Αρχικά ο κόσμος των Βίκινγκς εξαπλωνόταν στις απέραντες εκτάσεις της Σκανδιναβίας. Αργότερα όμως απέκτησαν και υπερπόντιες αποικίες, με τις οποίες συνδέονταν διά θαλάσσης.

Εγκαταστάσεις των Βίκινγκς έχουν εντοπιστεί από τη Νέα Γη (Νew Foundland) του Καναδά μέχρι το Νοβγκορόντ της Ρωσίας και από το βόρειο ακρωτήριο της Νορβηγίας έως τη Νορμανδία της Γαλλίας.

Η περίοδος των Βίκινγκς άρχισε όταν αυτοί επιδόθηκαν σε πειρατείες τις τελευταίες δύο δεκαετίες του 8ου αιώνα μ.Χ. Οι επιδρομές συνεχίστηκαν τον 9ο και 10ο αιώνα, ενώ λιγόστεψαν τον 11ο αιώνα, όταν οι Βίκινγκς άρχισαν να εκχριστιανίζονται. Κατά τη διάρκεια αυτών των τριών αιώνων, πολλοί κάτοικοι της Σκανδιναβίας παρέμειναν γεωργοί, κυνηγοί, ψαράδες και τεχνίτες. Όμως και αυτοί συνέβαλαν στην πραγματοποίηση των υπερπόντιων πειρατικών επιχειρήσεων.

Για την εκτέλεση των επιδρομών έπρεπε να ναυπηγηθούν πλοία και να κατασκευαστούν όπλα. Επίσης, έπρεπε να συγκεντρωθούν τρόφιμα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, πολλές άλλες προμήθειες, καθώς και τα είδη που απαιτούντο για τις εμπορικές συναλλαγές.

Η οικονομία των σκανδιναβικών χωρών δεν ήταν ίδια σε όλες τις χώρες. Η Δανία, η οποία σήμερα αποτελείται από τη χερσόνησο της Γιουτλάνδης και τα μεγάλα νησιά Σγάελαντ και Φιν, κατά την περίοδο των Βίκινγκς περιλάμβανε και τις νότιες επαρχίες της Σουηδίας Σκάνε, Χάλαντ και Μπλέκινγκε. Τότε, η χώρα καλυπτόταν από πυκνά δάση βαλανιδιάς και οξιάς. Μόνο λίγα εδάφη της Δανίας ήταν κατάλληλα για αγροτικές καλλιέργειες.

Οι Δανοί βασιλείς κατοικούσαν στο Ρόσκιλντε που βρίσκεται στο έφορο νησί Σγάελαντ. Επειδή οι αγροτικές καλλιέργειες δεν επαρκούσαν για όλους, οι Δανοί στράφηκαν στη θάλασσα.

Το εμπόριο με τη Γερμανία γινόταν μέσω των κοινών συνόρων, εκεί όπου συνδέεται η χερσόνησος της Γιουτλάνδης με τη βόρεια Γερμανία.

H Σουηδία, από την πλευρά της, διέθετε μεγάλη ποικιλία εδαφών, με διαφορετικό γεωγραφικό ανάγλυφο και κυμαινόμενες κλιματολογικές συνθήκες.

Βόρεια της επαρχίας Σκάνε, η χαμηλή πεδιάδα της Σμάλαντ δεν προσφερόταν για καλλιέργειες, ήταν αραιοκατοικημένη και αποτελούσε το φυσικό σύνορο με τη Δανία της περιόδου των Βίκινγκς. Στην κεντρική Σουηδία, η οποία καλύπτεται μέχρι σήμερα από μεγάλα δάση και διαθέτει γόνιμα εδάφη, κατοικούσαν οι Σβέαρ και οι Γκοετάρ.

Οι πρώτοι κατοικούσαν στην επαρχία Ούπλαντ και είχαν πρωτεύουσα την παλιά Ουπσάλα. Οι Γκοετάρ ζούσαν ανατολικά της λίμνης Βαενέρ. Κατά την περίοδο που έδρασαν οι Βίκινγκς άκμασε και το νησί Γκότλαντ, το οποίο βρίσκεται στη Βαλτική Θάλασσα.

Στη Φινλανδία, η οποία εκτείνεται ανατολικά της Βαλτικής, στην αρχή της περιόδου των Βίκινγκς άρχισαν να εγκαθίστανται και Σουηδοί.

Η Φινλανδία χαρακτηρίζεται από 55.000 λίμνες, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της καλύπτεται από δάση. Στην πεδιάδα που βρίσκεται κατά μήκος του Βοθνικού κόλπου και του κόλπου της Φινλανδίας είχαν εγκατασταθεί παλαιότερα οι Φινλανδοί, με τους οποίους αναμίχθηκαν οι Σουηδοί άποικοι.

Στη Νορβηγία, τα βουνά που ξεκινούν και υψώνονται από τις ακτές των φιόρδ αναγκάζουν τους λίγους κατοίκους της χώρας να στραφούν προς τη θάλασσα. Οι εγκαταστάσεις των Νορβηγών περιορίζονται στις μικρές ζώνες των γόνιμων εδαφών στον μυχό των φιορδ, τα οποία σχηματίστηκαν από τις αποθέσεις των ποταμών που εκβάλουν εκεί. Το μεγάλο φιόρδ Όσλοφιορδ ή Βίκιν διαθέτει δύο σχεδόν επίπεδες λεκάνες απορροής, την Όστερνταλ και την Γκούντμπραντσνταλ.

Στα βόρεια αυτών των πεδιάδων βρίσκεται η πλούσια αγροτική περιοχή Τρόντελαγκ, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την περίοδο των Βίκινγκς.

Το ποικιλόμορφο γεωγραφικό ανάγλυφο της Σκανδιναβίας καθόρισε και την πορεία των μετακινήσεων των Βίκινγκς.

Οι Νορβηγοί στράφηκαν προς τη Δύση και έφθασαν στα νησιά Σέτλαντ, Όρκνυ και στις ακτές της Σκωτίας. Από εκεί μετακινήθηκαν προς τις Εβρίδες (στις δυτικές ακτές της Σκωτίας), την Ιρλανδία και την Ισλανδία.

Οι Σουηδοί, όπως και μερικοί Δανοί, κινήθηκαν προς ανατολάς και εγκαταστάθηκαν στις ανατολικές ακτές της Βαλτικής. Με αυτό τον τρόπο ήλθαν σε επαφή με τον μουσουλμανικό κόσμο της Ανατολής διαμέσου του ποταμού Βόλγα.

Το κύριο ρεύμα των Δανών μετακινήθηκε προς τις νότιες ακτές της Βόρειας Θάλασσας και κυρίως προς τα μέρη όπου ζούσαν οι Φρίσιοι. Τα πλούτη που διέθεταν οι Φρίσιοι παρακίνησαν τους Δανούς Βίκινγκς να αρχίσουν τις επιδρομές και να λεηλατήσουν πολλές φορές την πρωτεύουσα της Φρισίας, Ντόρεσταντ. Συνεχίζοντας τις επιδρομές προς δυσμάς, λεηλάτησαν τις ακτές της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ιρλανδίας.

Η κύρια περιοχή στην οποία εγκαταστάθηκαν οι Δανοί ήταν η ανατολική Αγγλία.

Οι λόγοι για τους οποίους οι Σκανδιναβοί ξεχύθηκαν από την πατρίδα τους προς την Ευρώπη, την Ασία και την Αμερική είναι άγνωστοι. Πιθανότατα η αναζήτηση πλούτου με τη μορφή πολύτιμων μετάλλων, δούλων, αγαθών ή εκτάσεων γης.

Επίσης, η αύξηση του πληθυσμού στη Σκανδιναβία, ενδεχομένως να εξανάγκασε τους Βίκινγκς να στραφούν προς το εξωτερικό. Αλλά και δυναστικές έριδες καθώς και η εγκαθίδρυση της βασιλικής ισχύος, ίσως να υποχρέωσαν κάποιους δυσαρεστημένους να αναζητήσουν την τύχη τους στα ξένα. Ωστόσο, η καλή ποιότητα των πλοίων τους ήταν αυτή που τους παρακίνησε να αναλάβουν αυτές τις ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις.

Από την πρώτη στιγμή που οι Βίκινγκς άρχισαν τις επιδρομές, έφεραν σε απόγνωση τα θύματά τους. Στην Αγγλία ονομάζοντο «σφήκες με κεντριά» και «φοβεροί λύκοι», ενώ στην Ιρλανδία τους θυμόντουσαν ως «ανελέητους, καταραμένους, απόκοσμους και άθεους».

Οι Βίκινγκς επέπεσαν με μένος εναντίον της πλούσιας Εκκλησίας και οι κύριοι στόχοι τους ήταν τα μοναστήρια.

Τα μοναστήρια είχαν συγκεντρώσει εκκλησιαστικούς θησαυρούς και πολύτιμα αναθήματα. Επίσης, οι μονές διέθεταν τρόφιμα και κρασί. Εκτός αυτού διέθεταν μεγάλο πληθυσμό, οι δε μοναχοί, οι μοναχές και οι επίσκοποί τους, εάν αιχμαλωτίζονταν μπορούσαν να καταβάλουν λύτρα για να απελευθερωθούν.

Όπως είπαμε όμως η επιτυχία των επιδρομών των Βίκινγκς οφείλεται κατά κύριο λόγο στις εξαιρετικές ιδιότητες των πλοίων τους αλλά και στη ναυτοσύνη των ανδρών. Επιπρόσθετα, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεών τους είχαν στη διάθεσή τους όπλα εξαιρετικής ποιότητας και αποδοτικότητας.      

Τα όπλα των Βίκινγκς

Τα όπλα που χρησιμοποιούσαν οι Βίκινγκς στις επιθέσεις τους ήταν το σπαθί, το τσεκούρι, το δόρυ, το τόξο και τα βέλη. Από αυτά, το σπαθί και το τσεκούρι αποτελούσαν το καμάρι των Βίκινγκς και δεν τα αποχωρίζονταν ποτέ.

Γνωρίζουμε το είδος του σπαθιού που χρησιμοποιούσαν από τις αρχαιολογικές ανασκαφές στη Σκανδιναβία.

Ενώ όμως στη Σουηδία και τη Νορβηγία τα ευρήματα σε οπλισμό είναι πολυάριθμα, στη Δανία έχουν βρεθεί μόνο λίγα σπαθιά.

Επειδή τα όπλα αυτά βρέθηκαν σε τάφους, εικάζεται ότι ο μικρός αριθμός τους σχετίζεται με τις δοξασίες της χριστιανικής θρησκείας, η οποία είχε διαδοθεί νωρίτερα στη Δανία και σύμφωνα με την οποία απαγορευόταν η ταφή των νεκρών μαζί με τα όπλα τους.

Το σπαθί ήταν ασφαλώς το κύριο όπλο, που συνοδευόταν από το τσεκούρι. Λίγο πριν από την περίοδο των Βίκινγκς, το πλέον διαδεδομένο είδος σπαθιού, ειδικά στη Νορβηγία, ήταν το σπαθί με μία κόψη.

Ωστόσο οι Βίκινγκς προτιμούσαν το μακρύ σιδερένιο σπαθί με δύο κόψεις, του οποίου η λαβή απετελείτο από τέσσερα μέρη. Η λάμα συχνά έφερε εγχάρακτη και σπανιότερα ένθετη διακόσμηση από διαφορετικό μέταλλο. Συχνά, το σπαθί των Βίκινγκς ήταν ένα όπλο μεγαλείου και δόξας.

Οι ίδιοι αγαπούσαν την πολύχρωμη διακόσμηση των όπλων, της ιπποσκευής και των ενδυμάτων τους. Οι θήκες των σπαθιών τους αποτελούν σπάνια ευρήματα.

Έχουν βρεθεί τριγωνικές πτέρνες των θηκών, από ορείχαλκο. Τα πρώτα σπαθιά των Βίκινγκς ήταν απλά, αργότερα όμως είχαν μεγαλύτερους προφυλακτήρες, απ’ όπου άρχιζε η λαβή και πολύπλευρο σφαίρωμα.

Τα σπαθιά των Βίκινγκς διακρίνονται σε είκοσι κατηγορίες. Κάποιες από αυτές είναι οι ακόλουθες: δανικά, σουηδικά, νορβηγικά, απλά σκανδιναβικά, παλαιά και νέα. Επίσης, σπαθιά των Βίκινγκς έχουν βρεθεί και στα μέρη όπου αυτοί έδρασαν, όπως στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Ιρλανδία και την Ρωσία.

Όσον αφορά την προέλευση των σπαθιών, αυτά διακρίνονται σε σκανδιναβικά σπαθιά και σε σπαθιά εισαγωγής. Η κατασκευή ενός σπαθιού ήταν πολύπλοκη διαδικασία. Συχνά δεν ήταν έργο ενός μόνο τεχνίτη, αλλά περισσοτέρων.

Πιθανότατα υπήρχαν ειδικοί για τις λάμες και άλλοι για τις λαβές και τη διακόσμηση. Πολλά σπαθιά με διακόσμηση είχαν εισαχθεί στη Σκανδιναβία από διάφορα μέρη της Ευρώπης. Σπαθιά, τα οποία φέρουν την υπογραφή του εργαστηρίου κατασκευής, όπως ULFBERTH ή INGELRI, έχουν παραχθεί στο εξωτερικό (πιθανότατα στη Γαλλία).

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι σιδηρουργοί της Σκανδιναβίας είχαν τις απαιτούμενες γνώσεις για την κατασκευή καλών σπαθιών.

Οι μεγάλες ποσότητες σιδήρου και εργαλείων σιδηρουργικής που βρέθηκαν στις περιοχές των Βίκινγκς και ειδικότερα στη Νορβηγία αποδεικνύουν ότι η ειδικότητα αυτή της σιδηρουργίας ήταν πολύ προχωρημένη στη Σκανδιναβία. Ωστόσο, τα καλύτερα σπαθιά κατασκευάζοντο από τους Φράγκους. Υπάρχουν προς τούτο γραπτές αποδείξεις.

Οι αυτοκράτορες Καρλομάγνος και Κάρολος ο Φαλακρός είχαν επιβάλει εμπάργκο στην εξαγωγή σπαθιών και άλλων όπλων από το κράτος τους, οι δε παραβάτες τιμωρούντο με θάνατο.

Η απαγόρευση εξαγωγής όπλων επί Καρλομάγνου ίσχυε για τους γείτονες του κράτους του στην Ανατολή και τον Βορρά, δηλαδή τους Αβάρους και τους Βίκινγκς. Από τις απαγορευτικές διαταγές προς τους ιερωμένους, προκύπτει ότι οι Φράγκοι μοναχοί κατασκεύαζαν σπαθιά σε μυστικά σιδηρουργεία των μονών, τα οποία μεταπουλούσαν στους εχθρούς.

Η απαγόρευση του Κάρολου του Φαλακρού ίσχυε ειδικά για την αγορά όπλων από τους Βίκινγκς. Ο Κάρολος απορούσε γιατί οι τεχνίτες του βασιλείου του έπρεπε να προμηθεύουν τους αιμοσταγείς ληστές με τα καλύτερα σπαθιά του κόσμου.

Απόδειξη της καλύτερης ποιότητας των φράγκικων σπαθιών σε σχέση με τα σπαθιά των Βίκινγκς, μας παρέχεται στο έργο Gesta Caroli Magni (Ιστορία του Καρλομάγνου).

Σε αυτό εξιστορείται το ανέκδοτο του Φράγκου αυτοκράτορα, Λουδοβίκου του Γερμανού, ο οποίος, καθήμενος στον θρόνο του, δεχόταν δώρα υποτελείας από τους βασιλιάδες της Νορμανδίας.

Ανάμεσα στα δώρα ήταν και «σπαθιά της Σκανδιναβίας». Όταν ο αυτοκράτορας Λουδοβίκος τα έλεγξε με το έμπειρο χέρι του, μόνο ένα από τα σπαθιά θεωρήθηκε ότι άξιζε να το δεχθεί ως δώρο και έτσι δεν αποδέχθηκε τα υπόλοιπα σπαθιά που τα απέρριψε ως απαράδεκτα. Μολονότι αυτό το ανέκδοτο μπορεί να είναι φανταστικό, μας παρέχει την άποψη που είχαν οι Φράγκοι για τα σπαθιά των Σκανδιναβών.

Μια άλλη μαρτυρία περιλαμβάνεται στην έκθεση του Άραβα απεσταλμένου Ιμπν Φαντλάν, ο οποίος εκτός των άλλων έγραψε τις παρατηρήσεις του για το είδος των σπαθιών που έφεραν Ρώσοι έμποροι στη Βουλγαρία: «Τα σπαθιά είχαν φαρδιές επίπεδες λάμες, με εγχάρακτο διάκοσμο, σύμφωνα με τα φραγκικά πρότυπα».

Η περιοχή του ποταμού Ρήνου και της Κολωνίας ειδικότερα, φημιζόταν για την κατασκευή εξαιρετικής ποιότητας όπλων. Αναφέρεται ότι η Αγγλία εισήγαγε «σπαθιά Κολωνίας καλής ποιότητας». Άλλοι Άραβες περιηγητές και συγγραφείς αναφέρουν την εισαγωγή σπαθιών στην Ανατολή από την Ρωσία και τη Γαλλία (Φραγκία), διαμέσου Εβραίων εμπόρων.

Επίσης, οι Άραβες συγγραφείς αναφέρουν ότι οι μουσουλμάνοι πολλές φορές προέβαιναν στη σύληση των τάφων Ρώσων πολεμιστών για να αποκτήσουν τα υπέροχα σπαθιά που ήταν θαμμένα μαζί τους. Από τη διήγηση του Άραβα Ιμπν Φαντλάν συμπεραίνεται ότι πιθανότατα τα σπαθιά που εισάγοντο από την Ρωσία και τα σπαθιά των ρωσικών τάφων ήταν φράγκικης προέλευσης.

Οι Άραβες, που ήταν και αυτοί έξοχοι σιδηρουργοί και οπλουργοί, δεν θα υμνούσαν τόσο πολύ τα σκανδιναβικά σπαθιά (που ωστόσο ήταν φράγκικα), εάν αυτά δεν αποτελούσαν αντικείμενα θαυμασμού. Οι υποθέσεις αυτές έχουν και αρχαιολογική βάση.

Στην περιοχή Όλαντ της Βαλτικής βρέθηκαν πέντε σπαθιά με δαμασκηνή τεχνοτροπία, η οποία συνίστατο στην ένθετη διακόσμηση της σιδηράς λάμας του σπαθιού, δηλαδή με σφυρήλατο σύρμα αργύρου, χρυσού ή χαλκού εντός εγχάρακτων αυλακωτών περιγραμμάτων. Τα σπαθιά έφεραν την υπογραφή του κατασκευαστή ULFBERTH.

Πιθανότατα τα σπαθιά αυτά είχαν κατασκευαστεί από Φράγκους και είχαν εισαχθεί στη Βαλτική, προκειμένου να κατασκευαστούν οι λαβές τους στη Σουηδία, η οποία φημιζόταν για την κατασκευή εγχάρακτων ή αυλακωτών λαβών για σπαθιά. Μολονότι το σπαθί ήταν κοινό όπλο όλων των κρατών κατά την περίοδο που έδρασαν οι Βίκινγκς, το τσεκούρι είναι το ιδιαίτερο όπλο της Σκανδιναβίας.

Την εποχή των Βίκινγκς, το πολεμικό τσεκούρι ήταν ένα όπλο το οποίο, εάν δεν είχε καταργηθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη, ήταν τουλάχιστον ξεπερασμένο για πολεμική χρήση και είχε εξελιχθεί σε ένα όπλο εραλδικό, τελετουργικό ή διακοσμητικό. Όμως στις χώρες της βόρειας Ευρώπης το πολεμικό τσεκούρι γνώρισε μια περίοδο αναγέννησης, όταν άρχισε να χρησιμοποιείται από τους Βίκινγκς.     

Για τους λαούς της δυτικής Ευρώπης, που υπέφεραν τα πάνδεινα από τις επιδρομές των βορείων γειτόνων τους, το τσεκούρι με τη μακρά χειρολαβή και την πλατιά κόψη απετέλεσε το χαρακτηριστικό γνώρισμα των αιμοβόρων Βίκινγκς. Το γλυπτό από το νησί Λίντισφαρν της Αγγλίας παριστάνει μια ομάδα Βίκινγκς να πορεύεται με υψωμένα τα χέρια, στα οποία κρατούσαν τα δύο κυριότερα όπλα τους: το τσεκούρι και το σπαθί.

Το τσεκούρι αυτό είχε πολλές παραλλαγές, όμως διακρίνονται δύο χαρακτηριστικοί τύποι. Το παλαιότερο, που ονομαζόταν Skeggoex (τσεκούρι-γένι) αποτελούσε κληρονομιά του 8ου αιώνα, ενώ το πλατύ τσεκούρι με τις εκτεταμένες γωνίες και την καμπύλη πλατιά κόψη ήταν ένας νεωτερισμός, που διαδόθηκε γύρω στο έτος 1000 μ.Χ.

Η πλατιά κόψη του τσεκουριού κατασκευαζόταν συχνά από σίδηρο που είχε σκληρυνθεί και επικολληθεί κατόπιν στο όπλο. Αμφότεροι οι τύποι ήταν διακοσμημένοι με εγχάρακτα σχέδια και ένθετες αργυρές προσθέσεις. Ένα πολύ ωραίο τσεκούρι της εποχής των Βίκινγκς βρέθηκε στο δανικό φρούριο του Τρέλεμποργκ της νότιας Σουηδίας.

Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του Βυζαντινού ιστοριογράφου Μ. Ψελλού για τους Βαράγγους, οι οποίοι υπηρετούσαν ως βασιλικοί φρουροί στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ψελλός, αναφερόμενος στο τελετουργικό της βασιλείας, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου είχαν ανέλθει η Ζωή και η Θεοδώρα το 1042, λέγει τα εξής:

«Οι δύο αδελφές κράτησαν τη μορφή που είχαν θεσπίσει οι προγενέστεροι αυτοκράτορες. Και όταν αυτές κάθονταν στο θρόνο, δίπλα τους παρατάσσονταν οι ραβδούχοι, οι σπαθάριοι και το σώμα των βαρβάρων που κρατούν τον πέλεκυ στο δεξί τους ώμο». Οι βάρβαροι με τα τσεκούρια ήταν οι Βαράγγοι, όπως απεκαλούντο οι Βίκινγκς στο Βυζάντιο.

Το δόρυ ήταν ένα άλλο όπλο των Βίκινγκς και μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούσε το τρίτο όπλο τους μετά το σπαθί και το τσεκούρι. Από τα όπλα αυτά δεν έχουν βρεθεί τα ξύλινα κοντάρια, αλλά μόνον οι μεταλλικές αιχμές. Αυτές είναι ωραία κατασκευάσματα, με μια οπή στη βάση για το κοντάρι. Η βάση της αιχμής πολλές φορές φέρει λοβούς, μια λεπτομέρεια χαρακτηριστική των Φράγκων οπλουργών.

Οι αιχμές των δοράτων αργότερα διακοσμήθηκαν με εγχάρακτα γεωμετρικά σχέδια. Τα δόρατα αυτά υποτίθεται ότι επιστρέφονταν μετά τη μάχη στον ιδιοκτήτη τους, εάν βέβαια αυτός επέστρεφε σώος.

Τέλος, οι Βίκινγκς χρησιμοποιούσαν τόξα και βέλη, τα οποία συνηθίζονταν και παλαιότερα. Σύμφωνα με τα σκανδιναβικά έπη, τα όπλα αυτά έπαιζαν σημαντικό ρόλο στις μάχες.

Ωστόσο, έως σήμερα δεν έχουν βρεθεί τόξα ή βέλη, παρά μόνο αιχμές των βελών. Αυτές έχουν βρεθεί σε πολλούς τάφους των Βίκινγκς, ακόμη και σε τάφους γυναικών.

Οι αιχμές αυτές είναι ισχυρές και επικίνδυνες, είχαν δε μεγάλη διατρητική ικανότητα, εάν τα βέλη εκτοξεύονταν από ισχυρό τόξο.

Έχουν βρεθεί δέσμες βελών που φθάνουν μέχρι τα είκοσι, συνήθως δε τοποθετούνταν σε κυλινδρικές φαρέτρες.     

Ένα άλλο όπλο των Βίκινγκς, που χρησιμοποιείτο και ως εργαλείο, ήταν το μαχαίρι. To μαχαίρι, που είχε μια κόψη και λαβή από ξύλο ή κόκαλο, το έφεραν οι άνδρες στη ζώνη τους, ενώ οι γυναίκες το κρεμούσαν με μια αλυσίδα στον λαιμό τους. Αυτό αναφέρεται από τον Άραβα Ιμπν Φαντλάν στην περιγραφή του για τον Βόλγα. Σε τάφους της περιόδου των Βίκινγκς έχουν βρεθεί σκελετοί γυναικών με ένα μαχαίρι στο στήθος ή στη μέση.

Τα πιο σπουδαία αμυντικά όπλα των Βίκινγκς ήταν η ξύλινη ασπίδα, η μεταλλική θωράκιση και το σιδερένιο κράνος. Από τα όπλα αυτά έχουν βρεθεί ελάχιστα.

Όμως είναι γνωστά από περιγραφές σε κείμενα και από σκίτσα. Η ασπίδα ήταν στρογγυλή, επίπεδη και είχε μικρό πάχος. Συχνά ήταν διακοσμημένη, στο δε κέντρο ήταν ενισχυμένη με στρογγυλό μεσομφάλιο από σίδηρο. Ασπίδες αυτού του τύπου κρέμονταν από την κουπαστή του νορβηγικού τύπου πλοίου των Βίκινγκς, όπως αυτό που βρέθηκε στο Γκόκσταντ.

Η σιδερένια θωράκιση και το κράνος ανήκαν στον εξοπλισμό των ευγενών. Σε διάφορες παραστάσεις οι Βίκινγκς φέρουν κωνικά κράνη, κατασκευασμένα από δέρμα. Το σχήμα αυτό πιθανότατα είναι αντιγραφή κρανών ανατολικής προέλευσης. Πλεκτά που βρέθηκαν στην ανασκαφή του νορβηγικού πλοίου Όσεμπεργκ παριστάνουν άνδρες με λευκή θωράκιση, η οποία καλύπτει όλο το σώμα, επιπλέον δε φέρει και κουκούλα.

Από μια μελέτη για το είδος των όπλων που αποκαλύφθηκαν στους τάφους των Βίκινγκς, προκύπτει ότι στους περισσότερους από αυτούς υπήρχαν μόνο ένα ή δύο από τα κυρίως επιθετικά όπλα και μόνον σε έναν τάφο βρέθηκαν όλα τα όπλα μαζί (σπαθί, τσεκούρι, δόρυ, τόξο, βέλη και ασπίδα).

Ο πολεμιστής των Βίκινγκς που τον ονόμαζαν «Berserk», αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση. Ήταν ένας βίαιος, μισότρελος αγωνιστής, που διέθετε φοβερή δύναμη και κατεχόταν από πολεμικό πυρετό γνωστό ως «berserksgangr». Όταν έπαυε να βρίσκεται υπό την επίδραση αυτού του πυρετού και της καταστροφικής μανίας, τότε αποβλακωνόταν και έπεφτε σε λήθαργο!

Στο έπος Ynglinga Saga παρέχεται η πληροφορία, ότι ο πολεμιστής «Berserk», όταν συμμετείχε σε μάχη βρισκόταν υπό την επίδραση της μανίας του θεού Οντίν: «Ο θεός Οντίν, κατά τη διάρκεια της μάχης, κατόρθωνε να κατακεραυνώσει τους εχθρούς του με τύφλωση, κώφωση ή φόβο, με αποτέλεσμα τα όπλα τους να μην μπορούν να κόψουν περισσότερο από ραβδιά.

Οι δικοί του πολεμιστές δεν έφεραν θωράκιση και πολεμούσαν σαν λυσσασμένα σκυλιά ή λύκοι, που δάγκωναν τις άκρες των ασπίδων τους. Είχαν τη δύναμη βουβαλιών ή αρκούδων. Έσφαζαν τον εχθρό δίχως να πτοούνται από τη φωτιά ή τα σιδερένια όπλα».

Ο όρος «berserk» έχει την έννοια της γυμνής σάρκας (bare sark), δηλαδή δίχως θωράκιση ή και την έννοια της σάρκας της αρκούδας (bear sark), επειδή οι Βίκινγκς πίστευαν ότι ο άνθρωπος μπορούσε να πάρει τη μορφή των ζώων, όπως και τη δύναμή τους.

Εκτός από τους «Berserk» υπήρχαν και οι «Ulfhednar», δηλαδή αυτοί με το δέρμα λύκου, οι λυκάνθρωποι.

Αυτοί οι φανατικοί πολεμιστές μπορεί να θεωρηθούν ότι ήταν ψυχοπαθείς που του επέλεγαν για την εξαιρετική τους δύναμη και τη θηριωδία τους, ανήκαν δε σε μια ιδιαίτερη μονάδα, η οποία ενεργούσε επιθέσεις για λογαριασμό ενός φύλαρχου ή του βασιλιά. Έτσι, κατά τη διάρκεια μιας μάχης μπορούσαν να μεταδώσουν τη μανία τους στους υπόλοιπους συναγωνιστές τους.

Οι Βίκινγκς χρησιμοποιούσαν και άλογα, που ήταν τα αγαπημένα τους ζώα. Συχνά το άλογο και το σκυλί του πολεμιστή ακολουθούσαν τον κύριό τους και στον τάφο. Τα εξαρτήματα του αλόγου προσφέρονταν για λεπτομερή διακόσμηση.

Ο ιππέας των Βίκινγκς ήταν άξιος θαυμασμού. Στον λαιμό του αλόγου βρισκόταν η ξύλινη σαγή διακοσμημένη με ορείχαλκο.

Η σέλα του ζώου ήταν από ξύλο και τοποθετείτο αρκετά μπροστά, με αποτέλεσμα τα πόδια του αναβάτη να βλέπουν προς τα εμπρός. Οι αναβολείς, οι οποίοι είχαν εφευρεθεί στις στέπες τις Ασίας, στη Σκανδιναβία της περιόδου των Βίκινγκς διακρίνονταν σε δύο διαφορετικούς τύπους. Ο ένας τύπος είναι η σιδερένια παραλλαγή του απλού λουριού και ο άλλος αποτελείται από σιδερένιο κρίκο με διακόσμηση.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Επίλογος

Οι επιδρομές των Βίκινγκς στις οποίες αυτοί χρησιμοποίησαν τα φονικά τους όπλα, δεν σχετίζονται με τις μεταναστεύσεις των λαών, που πραγματοποιήθηκαν μετά από εξωτερικές πιέσεις. Από το 800 έως το 1100 δεν υπήρξε καμία πίεση στη Σκανδιναβία που θα κατέληγε στη μαζική έξοδο των κατοίκων του Βορρά.

Στη δυτική Ευρώπη, οι επιδρομές των Βίκινγκς είχαν μόνιμες επιδράσεις. Οι Βίκινγκς, μαζί με τους Κέλτες, τους Ρωμαίους, τους Σάξονες και τους Νορμανδούς συνέβαλαν στη διαμόρφωση του αμαλγάματος που χαρακτηρίζει τον βρετανικό λαό.

Η επίδραση των Βίκινγκς στην Ρωσία είναι μικρότερης σημασίας, επειδή ο αριθμός των Σουηδών που έδρασαν εκεί ήταν αμελητέος σε σχέση με τον γηγενή πληθυσμό.

Η επίδραση των Βίκινγκς στην κεντρική και νότια Ευρώπη είναι ανύπαρκτη. Το εμπόριο των Ρως (Βίκινγκς της Ρωσίας) κατά μήκος του Βόλγα και η συμμετοχή των Βαράγγων στην αυτοκρατορική φρουρά του Βυζαντίου δεν άλλαξε την ιστορία της περιοχής.

H κληρονομιά των Βίκινγκς περιορίζεται στην Dona Danaorum, δηλαδή στην καταστροφή, τη λεηλασία, την τρομοκρατία, τους βιασμούς, τις απαγωγές και την αγοραπωλησία ωραίων γυναικών, καθώς και τις δολοφονίες. Αργότερα κατανάλωσαν την ενέργειά τους στον αποικισμό.

Από αυτούς οι Ευρωπαίοι έμαθαν την κτηνωδία και την απληστία που τους διέκρινε.

Αντίθετα, οι Βίκινγκς έμαθαν πολλά από τα θύματά τους, μολονότι απαιτήθηκαν τριακόσια χρόνια για να εγκαταλείψουν την πρωτόγονη θρησκεία τους και τα βάρβαρα έθιμά τους, και να αποδεχθούν τον χριστιανισμό.