκώς εκπαιδευμένοι εθνοφρουροί σκότωσαν 4 σπουδαστές και τραυμάτισαν 16, στο κρατικό Πανεπιστήμιο του Κεντ, στις 4 Μαΐου του 1970. Το θλιβερό αυτό συμβάν προκάλεσε τέτοιες διαμαρτυρίες, που η Ουάσινγκτον ουδέποτε είχε αντιμετωπίσει μέχρι τότε. Το κύμα των διαδηλώσεων σε εκατοντάδες κολέγια και Πανεπιστημιουπόλεις παρέλυσε το σύστημα της ανώτατης εκπαίδευσης. Η τραγωδία στην πολιτεία του Κεντ ήταν ο σπινθήρας για την εξέγερση των Πανεπιστημιουπόλεων σε όλη τη χώρα. Ανάμεσα στις 4 και στις 8 Μαΐου, οι Πανεπιστημιουπόλεις γνώρισαν, κατά μέσο όρο, 100 διαδηλώσεις την ημέρα, 350 τελούσαν υπό κατάληψη, 536 κολέγια έκλεισαν, ενώ σε 73 κολέγια, οι σπουδαστές τους προέβησαν σε βίαιες ενέργειες, κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεών τους. Εκείνο το Σαββατοκύριακο, 100.000 συγκεντρώθηκαν στην Ουάσινγκτον για να διαμαρτυρηθούν. Μέχρι τις 12 Μαΐου, πάνω από 150 κολέγια τελούσαν υπό κατάληψη.
Πολλές από τις δραστηριότητες του Νίξον, κατά τη διάρκεια της δεύτερης εβδομάδας του Μαΐου, περιστρέφονταν γύρω από την κρίση στην πολιτεία του Κεντ. Στις 6 Μαΐου συναντήθηκε με αντιπροσωπεία του πανεπιστημίου. Παρά την πλημμυρίδα χιλιάδων ανθρώπων έξω από τον Λευκό Οίκο, η κυβέρνηση δεν σταμάτησε τις ενέργειές της για συνέχιση του πολέμου στο Βιετνάμ. Αν και ο Νίξον ισχυριζόταν ότι τα ΜΜΕ δεν απεικόνιζαν με ακρίβεια τις σοβαρές προθέσεις του για το Βιετνάμ, ωστόσο τα αρχεία του δεν αποκαλύπτουν κάποια σοβαρή διαπραγμάτευση με την Καμπότζη, το Βιετνάμ ή την πολιτεία του Κεντ, εκείνη την περίοδο.
Η παρακμή του αντιπολεμικού κινήματος
Καθώς η κυβέρνηση του Νίξον προσπαθούσε να συμβιβάσει, κάπως, τα πράγματα τις εβδομάδες μετά την κρίση, μια θεαματική πτώση του αντιπολεμικού κινήματος παρατηρήθηκε μόλις έκλεισαν τα κολέγια, κατά τους θερινούς μήνες. Η πανεθνική απάντηση στην εισβολή των αμερικανικών στρατευμάτων στην Καμπότζη και στις δολοφονίες στην πολιτεία του Κεντ ήταν οι τελευταίες λαϊκές εκδηλώσεις που είχαν μεγάλο αντίκτυπο στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Ο Νίξον και οι σύμβουλοί του άρχισαν να σχεδιάζουν νέες και ακόμα πιο έντονες επιθέσεις εναντίον του κινήματος, έστω και αν αισθάνονταν «μικροσκοπικοί» εξαιτίας της ταυτόχρονης πίεσης που δέχονταν από τα ΜΜΕ και το Κογκρέσο.
Μετά το καλοκαίρι του 1970, ο αριθμός και το μέγεθος των πορειών μειώθηκαν, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των ΜΜΕ. Για τον Νίξον, το έθνος είχε κορεστεί με τις πορείες, τις απεργίες, τα μποϊκοτάζ και τις άλλες μορφές ακτιβισμού, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δυο ετών της διακυβέρνησής του. Κάποιοι επέμειναν ακόμα να διαδηλώνουν, ιδιαίτερα όταν στις 7 Αυγούστου του 1970, ένας νέος ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν σκοτώθηκε, όταν το κτήριο στο οποίο εργάζονταν τυλίχτηκε στις φλόγες. Αλλά οι συγκεντρώσεις των «περιστεριών» δεν προσέλκυαν, πλέον, το ενδιαφέρον. Κι ενώ το αντιπολεμικό κίνημα διαλύονταν, ο Νίξον αναδεικνύονταν σε δημοφιλή πολιτικό. Στις 16 Σεπτεμβρίου, μάλιστα, εμφανίστηκε να εμψυχώνει τα πλήθη στο κρατικό Πανεπιστήμιο του Κάνσας.
Το αντιπολεμικό κίνημα φαίνεται ότι είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του. Μεταξύ των ετών 1969-1973, ήταν ταυτόχρονα ισχυρό, αλλά και με λιγότερη συνοχή. Οι περισσότεροι Αμερικανοί εξέφραζαν την αντίθεσή τους, μαζικά, στην κλιμάκωση του ρόλου των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, καθώς πίστευαν ότι το οικονομικό κόστος ήταν πολύ υψηλό. Το Νοέμβριο του 1969, μια δεύτερη πορεία στην Ουάσινγκτον συγκέντρωσε 500.000 διαδηλωτές.
Παράλληλα, όμως, αποδοκίμαζαν το κίνημα της αντικουλτούρας, που είχε εξαπλωθεί, πλευρίζοντας το αντιπολεμικό κίνημα. Τα καλοντυμένα και επιβλητικά στελέχη του SDS, που είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον Μακάρθι, είχαν υποκατασταθεί στην ηγεσία του κινήματος. Οι αντικαταστάτες τους, γνωστοί ως χίπις, αντιμετώπισαν την καθολική αντίθεση της αμερικανικής μεσαίας τάξης, η οποία δεν μπορούσε να εξοικειωθεί με την κουλτούρα των μακριών μαλλιών, της περιστασιακής χρήσης ναρκωτικών και της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Η πολιτιστική και πολιτική διαμαρτυρία συνυπήρχε, αλληλένδετα, μέσα στην πρωτοπορία του κινήματος.
Οι νέοι ηγέτες ήταν πολύ τραχείς, χαιρετούσαν με χλευασμό και σαρκασμό τους στρατιώτες που επέστρεφαν από τον πόλεμο και τους αποδοκίμαζαν, όταν τους έβλεπαν στα αεροδρόμια και στους δρόμους. Η παράδοξη κατάσταση που προέκυψε ήταν ότι οι Αμερικανοί υποστήριζαν τον αντιπολεμικό αγώνα, ωστόσο αντετίθεντο στους ηγέτες, στις μεθόδους και στην κουλτούρα της διαμαρτυρίας.
Το αντιπολεμικό κίνημα πρωταγωνίστησε έμμεσα στην έκβαση του πολέμου στο Βιετνάμ. Η υπόθεση «Γουοτεργκέιτ» υπέσκαψε την προεδρία του Νίξον και κυριάρχησε στην πολιτική του καριέρα, μέχρι την παραίτησή του το 1974. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ήταν πολύ αδύναμος για να αναμετρηθεί με το Κογκρέσο στο ζήτημα της ανανέωσης της αμερικανικής στρατιωτικής συμμετοχής στο Βιετνάμ. Στα τέλη Ιανουαρίου του 1973, αποχώρησαν από το Βιετνάμ τα τελευταία αμερικανικά στρατεύματα. Καθώς η κρίση στο Νότιο Βιετνάμ, στα μέσα του 1974 βάθυνε, ο νέος πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ, επεδίωκε να αυξήσει τη στρατιωτική βοήθεια προς το καθεστώς της Σαϊγκόν, που παρέπαιε.
Το Κογκρέσο απέρριψε τα αιτήματά του, αφού η ικανοποίησή τους συνεπάγονταν εκροή χρημάτων από τα δημόσια ταμεία, αλλά και απώλειες Αμερικανών στρατιωτών στη μακρινή Ινδοκίνα. Κατά τα έτη 1974-1975, ο αμερικανικός λαός και το αντιπολεμικό κίνημα, καθοδηγούμενοι από το Κογκρέσο και τα ΜΜΕ, ασκούσαν έντονη αντιπολιτευτική κριτική στα επιχειρήματα για περισσότερα οικονομικά και στρατιωτικά κονδύλια προς το Βιετνάμ.
Ανάμεσα στις πιο πειστικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν για το αντιπολεμικό κίνημα ήταν ότι άσκησε, άμεσα, πιέσεις στους Τζόνσον και Νίξον και συνέβαλε στο τέλος των πολιτικών τους. Επίσης, ότι άσκησε πιέσεις, έμμεσα, στρέφοντας την αμερικανική κοινή γνώμη εναντίον του πολέμου. Δεν λείπουν και οι απόψεις ότι ενθάρρυνε τους Βορειοβιετναμέζους να διεξαγάγουν ένα μακρύ πόλεμο, σε σημείο τέτοιο, ώστε να αναγκάσουν τους Αμερικανούς να ζητήσουν την απόσυρση των στρατευμάτων τους από τη Νοτιοανατολική Ασία.
Ακόμη ότι επηρέασε την πολιτική και στρατιωτική στρατηγική και επιβράδυνε την επιρροή των «γερακιών». Είναι σαφές ότι το αντιπολεμικό κίνημα και η αντιπολεμική κριτική που ασκούσαν το Κογκρέσο και τα ΜΜΕ είχαν σημαντικό αντίκτυπο στον πόλεμο στο Βιετνάμ. Από την αρχή της συμμετοχής των ΗΠΑ στις υποθέσεις της Ινδοκίνας, το αντιπολεμικό κίνημα που αναπτύχθηκε το διάστημα 1965-1971 ήταν το πιο σημαντικό κίνημα αυτού του είδους στην ιστορία του αμερικανικού έθνους.
Οι μαζικές διαδηλώσεις των φοιτητών των κολεγίων σε όλη τη χώρα και η γενικότερη αντίθεση των Αμερικανών στον πόλεμο αποτέλεσαν κομβικά σημεία στην πολεμική προσπάθεια στο Βιετνάμ. Κατά διαστήματα, οι εκδηλώσεις τους, όπως προβάλλονταν από τα ΜΜΕ, είχαν δημιουργήσει ένα αίσθημα πατριωτικής υστερίας στους αντιπάλους τους. Συνολικά, όμως, το κίνημα έφθειρε την υποστήριξη του αμερικανικού λαού προς τους Τζόνσον και Νίξον, ειδικά από τους ενημερωμένους πολίτες. Όσοι ηγούνταν του αντιπολεμικού κινήματος, των ΜΜΕ και των εξεγέρσεων στις Πανεπιστημιουπόλεις, προβάλλοντας όσους εναντιώνονταν στον πόλεμο στο Βιετνάμ, παρεμπόδισαν, ουσιαστικά, την ενδυνάμωση των στρατιωτικών προσπαθειών της Ουάσινγκτον.
Το πρόβλημα της στράτευσης στις ΗΠΑ
Για περισσότερα από 50 χρόνια, η υπηρεσία επιλογής στρατευσίμων και οι προϋποθέσεις κατάταξης των Αμερικανών στον Στρατό, λειτουργούσαν ως ένα σύστημα εφεδρείας που παρείχαν ανθρώπινο δυναμικό στις Ένοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ. Ο πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ θέσπισε την επιλεκτική εκπαίδευση και υπέγραψε τον νόμο περί Στρατιωτικής Υπηρεσίας, το 1940, με τον οποίο καθιερώθηκε για πρώτη φορά η υποχρεωτική στράτευση και τυπικά, η υπηρεσία επιλογής στρατευσίμων ως ανεξάρτητη ομοσπονδιακή υπηρεσία.
Από το 1948 έως το 1973, κατά τη διάρκεια περιόδων ειρήνης, αλλά και πολέμου, οι άνδρες καλούνταν να συμπληρώσουν τα κενά στις Ένοπλες Δυνάμεις, που δεν μπορούσαν να καλυφθούν με την εθελοντική κατάταξη.
Ωστόσο, όταν άρχισε η αμερικανική εμπλοκή στον πόλεμο στο Βιετνάμ, μόνο ένα μικρό μέρος όλων των ανδρών, που βρίσκονταν στην ηλικία στράτευσης, κατατάσσονταν, καθώς το Γραφείο Επιλεκτικής Υπηρεσίας, σε κάθε περιοχή, είχε διακριτική ευχέρεια για να κατατάσσει ή να εξαιρεί τους υποψήφιους, δεδομένου ότι δεν υπήρχε σαφής οδηγία που να καθορίζει τις περιπτώσεις απαλλαγής.
Στις 1 Δεκεμβρίου του 1969, ένα σύστημα επιλογής των στρατευσίμων με κλήρο, υιοθετήθηκε από το Εθνικό Αρχηγείο της Υπηρεσίας επιλογής στην Ουάσινγκτον. Με το σύστημα αυτό θα επιλεγόταν η στρατεύσιμη σειρά για κατάταξη, κατά το ημερολογιακό έτος 1970 και αφορούσε όσους είχαν γεννηθεί ανάμεσα στις 1 Ιανουαρίου του 1944 και 31 Δεκεμβρίου του 1950. Τότε, 366 μπλε σφαιρίδια, που περιείχαν τις ημερομηνίες γέννησης, τοποθετήθηκαν σε ένα μεγάλο γυάλινο βάζο, για να τραβηχτούν με το χέρι και να καθορίσουν τη σειρά κλήσης, όλων των ανδρών, ηλικίας 18-26 ετών, σύμφωνα με τον νόμο περί επιλεκτικής εκπαίδευσης.
Η διαδικασία καλύφθηκε ζωντανά από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Ο πρώτος κλήρος, τον οποίο τράβηξε το μέλος του Κογκρέσου Αλεξάντερ Πιρίν, περιείχε την ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου και συνεπώς όλοι οι άνδρες που γεννήθηκαν στις 14 Σεπτεμβρίου, μεταξύ των ετών 1944-1950, προσδιορίσθηκαν ως ο αριθμός κλήρου.
Η κλήρωση συνεχίστηκε μέχρι που όλες οι ημέρες του έτους αντιστοιχήθηκαν στους αριθμούς των κλήρων. Για το έτος 1971, κληρώθηκε η ημερομηνία 9 Ιουλίου. Το 1973, η υποχρεωτική στράτευση σταμάτησε και ο Στρατός των ΗΠΑ μετατράπηκε, τότε, σε ολοκληρωτικά εθελοντικό. Οι προϋποθέσεις κατάταξης ανεστάλησαν τον Απρίλιο του 1975, αλλά επαναφέρθηκαν, ξανά, το 1980, από τον πρόεδρο Κάρτερ, ως απάντηση στη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν.
Οι αρνητές στράτευσης
Καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ, 209.517 νέοι κατηγορήθηκαν, επίσημα, για παραβίαση των νόμων περί υποχρεωτικής στράτευσης. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι υπολογίζουν ότι άλλοι 360.000, ουδέποτε κατηγορήθηκαν, τουλάχιστον επίσημα. Από τους 209.517, οι 8.750 καταδικάστηκαν και λιγότεροι από 4.000 φυλακίστηκαν.
Ο αριθμός των ατόμων που διώχθηκαν ποινικά για αδικήματα, τα οποία σχετίζονταν με την αντίθεσή τους στον πόλεμο στη Νοτιοανατολική Ασία, δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί. Οι περισσότερες εκτιμήσεις αναφέρονται, γενικά, σε «κατηγορίες για απουσία», χωρίς να διακρίνουν μεταξύ «αδικαιολόγητης απουσίας» (AWOL) και «εγκατάλειψης».
Ωστόσο, τόσο τα ποσοστά για «αδικαιολόγητη απουσία», όσο και για «εγκατάλειψη» ήταν ιδιαίτερα ψηλά κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ και τα έτη 1971 και 1972 έφθασαν στο αποκορύφωμά τους. Συνολικά, το Πεντάγωνο κατέγραψε 1.500.000 τέτοια περιστατικά. Η κυβέρνηση Φορντ εκτιμά τον πραγματικό αριθμό τους σε 550.000, ενώ το Πεντάγωνο σε 500.000.
Ο αριθμός των αρνητών της υποχρεωτικής στράτευσης και του Στρατού που πήγαν εξορία, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ποικίλλει ευρέως. Είναι σίγουρο, όμως, ότι περίπου 100.000 από αυτούς, δηλαδή το 90%, πήγε στον Καναδά. Οι υπόλοιποι κατέφυγαν στη Σουηδία, αλλά και στην Ιαπωνία.
Οι «New York Times» υπολογίζουν ότι 25.000 περίπου αρνητές στράτευσης παραμένουν στον Καναδά, αν και ο αριθμός αυτός φαίνεται ιδιαίτερα υψηλός. Όσοι επιστρέφουν στις ΗΠΑ ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κάποια μορφή τιμωρίας, αφού ουδεμία καθολική αμνηστία έχει χορηγηθεί, μέχρι σήμερα, ενώ τα δυο περιορισμένα προγράμματα απαλλαγής, που εφαρμόστηκαν κατά τη δεκαετία του 1970, έληξαν πολλά χρόνια πριν.
Από το 1964 έως το 1973, 27.000.000 Αμερικανοί βρέθηκαν στην ηλικία της υποχρεωτικής στράτευσης. Η πλειοψηφία αυτών δεν κατατάχτηκε εξαιτίας αναβολής που τους χορηγήθηκε για λόγους σπουδών, επαγγελματικούς, ιατρικούς ή κατάταξης στην εθνική φρουρά.
Οι περισσότεροι παρέτειναν τις σπουδές τους, μέχρι να συμπληρώσουν το 26ο έτος ή και παντρεύονταν για να έχουν απαλλαγή καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Κάποιοι άλλοι προσέφευγαν σε ιδιώτες ιατρούς, οι οποίοι τους έκριναν ανίκανους για στράτευση, για κάποιον ιατρικό λόγο, παρά το γεγονός ότι οι στρατιωτικοί ιατροί είχαν διαφορετική άποψη.
Η εγκυρότητα των πιστοποιητικών περί ανικανότητας προς στράτευση αμφισβητήθηκε έντονα, αφού, μάλιστα, χορηγούνταν σε νέους με ισχυρές πολιτικές και οικονομικές διασυνδέσεις. Μια σίγουρη απαλλαγή δίδονταν σε όσους δήλωναν ομοφυλόφιλοι. Ωστόσο, λίγοι άνδρες προέβαιναν σε τέτοια δήλωση, αφού το στίγμα θα τους ακολουθούσε σε όλη τη ζωή τους. Επίσης, και ο ισχυρισμός για διάπραξη ορισμένων εγκλημάτων παρείχε αποκλεισμό από τη στράτευση.
Όταν έληγαν οι αναβολές λόγω σπουδών στο κολέγιο, η ένταξη στην εθνική φρουρά ήταν ένας προσφιλής τρόπος για να αποφυγή της θητείας στο Βιετνάμ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το 80% των μελών της φρουράς ομολογούσαν ότι το έκαναν για να αποφύγουν τη στράτευση.
Το 1968, η φρουρά είχε μια λίστα αναμονής, περισσοτέρων από 100.000. Το ποσοστό αποφοίτων κολεγίων, που αιτούνταν να ενταχθούν στην εθνική φρουρά ήταν τριπλάσιο από αυτό που ο Στρατός είχε ανάγκη. Οι μαύροι αποτελούσαν λιγότερο από το 1,5% των ανδρών της εθνικής φρουράς. Στο Μισισιπί, αν και το 42% του πληθυσμού ήταν μαύροι, μόνο ένας υπηρετούσε στην εθνική φρουρά, σε σύνολο περισσοτέρων από 10.000 ανδρών.
Τελικά, μόνο το 40% των 27.000.000 νέων κατατάχτηκε και υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία και μια μικρή μειοψηφία, 2.500.000 άνδρες (το 10% περίπου αυτών που είχαν επιλεγεί για υποχρεωτική στράτευση), εστάλησαν στο Βιετνάμ. Όπως ήταν φυσικό, η μικρή αυτή μειοψηφία προέρχονταν, κυρίως, από την εργατική τάξη και τα αγροτικά στρώματα. Ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν 19 ετών. Το 85% των στρατευμάτων αποτελούνταν από απλούς στρατιώτες και το 15% από αξιωματικούς.
Οι περισσότεροι στρατιώτες είχαν γυμνασιακή μόρφωση ή και χαμηλότερη. Κατά τα έτη 1965 και 1966, οι απόφοιτοι κολεγίων αποτελούσαν μόνο το 2% των εκατοντάδων χιλιάδων στρατευμένων. Η διαφορά, όσον αφορά τις ανώτερες οικονομικά τάξεις, ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή. Από τους 1.200 απόφοιτους του Χάρβαρντ το 1970, μόνο 2 πήγαν στο Βιετνάμ.
Οι σπουδαστές των κολεγίων που δεν γίνονταν αξιωματικοί, αναλάμβαναν καθήκοντα σε μη μάχιμες υπηρεσίες. Οι «απόβλητοι» του εκπαιδευτικού συστήματος, (οι «χαμηλής» μόρφωσης δηλαδή) ήταν τρεις φορές πιο πιθανό να σταλούν σε μάχιμες μονάδες, οι οποίες πολεμούσαν και είχαν απώλειες.
Τέλος, οι μαύροι στρατιώτες, που προέρχονταν κι αυτοί από την εργατική τάξη, συγκροτούσαν το 12% των στρατευμάτων και από αυτούς, το 25% ή και περισσότεροι υπηρετούσαν σε μάχιμες μονάδες.