Κυρίως με την υποστήριξη της συμμαχικής Αεροπορίας είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις επικράτησης απέναντι σε μία γερμανική αντίσταση, η οποία μεγάλωνε με γεωμετρική πρόοδο. «Κλειδί» για την επιτυχία, η πόλη Καν, όπου οι Βρετανοί είχαν υποσχεθεί την γρήγορη κατάληψή της από τις βρετανοκαναδικές δυνάμεις. Μία κατάληψη που θα άνοιγε τον δρόμο προς το Παρίσι.
Η τακτική αυτή είχε βεβαίως και την πολύ σημαντική συνέπεια ότι συγκέντρωνε το βάρος όλης της γερμανικής προσπάθειας στον τομέα αυτό του μετώπου απορροφώντας τις ισχυρότερες μονάδες που συνέρρεαν στη Νορμανδία και αφήνοντας χώρο και δυνατότητες εκμετάλλευσης στους Αμερικανούς που αντιμετώπιζαν ασθενέστερα συνολικά γερμανικά τμήματα.
Ανάμεσα στις μονάδες που μάχονταν για την υπεράσπιση της Καν περιελαμβάνετο και το 1ο Τεθωρακισμένο Σώμα των Ες Ες με τις 1η και 12η Τεθωρακισμένες Μεραρχίες, ενώ αριστερότερα υπήρχε μια άλλη εκλεκτή μονάδα, η Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Λερ» που αποτελούσε και τον σύνδεσμο με τα στρατεύματα που αντιμετώπιζαν τους Αμερικανούς. Ενώ το μέτωπο που συγκρατούσε τους Βρετανούς παρέμενε άκαμπτο και αρραγές, στον αμερικανικό τομέα, η κατάληψη του Σομόν επέφερε μια ανάπτυξη των αμερικανικών δυνάμεων στα πλευρά της Τεθωρακισμένης Μεραρχίας «Λερ».
Θέλοντας να καλύψει την αμερικανική προώθηση αφενός, και αφετέρου να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την κατάρρευση του γερμανικού μετώπου μπροστά στην Καν, ο στρατάρχης Μοντγκόμερι διέταξε τη βρετανική 7η Τεθωρακισμένη Μεραρχία να προωθηθεί στο «σύνορο» του βρετανικού και του αμερικανικού τομέα μέσω της κωμόπολης Βιλέρ-Μποκάζ.
Λίγο πριν από την πόλη υπήρχε ένα σταυροδρόμι, ζωτικής σημασίας κόμβος, όπου συναντιόταν η οδός που οδηγούσε στην Καν καθώς και η οδός που οδηγούσε στην κωμόπολη Σομόν που είχαν ήδη καταλάβει οι Γερμανοί.
Τη 12η Ιουνίου, τμήματα της 7ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας άρχισαν την προώθησή τους καταλαμβάνοντας αμαχητί έδαφος και φθάνοντας στο ύψος του Βιλέρ-Μποκάζ. Από γερμανικής πλευράς υπήρχε μια γενική άγνοια και ασάφεια για το τι ακριβώς συνέβαινε αν και μεμονωμένες αναφορές μιλούσαν για διείσδυση μηχανοκίνητων συμμαχικών τμημάτων ακριβώς στην περιοχή αυτή.
Την χρονική αυτή στιγμή εισήλθε στον αγώνα και η 101η Eπιλαρχία Βαρέων Aρμάτων Ες Ες αποτελούμενη αποκλειστικά από άρματα τύπου «Τίγρης Ι» πληρώματα των οποίων ήταν μερικοί από τους καλύτερους αρματιστές των Ες Ες που είχαν ψηθεί στους αγώνες του Ανατολικού Μετώπου.
Ανάμεσα τους και ο 30ετής Υπίλαρχος Μίχαελ Βίτμαν, ήδη παρασημοφορημένος με τον Σταυρό των Ιπποτών και τα φύλλα Δρυός.
Ο Βίτμαν, παρών σε όλες τις εκστρατείες με την 1η Τεθωρακισμένη Μεραρχία των Ες Ες «Λαϊμπσταντάρτε Άντολφ Χίτλερ» συμπεριλαμβανομένης και εκείνης στην Ελλάδα, έδρασε αρχικά ως αρχηγός πληρώματος σε πυροβόλου εφόδου Stug III και από την μάχη του Κουρσκ τον Ιούλιο του 1943 ως αρχηγός πληρώματος σε άρμα τύπου «Τίγρης Ι». Από αυτό το σημείο και μετά ο σπουδαίος αυτός στρατιώτης άρχισε την αλματώδη καριέρα του που τον έφερε στην κορυφή των αρματιστών όχι μόνο της Γερμανίας αλλά και όλων των εμπολέμων.
Έχοντας κοντά του άξιο πλήρωμα και έναν θαυμάσιο πυροβολητή, τον λοχία Μπαλτάζαρ «Μπόμπι» Βολ, ο Βίτμαν μέσα σε λίγους μήνες συνεχούς δράσεως είχε στο ενεργητικό του 100 και πλέον κατεστραμμένα σοβιετικά άρματα μάχης καθώς και έναν εξίσου εντυπωσιακό αριθμό κατεστραμμένων αντιαρματικών, πυροβόλων, οχυρών, οχημάτων κ.λπ. γεγονός που του απέφερε μέσα σε διάστημα μικρότερο του μηνός, τον Ιανουάριο του 1944, τον Σταυρό των Ιπποτών και τα Φύλλα Δρυός.
Τον Απρίλιο ακολούθησε η μετάθεσή του στην 101η Eπιλαρχία Βαρέων Aρμάτων Ες Ες του 1ου Tεθωρακισμένου Σώματος Eς Eς και με την οποία ως επικεφαλής της 2ης Ίλης αμέσως μετά τη συμμαχική απόβαση της 6ης Ιουνίου, κατευθύνθηκε στο μέτωπο της εισβολής στη Νορμανδία.
Τη 12η Ιουνίου, ο διοικητής του 1ου Τεθωρακισμένου Σώματος των Ες Ες Στρατηγός Ζεπ Ντίτριχ ενημέρωσε ο ίδιος τους αξιωματικούς της 101ης Eπιλαρχίας Βαρέων Aρμάτων Ες Ες για τις εξελίξεις στο μέτωπο και έδωσε εντολή να πραγματοποιήσει έλεγχο στην περιοχή του Βιλέρ-Μποκάζ για εξακρίβωση των αναφορών που μιλούσαν για εμφάνιση του εχθρού εκεί καθώς και την εξασφάλιση του προαναφερθέντος ζωτικού κόμβου.
Ο Βίτμαν ετοιμάσθηκε να ξεκινήσει την αποστολή του τα χαράματα της 13ης Ιουνίου παίρνοντας μαζί του τον λοχία Βολ που αν και είχε γίνει και ο ίδιος αρχηγός πληρώματος, εντούτοις λόγω ζημιών από αεροπορική προσβολή είχε αφήσει το άρμα του στα συνεργεία της επιλαρχίας. Την αξία του Βολ ο Βίτμαν την αναγνώριζε απεριόριστα αφού όταν προτάθηκε για παρασημοφόρηση με τον Σταυρό των Ιπποτών είχε ζητήσει την ίδια διάκριση και για το πυροβολητή του, πράγμα που όντως έγινε.
Έτσι μέσα στην καταχνιά του πρωινού ο Βίτμαν και ο Βολ και πάλι μαζί στο ίδιο άρμα ετοιμάσθηκαν για δράση.
Η πρώτη επίθεση
Ήταν περίπου 6.00 π.μ. όταν άρχισε ο «Τίγρης» να κινείται από νοτιοανατολική κατεύθυνση προς το Βιλέρ-Μποκάζ υπό την κάλυψη ενός μικρού δάσους. Καθώς η 101η Eπιλαρχία Βαρέων Aρμάτων Ες Ες είχε δεχθεί επανειλημμένες εχθρικές αεροπορικές επιθέσεις κατά την κίνησή της προς τη Νορμανδία δεν χρειαζόταν ιδαίτερη υπενθύμιση η λήψη όλων των δυνατών μέτρων για την απόκρυψη από τον αέρα όπου κυριαρχούσαν τα συμμαχικά αεροπλάνα.
Ο Βίτμαν λοιπόν κινήθηκε προσεκτικά για δύο περίπου ώρες προς τον αντικειμενικό του σκοπό μέσα από πυκνή βλάστηση και αναγκαστικά περιορισμένη ορατότητα. Κάποια στιγμή, ο υπίλαρχος διέταξε τον οδηγό να σβήσει τον κινητήρα για να αφουγκραστεί τυχόν ήχους που θα πρόδιδαν την παρουσία του εχθρού. Τότε εμφανίσθηκε ένας λοχίας του πεζικού για να του αναφέρει ότι κάτι παράδοξα άρματα είχαν παρουσιασθεί μπροστά στις θέσεις του.
Ο Βίτμαν πήδηξε από το άρμα και μαζί με τον λοχία προχώρησαν περίπου 400 μ. προς την κατεύθυνση αυτών των αρμάτων. Σύντομα ακούσθηκε θόρυβος πολυαρίθμων μηχανοκινήτων από τη μεριά της οδού Ν175. Καλυμμένοι οι δύο άνδρες μέσα στις λόχμες, ανασήκωσαν προσεκτικά τα κεφάλια τους για να αντικρίσουν μια μεγάλη φάλαγγα εχθρικών τεθωρακισμένων να κατευθύνονται με ταχύτητα προς τα βορειοανατολικά.
Ήταν φανερό ότι οι Σύμμαχοι είχαν στείλει μια τεθωρακισμένη προφυλακή μέσω του Βιλέρ-Μποκάζ για να πλευροκοπήσουν την Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Λερ». Ο Βίτμαν προσπάθησε να υπολογίσει τον αριθμό των οχημάτων αλλά με την ταχύτητα που κινούνταν αυτό ήταν αδύνατο. Από την πλευρά του, το λιγοστό γερμανικό πεζικό που ήταν οχυρωμένο εκεί παρέμενε αναγκαστικά άπραγο καθώς δεν διέθετε παρά ελαφρά όπλα μονάχα.
Η βρετανική μονάδα ήταν το 4ο Κάουντυ οφ Λόντον Γεόμανρυ (4. County of London Yeomanry/ 4. CLY) που αποτελούσε τμήμα της 22ας Ταξιαρχίας της 7ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας της γνωστής από τις μάχες της Αφρικής με την επωνυμία «Ποντικοί της Ερήμου».
Η μονάδα αυτή, αφού κατέλαβε αμαχητί το Βιλέρ-Μποκάζ κατηύθυνε την Ίλη «Α» και το 1ο Τάγμα της Ταξιαρχίας Τυφεκιοφόρων (The Rifle Brigade) για την κατάληψη του υψώματος 213 στα βορειοανατολικά. Η Ίλη «Α» σταμάτησε σε απόσταση περίπου 2 μιλίων από την κωμόπολη στη δεξιά πλευρά της οδού Ν175.
Τα άρματα, παρά τους σχετικούς κανονισμούς, δεν έστρεψαν τα πυροβόλα τους προς τα πλευρά, εκατέρωθεν του δρόμου για να καλύψουν το πεδίο απέναντι σε τυχόν εμφάνιση του αντιπάλου αλλά τα κράτησαν ευθεία εμπρός. Αφού απεστάλη και μια μικρή αναγνωριστική δύναμη στην τριγύρω περιοχή, όπου είχε αναφερθεί η παρουσία κάποιων γερμανικών αναγνωριστικών, η φάλαγγα με ανεμελιά άρχιζε να ετοιμάζει το πρωινό της.
Πίσω από την Ίλη «Α» βρισκόταν ένας Λόχος Μηχανοκινήτου Πεζικού, αποτελούμενος από 12 ημιερπυστριοφόρα Μ-3 μαζί με 3 ελαφρά άρματα Μ5Α1 και 2 «Σέρμαν» παρατηρήσεως, ένα διοικητικό τεθωρακισμένο και ένα νοσοκομειακό Μ-3. Περίπου 400 μ. πίσω από τη μονάδα αυτή ήταν 4 άρματα «Κρόμγουελ». Στη διασταύρωση του δρόμου προς τη Σομόν, η Ίλη «Β» είχε και αυτή σταθμεύσει για τη φύλαξη του στρατηγικού αυτού σημείου. Ωστόσο, και εδώ οι άνδρες είχαν χαλαρώσει την επαγρύπνησή τους.
Ο Βίτμαν δεν δίστασε καθόλου. Η ευκαιρία ήταν μοναδική. Ο εχθρός είχε παρατάξει ανέμελα όλα τα οχήματά του και ένα κτύπημα γρήγορο και βίαιο ήταν σίγουρο ότι θα τον αποδιοργάνωνε. Προτίμησε να δράσει μόνος του και να μην ειδοποιήσει τα άρματα του Λόχου του, γιατί η τυχόν υποκλοπή του σήματός του θα αφαιρούσε το στοιχείο του αιφνιδιασμού.
Εξάλλου όχι μόνο θα υπήρχε καθυστέρηση μέχρι την άφιξη και των άλλων αρμάτων, αλλά ήταν άγνωστο έως πότε η εχθρική φάλαγγα θα εξακολουθούσε να παραμένει σταθμευμένη παρουσιάζοντας τέτοιον ιδανικό στόχο. Αφού ευχαρίστησε τον λοχία για τη βοήθειά του, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε πίσω στο άρμα του. Πλησιάζοντας, έκανε νόημα στο πλήρωμά του που τον περίμενε να βάλει μπρος τη μηχανή και να ετοιμασθεί για μάχη.
Το μεγάλο άρμα βγήκε σιγά σιγά από το δάσος. Με κοφτές ακριβείς εντολές, ο Βίτμαν κατηύθυνε από τη θυρίδα του στον πύργο τον οδηγό να αποφύγει διάφορα κωλύματα προκειμένου να μην αναγκαστεί να μαρσάρει για την υπερπήδησή τους και γίνουν έτσι αντιληπτοί νωρίς από τον εχθρό.
Η ώρα ήταν 8.35 π.μ. Καθώς το άρμα έφθασε στη θέση εξορμήσεως, ο υπίλαρχος εξήγησε στο πλήρωμα τι επρόκειτο να αντιμετωπίσουν. Ο γεμιστής του πυροβόλου είχε ήδη τοποθετήσει στο πυροβόλο των 88 χλστ. ένα βλήμα, ενώ είχε ετοιμάσει για επαναγέμιση αρκετά αλλά ακουμπώντας τα μπροστά στα πόδια του.
Είχε επίσης ετοιμάσει το ομοαξονικό πολυβόλο MG34 έχοντας παράλληλα έτοιμα εφεδρικά πυρομαχικά για αναχορηγία.
Ο εμπρόσθιος πολυβολητής, στο σκάφος του άρματος, είχε εντολή να αρχίσει να βάλει ευθύς αμέσως μόλις είχε οπτικό πεδίο. Καθώς τα πρώτα δώδεκα οχήματα ήταν Μ-3 ημιερπυστριοφόρα, ο Βίτμαν αποφάσισε να μη χρησιμοποιήσει το πυροβόλο του που θα ακουγόταν μακριά κινητοποιώντας με τον κρότο του όλη τη γύρω περιοχή αλλά να αρκεστεί μόνο στο πυρ των πολυβόλων του.
Καθώς ο «Τίγρης» πρόβαλε στο ανοικτό πεδίο, ξέσπασε η κόλαση. Οι Βρετανοί αιφνιδιασμένοι από την απρόσμενη εμφάνισή του άρχισαν να πηδούν από τα ημιερπυστριοφόρα προσπαθώντας να διαφύγουν δεξιά και αριστερά του δρόμου. Ο Βίτμαν βλέποντας αυτή την αντίδραση, διέταξε τους πολυβολητές του να αρχίσουν να βάλουν έστω κι αν ακόμα δεν είχαν σκοπεύσει καλά στους στόχους τους.
Αν και τα πολυβόλα μέσα σε δευτερόλεπτα από την έναρξη του πυρός άρχισαν να αποδεκατίζουν τους στρατιώτες, ο Βίτμαν από την ένταση νόμισε ότι πέρασε μια ώρα. Ο Βολ από την πλευρά του, άρχισε να πυροβολεί στη σειρά τα ημιερπυστριοφόρα, καθώς το άρμα κινήθηκε προς τα εμπρός.
Το καταιγιστικό του πυρ γάζωσε τα ελαφρά οχήματα τρυπώντας τις δεξαμενές καυσίμων από τις οποίες ξεπήδησαν φουντωμένες φλόγες που άρχισαν να τα κατακαίουν. Το πεζικό, ταραγμένο από την έφοδο του «Τίγρη» μάταια προσπάθησε να ανταποδώσει το πυρ με τα ελαφρά του όπλα, αφού η ενέργεια αυτή ήρθε πιο πολύ σαν αυτόματη αντίδραση παρά ως ουσιαστική ενέργεια απέναντι στο εξοντωτικό πυρ του άρματος. Μέσα από τον πυκνό μαύρο καπνό από τις αλυσσιδωτές εκρήξεις των ημιερπυστριοφόρων ο «Τίγρης» προχώρησε μπροστά.
Πίσω από τα Μ-3 φάνηκαν τώρα τα τρία Μ5Α1, ελαφρά άρματα αναγνωρίσεως. Παρόλο που ο οπλισμός τους, ένα πυροβόλο των 37 χλστ. ήταν εντελώς ακίνδυνος, για την καταστροφή τους χρειαζόταν κάτι παραπάνω από ένα απλό πολυβόλο. Ο Βολ ήταν ήδη έτοιμος όταν ο υπίλαρχος έδωσε την διαταγή. Το βλήμα των 88 χλστ. διαπέρασε το πρώτο άρμα πυρπολώντας το, ενώ κάποια μέλη του πληρώματος απεγνωσμένα προσπάθησαν να πηδήξουν έξω. Το δεύτερο βλήμα καρφώθηκε στη δεξιά πλευρά του πύργου του δευτέρου άρματος διαλύοντάς το.
Αμέσως μετά τη βολή, ο γεμιστής τοποθέτησε ένα νέο βλήμα στο πυροβόλο. Ο Βολ σκόπευσε γρήγορα και πυροδότησε καταστρέφοντας και το τρίτο άρμα. Την ίδια ώρα, ο άλλος πυροβολητής συνέχιζε να βάλει ακατάπαυστα καθηλώνοντας το πεζικό και εμποδίζοντάς το να αντιδράσει με τη χρήση κάποιου φορητού αντιαρματικού.
Ο ραγματάρχης Καρ, υποδιοικητής του 4.CLY αντιλήφθηκε ότι κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε μπροστά. Έτσι κινήθηκε με το άρμα του τύπου «Κρόμγουελ» για να αποκτήσει άμεση εικόνα της κατάστασης, αφού δεν ήξερε εάν επρόκειτο για οργανωμένη γερμανική αντεπίθεση ή για εύστοχο πυρ πυροβολικού. Καθώς το άρμα του προχώρησε μπροστά, ο Καρ είδε με έκπληξη να ξεπροβάλει μέσα από τον καπνό ένα και μοναδικό άρμα «Τίγρης» που έβαλε ασταμάτητα με τα πολυβόλα του εναντίον οποιοιουδήποτε εκινείτο.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Καρ ήταν να δώσει μια βιαστική διαταγή για βολή στον πυροβολητή του βοηθώντας τον όσο μπορούσε να σκοπεύσει τον στόχο του. Το «Κρόμγουελ» πράγματι έβαλε πρώτο αλλά το βλήμα από το αδύναμο πυροβόλο των 75 χλστ. έσκασε πάνω στο γερμανικό άρμα χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ο Βίτμαν που εξακολουθούσε να βρίσκεται με το κεφάλι έξω από την ανοικτή του θυρίδα στον πύργο, δεν αντιλήφθηκε το «Κρόμγουελ» παρά δευτερόλεπτα πριν αρχίσει αυτό να βάλει.
Την τελευταία στιγμή χώθηκε στη θυρίδα του πριν το εχθρικό βλήμα εκραγεί στο ασπίδιο του πυροβόλου. Την ίδια στιγμή ο Βολ έστρεφε τον πύργο σε θέση-«ώρα 10» και ο γεμιστής τοποθετούσε ένα νέο βλήμα στο πυροβόλο. Σ’ ελάχιστο χρόνο μέσα από τα σκοπευτικά του ο Βολ εγκλώβισε το «Κρόμγουελ» και πυροδότησε.
Το βλήμα διαπέρασε τον πρόσθιο θώρακα του βρετανικού άρματος που τυλίχθηκε αμέσως στις φλόγες. Αφού εξέλιπε αυτή η απειλή, ο Βίτμαν διέταξε τον Βολ να στρέψει το πυροβόλο δεξιά για να αποτελειώσει τα υπόλοιπα οχήματα που παρέμεναν στον δρόμο.
Επόμενοι στόχοι ήταν τα δύο Μ4Α4 «Σέρμαν» παρατηρήσεως, τα οποία ουσιαστικά ήταν άοπλα έχοντας στη θέση των πυροβόλων απλά ομοιώματα σαν παραπλάνηση, προκειμένου να αποφεύγουν τον εντοπισμό από τον εχθρό στο πεδίο της μάχης.
Αυτό, βέβαια, δεν ήταν γνωστό στον Βίτμαν που προειδοποίησε τον πυροβολητή του για τους νέους αυτούς στόχους. Ο Βολ μέσα σε ελάχιστο χρόνο σκόπευσε και κατέστρεψε και τα δύο αυτά ανυπεράσπιστα άρματα.
Ο «Τίγρης» συνέχισε την πορεία του με τον Βίτμαν να πληροφορεί τον Βολ για δύο νέα μικρά θωρακισμένα οχήματα που εμφανίσθηκαν μπροστά. Ο αξιωματικός πληροφοριών της Ταξιαρχίας Τυφεκιοφόρων εξακολουθούσε να παραμένει στο θωρακισμένο όχημα τύπου Ντέμλερ, προσπαθώντας απεγνωσμένα να κάνει τον οδηγό να το μετακινήσει από την κατεστραμμένη φάλαγγα ώστε να ειδοποιήσει είτε την Ίλη «Α» είτε την Ίλη «Β» γι’ αυτό που συνέβαινε στη μονάδα.
Καθώς το μικρό όχημα άρχισε να κινείται, ένα βλήμα των 88 χλστ. το διέλυσε στην κυριολεξία, σκοτώνοντας όχι μόνο τους επιβαίνοντες αλλά και πολλούς άλλους στρατιώτες που ήταν τριγύρω, καθώς εκατοντάδες μεταλλικά θραύσματα κάθε μεγέθους εκτινάχθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις.
Ο αμέσως επόμενος στόχος ήταν το ημιερπυστριοφόρο Μ3 του υγειονομικού που ήταν και το τελευταίο όχημα της φάλαγγος, συμπληρώνοντας έτσι την ολοκληρωτική καταστροφή της.
Αφού τελείωσε με τη φάλαγγα, ο Βίτμαν προχώρησε μέσα από τους καπνούς προς την κατεύθυνση του Βιλλέρ-Μποκάζ κρατώντας πάντα το κεφάλι του έξω από τη θυρίδα του για να έχει καλύτερη αντίληψη του περιβάλλοντος.
Μέσα στην ίδια την κωμόπολη τα τρία εναπομείναντα «Κρόμγουελ» πήραν θέση στην οδό Κλεμανσό, την κύρια οδό, μη γνωρίζοντας ακόμα τι συνέβαινε εμπρός, αφού ο καπνός που είχε καλύψει τα προπορευθέντα οχήματα εμπόδιζε οποιαδήποτε παρατήρηση. Τα άρματα λοιπόν έμειναν ακίνητα με τα πληρώματα τους βυθισμένα στην άγνοια και την απορία, αναμένοντας τις εξελίξεις που δεν άργησαν να έρθουν.
Ο Βίτμαν σύντομα εντόπισε δύο βρετανικά άρματα σε μικρή απόσταση πίσω από το φλεγόμενο άρμα του ταγματάρχη Καρ. Έδωσε γρήγορα τα στοιχεία βολής στον πυροβολητή του και αυτός με δύο αλλεπάλληλες βολές τα κατέστρεψε χωρίς να επιτρέψει την παραμικρή αντίδραση από τα σαστισμένα πληρώματα τους.
Ο ίλαρχος Πατ Ντάιας καθόταν στον πύργο του δικού του «Κρόμγουελ» όταν άρχισε η σύγκρουση. Ο πυροβολητής του ήταν εκτός του άρματος για να «ενεργηθεί», μη μπορώντας να επιστρέψει καθώς ξέσπαγε η μάχη.
Έτσι ο Ντάιας διέταξε τον οδηγό του να κινηθεί προς τα πίσω και διαλύοντας έναν φράκτη, το άρμα κατέληξε στον κήπο ενός σπιτιού. Καθώς ο Βίτμαν περνούσε από μπροστά με το άρμα του, δεν μπόρεσε εξαιτίας των καπνών να αντιληφθεί την παρουσία του «Κρόμγουελ» συνεχίζοντας απερίσπαστος τον δρόμο του για τη διασταύρωση.
Ούτε όμως και ο Ντάιας μπόρεσε να προσβάλει τον «Τίγρη» καθώς του έλειπε ο πυροβολητής. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι ο Ντάιας δεν ανάσανε με ανείπωτη ανακούφιση που το ισχυρό γερμανικό άρμα δεν τους είχε εντοπίσει.
Τόσο αυτός όσο και το πλήρωμά του ήταν παλαίμαχοι της Β. Αφρικής, της Σικελίας και της Ηπειρωτικής Ιταλίας, αλλά πρώτη φορά έβλεπαν μια τέτοια σφαγή από ένα και μοναδικό εχθρικό άρμα από το οποίο έμειναν, από καθαρή τύχη, απαρατήρητοι και δεν μοιράσθηκαν την τύχη των συναδέλφων τους.
Ο Ντάιας ωστόσο, γρήγορα ανέλαβε την αυτοκυριαρχία του και βάζοντας τον πολυβολητή του σκάφους στη θέση του «κωλυόμενου» πυροβολητή του, αποφάσισε να βγει από τον κήπο-κρυψώνα και να ακολουθήσει το εχθρικό άρμα.
Ο Βίτμαν συνέχισε τον δρόμο του μέσα στο Βιλέρ-Μποκάζ με όλη του την ταχύτητα προς την κατεύθυνση της διασταύρωσης. Ήταν εξαιρετικά ανήσυχος τώρα, όχι μόνο γιατί ήταν ολομόναχος μέσα σε εχθροκρατούμενη κατοικημένη περιοχή αλλά και γιατί τα διαθέσιμα καύσιμα του και τα πυρομαχικά του, είχαν μειωθεί. Έμεινε όμως σταθερός στον αντικειμενικό του σκοπό, γιατί η κατάληψη του σταυροδρομίου ήταν ζωτικής σημασίας για την προστασία των πλευρών της Τεθωρακισμένης Μεραρχίας «Λερ».
Ήλπιζε ταυτόχρονα το πεζικό που είχε αφήσει πίσω του στο δάσος, να έχει ειδοποιήσει τα ανώτερα κλιμάκια για ό,τι συνέβαινε. Το άρμα άφησε πίσω του καπνό καθώς συνέχισε να κινείται στον κεντρικό δρόμο. Στο βάθος φάνηκε επιτέλους και το επίμαχο σταυροδρόμι. Μέσα του ο υπίλαρχος ένιωσε ότι η δράση του είχε δικαιωθεί και ότι θα επιτύγχανε στην αποστολή του.
Καθώς είπε στον οδηγό του να κόψει ταχύτητα, είδε με έκπληξη και αγωνία να προβάλει η μακριά κάννη ενός πυροβόλου πλάι σε ένα κτήριο στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Διατάσσοντας στάση έδωσε εντολή στον Βολ να βάλει κατά του νέου στόχου.
Το άρμα, γιατί σε αυτό ανήκε η κάννη, ανήκε στην Ίλη «Β» και ήταν ένα «Σέρμαν» Μ4Α4 «Φαϊρφλάι» εξοπλισμένο με ένα ισχυρό πυροβόλο των 17 pdr. Μαζί με άλλα άρματα, το συγκεκριμένο είχε ως αποστολή την προστασία της ζωτικής αυτής οδικής αρτηρίας. Και εδώ οι άνδρες είχαν κατέβει από τα άρματα παίρνοντας το πρωινό τους.
Καθώς ο αρχηγός πληρώματος του άρματος λοχίας Λόκγαντ ετοιμαζόταν να πιει το τσάϊ του, άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο ερπυστριών που πλησίαζαν. Ρίχνοντας μια ματιά και πιστεύοντας ότι θα αντίκριζε είτε ένα «Κρόμγουελ» είτε ένα Μ3, είδε με φρίκη ότι επρόκειτο για γερμανικό. Με βιασύνη ούρλιαξε στους άνδρες του να επιβιβασθούν και τράβηξε το άρμα προς τα πίσω, αφήνοντας όσο γινόταν λιγότερο τμήμα του ακάλυπτο.
Από την πλευρά του, για το γερμανικό πλήρωμα ήταν τώρα προειδοποιημένο. Ο Βολ είχε εντοπίσει το εχθρικό άρμα, αλλά αμφέβαλε εάν υπ’ αυτήν την γωνία που το αντίκριζε ήταν δυνατόν να το κτυπήσει.
Παρ’ όλα αυτά, ο Βίτμαν έδωσε τη διαταγή για να ανοίξει πυρ και ο Βολ πυροδότησε ευχόμενος μέσα του το καλύτερο. Η οβίδα ωστόσο δεν πέτυχε το «Σέρμαν» αλλά το κτήριο, σωριάζοντας στον δρόμο όγκο ερειπίων και γεμίζοντας με σύννεφο σκόνης τον χώρο.
Βλέποντας την αποτυχημένη αυτή βολή και υποπτευόμενος την ύπαρξη και άλλων εχθρικών αρμάτων εκεί κοντά, ο Βίτμαν αποφάσισε να οπισθοχωρήσει. Διέταξε αμέσως τον οδηγό του να γυρίσει το άρμα προς την κατεύθυνση από την οποία ήρθαν, για να απομακρυνθούν.
Καθώς ο «Τίγρης» κινήθηκε ελάχιστα προς τα πίσω, ήταν η σειρά του βρετανικού άρματος να βάλει. Με έναν βαθύ κρότο, το πυροβόλο των 17 pdr έστειλε ψηλά στο ασπίδιο του πυροβόλου του «Τίγρη» ένα βλήμα, που εξοστρακίστηκε χωρίς να προκαλέσει σοβαρή ζημιά.
Τα άλλα άρματα της Ίλης «Β» τραβήχτηκαν προς τα πίσω για να καλυφθεί καλύτερα, καθώς το γερμανικό βλήμα είχε κατεδαφίσει μέρος του κτηρίου που το κάλυπτε και το μεγαλύτερο τμήμα του ήταν τώρα εκτεθειμένο. Επιπλέον, ερείπια είχαν πέσει και πάνω στο άρμα καλύπτοντας τα σκοπευτικά του και εμποδίζοντας την εκτέλεση νέας βολής.
Ο Βίτμαν διέταξε τον οδηγό του να κάνει επιτόπια στροφή και έδωσε εντολή στον Βολ να κρατάει το πυροβόλο στραμμένο συνεχώς προς τον εχθρό για να βάλει σε περίπτωση που κάποιος ξεπρόβαλε για να συνεχίσει τη μάχη. Κανείς όμως δεν εμφανίσθηκε ύστερα από την αστραπιαία αυτή ανταλλαγή πυρών και ο «Τίγρης» απομακρύνθηκε πάση δυνάμει.
Το πυροβόλο επανήλθε από την οπίσθια θέση στην κανονική εμπρόσθια, ενώ ο Βίτμαν πάντα με ανοικτή τη θυρίδα του ερευνούσε πυρετωδώς την περιοχή τριγύρω για κάποια άλλη εχθρική παρουσία. Και αυτή δεν άργησε να φανεί.
Επρόκειτο για το «Κρόμγουελ» του Ντάιας, που βγαίνοντας από τον κήπο είχε ακολουθήσει τον «Τίγρη» με την ελπίδα να την προσβάλει στο οπίσθιο μέρος, εκεί όπου το πυροβόλο των 75 χλστ. θα μπορούσε να του προκαλέσει σοβαρή ζημιά και να τον εξουδετερώσει.
Τώρα καθώς ξεπρόβαλε μέσα από τον καπνό των άλλων καιομένων αρμάτων είδε έκπληκτος το γερμανικό άρμα να έρχεται κατευθείαν επάνω του. Συγκρατώντας το ξάφνιασμά του, διέταξε τον πυροβολητή του να βάλλει από απόσταση όχι μεγαλύτρη από 70-80 γιάρδες και ελπίζοντας και πάλι ότι η βολή του θα μπορούσε να διατρήσει τον θώρακα του αντιπάλου.
Το βλήμα ωστόσο, παρότι βρήκε τον στόχο του δεν προξένησε καμία απολύτως ζημιά στο γερμανικό άρμα και την ίδια τύχη είχε και ένα δεύτερο βλήμα αμέσως μετά.
Ο Ντάιας, με κομμένη την ανάσα, είδε την αποτυχία των βολών του γνωρίζοντας ότι ελάχιστα δευτερόλεπτα ζωής του απέμεναν πλέον. Ωστόσο, δεν μπορούσε να διατάξει το πλήρωμα του να εγκαταλείψει το άρμα. Έκανε μια απόπειρα ακόμη να κτυπήσει το αντίπαλο άρμα με μια τρίτη βολή, αλλά πριν προλάβει ήταν η σειρά του «Τίγρη» να απαντήσει.
Ο Βίτμαν μόλις είχε προλάβει να δει το «Κρόμγουελ» ακριβώς πριν αυτό βάλει και χωθεί στον πυργίσκο του. Κραύγασε στον Βολ να ανοίξει πυρ κι αυτός ανταποκρίθηκε άμεσα.
Το βλήμα των 88 χλστ. εισχώρησε στη δεξιά πλευρά του πύργου του «Κρόμγουελ», διατρυπώντας τον από την πίσω δεξιά πλευρά. Ο γεμιστής σκοτώθηκε επί τόπου και ο Ντάιας εκτινάχθηκε από τη θυρίδα του και έπεσε τραυματισμένος στον δρόμο, απ’ όπου τον τράβηξε ο πυροβολητής του σε μια πάροδο. Ο Βίτμαν δεν καθυστέρησε στο σημείο αυτό.
Ερευνώντας προσεκτικά το περιβάλλον και με τον Βολ να περιστρέφει αργά τον πυργίσκο έτοιμος να βάλει, ο υπίλαρχος απομακρύνθηκε γρήγορα από την κωμόπολη, επιστρέφοντας στο σημείο εκκίνησής του.
Πίσω, ο Ντάιας ήρθε σε επαφή με την Ίλη «Β» αναφέροντας λεπτομερώς τι είχε συμβεί στο τμήμα του και προσπαθώντας απεγνωσμένα να πιάσει επαφή με την Ίλη «Α» που εξακολουθούσε να μένει προωθημένη και ουσιαστικά αποκομμένη από τις άλλες βρετανικές δυνάμεις.
Όταν επιτέλους η σύνδεση έγινε δυνατή, ο συνταγματάρχης Κράνλι τον πληροφόρησε ότι και ο ίδιος εκείνη την στιγμή δεχόταν επίθεση από «Τίγρεις». Ύστερα η επαφή κόπηκε απότομα χωρίς να αποκατασταθεί πλέον.
Η δεύτερη επίθεση
Καθώς ο Βίτμαν επέστρεψε στο σημείο εξόρμησής του, πριν καν ακόμη το άρμα του σταματήσει, πήδηξε στο έδαφος και ήρθε σε επικοινωνία με τον Ζεπ Ντίτριχ αναφέροντάς του λεπτομερώς τι ακριβώς είχε συμβεί και πώς είχε η κατάσταση στο Βιλέρ-Μποκάζ.
Εκείνος του υπέδειξε ότι η 1η Ίλη της 101ης Eπιλαρχίας Βαρέων Aρμάτων Ες Ες υπό τον ίλαρχο Μέμπιους βρισκόταν εκεί κοντά με 8 «Τίγρεις» και ότι ο ίδιος μπορούσε να «δανεισθεί» ένα άρμα που είχε πλήρη καύσιμα και πυρομαχικά για να συνεχίσει την επίθεσή του. Έτσι και έγινε. Ύστερα από μια σύντομη συζήτηση με τον Μέμπιους, ο Βίτμαν πήρε ένα νέο άρμα και μαζί με δύο άλλους «Τίγρεις» και ένα Μαρκ IV που ανήκε στην Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Λερ», ρίχθηκε ξανά στην επίθεση.
Ο Βίτμαν ήλπιζε ότι τα προπορευόμενα βρετανικά άρματα θα είχαν μείνει ψηλά στην οδό Ν175. Ήλπιζε επίσης να προλάβει να τους επιτεθεί πριν επιστρέψουν στην κωμόπολη. Έτσι σχεδίασε να ξεκινήσει από νοτιοανατολικά και αφού διασχίσει τον δρόμο να τους επιτεθεί από νοτιοδυτική κατεύθυνση.
Καθώς ο χρόνος είχε ζωτική σημασία όχι μόνο για την ταχύτερη δυνατή επιστροφή στο πεδίο της μάχης, αλλά και για να μη μείνουν εκτεθειμένα τα άρματα σε πιθανή επίθεση των συμμαχικών αεροπλάνων, ο Βίτμαν διέταξε να κινηθούν τα άρματα με την ανώτερη ταχύτητά τους.
Φθάνοντας στη δασώδη περιοχή όπου είχε αποκρυβεί πριν από την πρώτη του επίθεση, ο υπίλαρχος διέταξε στάση και σβήσιμο των μηχανών. Κατόπιν, πήδηξε από το άρμα του για να κάνει μια γρήγορη αναγνώριση. Πλησιάζοντας τον δρόμο κινούμενος με προσοχή μέσα από τα κλαδιά, άκουσε θόρυβο και ομιλίες στρατιωτών που όμως δεν μπορούσε να καθορίσει την ταυτότητά τους εξαιτίας της αποστάσεως.
Λίγο μετά αποκαλύφθηκε ολόκληρη η εχθρική φάλαγγα στα μάτια του. Άρματα «Σέρμαν», «Κρόμγουελ» και διάφορα άλλα οχήματα σε πυκνό σχηματισμό και χωρίς μέτρα άμυνας, ήταν παραταγμένα κατά μήκος του δρόμου. Δεν χρειαζόταν να δει τίποτε άλλο. Ο εχθρός ήταν και εδώ ανυποψίαστος παρά τη μάχη που είχε προηγηθεί και που σίγουρα ο αχός της θα είχε ακουσθεί.
Τρέχοντας γύρισε πίσω στο άρμα του κάνοντας ταυτόχρονα σήμα με το χέρι του να κινηθούν όλοι ορμητικά. Καθώς χώθηκε στη θυρίδα του, εξήγησε με τον ασύρματο στους υπόλοιπους αρχηγούς την κατάσταση που θα αντιμετώπιζαν. Ο ίδιος θα επετίθετο και πάλι μόνος ενώ οι άλλοι τρεις κινούμενοι από τη δεξιά του πλευρά θα προσέβαλαν οποιοδήποτε εχθρικό όχημα που θα αποπειράτο να διαφύγει.
Παρόλο που ο θόρυβος των αρμάτων του θα έφθανε λογικά στα αυτιά των Βρετανών υπολόγιζε ότι το δάσος θα μείωνε τον θόρυβο και σε συνδυασμό με τη λειτουργία στο ρελαντί κάποιων βρετανικών κινητήρων, ο θόρυβος αυτός σχεδόν θα σκεπαζόταν. Καθώς τα άρματα άφησαν πίσω τους το δάσος, μπροστά απλώθηκε μια ακάλυπτη περιοχή και ο δρόμος Ν175. Το άρμα του Βίτμαν πλησίασε με ταχύτητα και με μια απότομη στροφή διέσχισε τον δρόμο. Οι υπολογισμοί του ήταν σωστοί. Μπροστά του είχε την κορυφή της βρετανικής φάλαγγας. Διέταξε τον Βολ να φέρει το πυροβόλο στην θέση-«ώρα 10» και να αρχίσει το πυρ μόλις μπει στο σκοπευτικό του το πρώτο βρετανικό άρμα.
Καθώς ο Βίτμαν προσέγγιζε τη βρετανική φάλαγγα, πανικός κατέλαβε με πλήρη αιφνιδιασμό τους Βρετανούς. Τα πληρώματα των αρμάτων ήταν εκτός θέσεων με τους άνδρες είτε να πίνουν τσάι, είτε να ελέγχουν τα οχήματα, είτε απλώς να ξεμουδιάζουν. Κάποιες από τις μηχανές ήταν σε λειτουργία για επαναφόρτιση συσσωρευτών πράγμα που βοήθησε στην κάλυψη του θορύβου των γερμανικών αρμάτων.
Μια και η απόσταση που χώριζε τους αντιπάλους ήταν πια ελάχιστη, οι Βρετανοί δεν έκαναν καν προσπάθεια να επανδρώσουν τα άρματά τους για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Εκ πείρας γνώριζαν ότι το άρμα «Τίγρης» ήταν φοβερά δύσκολος αντίπαλος και από τη στιγμή που δεν ήταν προετοιμασμένοι να τον αντιμετωπίσουν επιστρατεύντας όλες τους τις ικανότητες και τα μέσα που διέθεταν, θα ήταν αφελές τώρα την τελευταία στιγμή να αποπειραθούν να σταθούν απέναντί του. Έτσι η μόνη διαταγή που ακούστηκε ήταν να παρατήσουν τα άρματα και να διασκορπισθούν κοιτάζοντας να σώσει ο καθένας τον εαυτό του. Το πρώτο όχημα που ήταν επικεφαλής ήταν ένα διοικητικό, ακολουθούμενο από ένα ημιερπυστριοφόρο Μ3. Ο Βίτμαν διέταξε τον Βολ να κτυπήσει το Μ3 για να φράζει τον δρόμο.
Η οβίδα των 88 χλστ. διέλυσε το όχημα βάζοντας φωτιά στα καύσιμά του και καλύπτοντας με πυκνό καπνό το νέο πεδίο μάχης. Το διοικητικό όχημα απλώς γαζώθηκε με το πολυβόλο, αφού μια οβίδα θα ήταν υπερβολική σπατάλη γι’ αυτό. Ο Βίτμαν διέταξε επίσης τον πολυβολητή να ρίχνει ακατάπαυστα με το πολυβόλο του για να καθηλώσει τους Βρετανούς που είχαν βρει καταφύγιο δεξιά και αριστερά του δρόμου. Στη σειρά τώρα παρουσιάστηκαν 12 παρατημένα «Κρόμγουελ». Με χαμηλή ταχύτητα ο «Τίγρης» πλησίασε. Ο γεμιστής επανατροφοδοτούσε με φρενήρη προσπάθεια το πυροβόλο, ενώ ο Βολ σκόπευε και πυροβολούσε καταστρέφοντας το ένα μετά το άλλο τα ακινητοποιημένα άρματα.
Καθώς το έδαφος που εκινείτο το άρμα ήταν σχεδόν επίπεδο, ο Βολ κράτησε σταθερό το πυροβόλο του σ’ ένα ορισμένο ύψος φωνάζοντας μονάχα στον οδηγό να σταματά κάθε φορά που άλλαζε στόχο. Πολύ σύντομα και τα 12 «Κρόμγουελ» τυλίχθηκαν στις φλόγες καθώς ανατινάχθηκαν τα πυρομαχικά που έφεραν και άρπαξαν φωτιά τα καύσιμα τους.
Όταν ο Βίτμαν έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του άρματός του, είδε ένα απίστευτο θέαμα. Ο γεμιστής του πυροβόλου, κάθιδρος και γκρίζος από τους καπνούς, βήχοντας ασταμάτητα από το σύννεφο του κορδίτη που έβγαινε από το πυροβόλο, συνέχιζε παρ’ όλα αυτά να γεμίζει σαν αυτόματο. Έχοντας ελάχιστο χώρο στη διάθεσή του, καθώς ήταν περιτριγυρισμένος από βλήματα έτοιμα προς χρήση, ο άνδρας αυτός όχι μόνο είχε κρατήσει σταθερό τον ρυθμό των βολών αλλά είχε πετάξει και μερικούς κάλυκες έξω από το άρμα για να αδειάσει τον χώρο! Τι περισσότερο μπορούσε να ζητήσει ένας αρχηγός πληρώματος από τους άνδρες του;
Ο επόμενος στόχος ήταν 4 Σέρμαν Μ4Α4 «Φάιρφλαϊ», το μόνο δυτικό άρμα που μπορούσε να αντιπαραχθεί χάρις στο ισχυρό του πυροβόλο των 17 pdr στον «Τίγρη». Ωστόσο, τα 4 άρματα ήταν τώρα ακίνδυνα. Όπως και τα «Κρόμγουελ» έτσι και αυτά το ένα κατόπιν του άλλου καταστράφηκαν από τον Βολ. Πίσω από τα «Φάιρφλαϊ» ήταν παραταγμένα 14 Μπρεν-κάρριερ που έσυραν αντιαρματικά πυροβόλα των 6 pdr.
Ο Βίτμαν, βλέποντας μέσα από τον καπνό αυτά τα οχήματα είπε στη Βολ να ρίξει στο πρώτο με το πυροβόλο. Το βλήμα των 88 χλστ. διαπέρασε το πρώτο Μπρεν-κάρριερ διαλύοντάς το, για να καταλήξει στο δεύτερο κατά σειρά με τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα.
Μια και τα οχήματα αυτά ήταν εξαιρετικά αδύνατοι στόχοι, ο Βίτμαν διέταξε να τα καταστρέψουν με πολυβολισμό βάζοντας έτσι φωτιά στα καύσιμά τους, είτε ανατινάζοντας τα πυρομαχικά τους. Με αυτό τον τρόπο, ολόκληρη η φάλαγγα πυρπολήθηκε ενώ το γερμανικό πεζικό που πλησίασε συνέλαβε 280 αιχμαλώτους μεταξύ των οποίων και τον συνταγματάρχη Κράνλι.
Αφού καταστράφηκε η βρετανική προφυλακή, ο Βίτμαν αποφάσισε να μπει για δεύτερη φορά στο Βιλέρ-Μποκάζ με σκοπό να φθάσει και πάλι στην οδική διασταύρωση. Σε φάλαγγα κατά άρμα, τα 4 γερμανικά άρματα ακολούθησαν τον δρόμο προς την κωμόπολη. Μέσα σε αυτήν, ύστερα από ενέργειες του υπίλαρχου Ντάιας, η Ίλη «Β» είχε τεθεί σε εγρήγορση.
Γνωρίζοντας ότι η Ίλη «Α» αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, αποφασίστηκε να σταλούν 4 άρματα για ενίσχυση με επικεφαλής τον υπίλαρχο Κόττον. Τα άρματα αυτά κινήθηκαν από μια πάροδο με πολύ προσεκτικό τρόπο αφού τα πληρώματα δεν γνώριζαν αν οι Γερμανοί είχαν διεισδύσει στην πόλη. Περιμένοντας λοιπόν ανά πάσα στιγμή την παρουσία κάποιου άρματος ή προσπαθώντας να διαπιστώσουν εάν υπήρχε κάποια ενέδρα πεζικού, τα βρετανικά άρματα έχασαν χρόνο.
Όταν έφθασαν τελικά στην άκρη της κωμόπολης βρέθηκαν μπροστά στο ανάχωμα μιας σιδηροδρομικής γραμμής. Ο φόβος ότι κατά την κίνηση της υπερπήδησής της θα εξέθεταν στον εχθρό τα αδύνατα τμήματά τους έκανε τον επικεφαλής να αποφασίσει την επιστροφή στην κωμόπολη. Εκεί ο Κόττον σχεδίασε τη δική του ενέδρα με την οποία ήλπιζε να κτυπήσει όποιο εχθρικό όχημα θα αποφάσιζε να μπει στο Βιλέρ-Μποκάζ.
Η ιδέα ήταν απλή: Τα άρματα τοποθετήθηκαν σε κάθετες παρόδους προς την κύρια οδό, απ’ όπου είχε περάσει προηγουμένως ο Βίτμαν, οπότε αθέατα θα μπορούσαν από ελάχιστη απόσταση να προσβάλλουν τα πλευρά των εχθρικών τεθωρακισμένων με σχεδόν σίγουρες πιθανότητες επιτυχίας ακόμη και εάν επρόκειτο για «Τίγρεις». Αφού τα βρετανικά άρματα έσβησαν τις μηχανές τους, περίμεναν την πιθανή άφιξη του αντιπάλου. Και αυτός δεν άργησε να φανεί.
Με επικεφαλής τον Βίτμαν, τα 4 γερμανιά άρματα μπήκαν στο Βιλέρ-Μποκάζ προσπερνώντας τα 4 Κρόμγουελ που είχε καταστρέψει πρωτύτερα ο υπίλαρχος. Επιφυλακτικός ο Βίτμαν, διέταξε το σβήσιμο των μηχανών για να αφουγκρασθούν τυχόν προσέγγιση βρετανικών αρμάτων. Μην ακούγοντας ωστόσο τίποτε, αφού και ο αντίπαλος είχε σιγήσει τις δικές του μηχανές, τα άρματα προχώρησαν και πάλι μπροστά. Η παγίδα όμως απέφερε το πρώτο του θύμα. Καθώς ένα Σέρμαν Μ4Α4 «Φάιρφλαϊ» βρισκόταν σε ένα παράπλευρο δρόμο ο αρχηγός του πληρώματος μέσα από δύο παράθυρα ενός γωνιαίου κτηρίου, είδε να διαγράφεται στον επόμενο δρόμο η σιλουέτα ενός «Τίγρη».
Επρόκειτο για το τελευταίο στη σειρά άρμα της μικρής φάλαγγος του Βίτμαν. Έχοντας το πλεονέκτημα με το μέρος του, ο Βρετανός πυροβολητής έριξε πρώτος. Η οβίδα των 17 pdr πέρασε μέσα από τα δύο παράθυρα και σφηνώθηκε στο πλευρό του πύργου του γερμανικού άρματος που άρπαξε αμέσως φωτιά. Μετά την βολή, το «Σέρμαν» αποτραβήχθηκε αμέσως σε άλλη θέση για να μην εντοπισθεί είτε από άρματα είτε από πεζοπόρα τμήματα των Γερμανών.
Ο Βίτμαν, βλέποντας την καταστροφή του άρματός του, αντιλήφθηκε ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα και το πιο πιθανό ήταν να έχει οργανώσει ο εχθρός ενέδρα στην οποία θα είχε και το πρώτο χέρι. Αν και η λύση θα ήταν η αποχώρηση από την κωμόπολη, εν τούτοις οι διαταγές υπογράμμιζαν ότι με κάθε κόστος έπρεπε να εξασφαλισθεί η διασταύρωση. Έτσι υποχρεώθηκε να υποχωρήσει.
Το Σέρμαν «Φάιρφλαϊ», που είχε προηγουμένως εξουδετερώσει τον ένα «Τίγρη», είχε πάρει θέση για βολή σε έναν κάθετο δρόμο προς την οδό που εκινείτο τώρα ο Βίτμαν. Αν και είχε όλον τον χρόνο να ρυθμίσει το πυροβόλο του και να θέσει εκτός μάχης το γερμανικό άρμα με την πρώτη βολή, ο πυροβολητής, νευρικός από την ένταση, απέτυχε.
Καθώς το άρμα του Βίτμαν παρουσιάσθηκε μπροστά στο άνοιγμα του δρόμου και μάλιστα με την κάννη ευθεία εμπρός σε θέση-«ώρα 12», εντελώς ακίνδυνα δηλαδή, ο πυροβολητής έβαλλε, για να φύγει ωστόσο το βλήμα μόλις επάνω από το πυροβόλο του «Τίγρη», σκάζοντας στο απέναντι κτήριο. Έτσι ο Βίτμαν γλίτωσε από το κτύπημα συνεχίζοντας την πορεία του όχι όμως και το Μαρκ IV που δέχθηκε ένα νέο βλήμα από το Σέρμαν και εκτός ελέγχου πλέον, κύλησε προς τα εμπρός. Καθώς ο Βρετανός γεμιστής προσπαθούσε να επαναγεμίσει το πυροβόλο του, ο τρίτος και τελευταίος «Τίγρης» πέρασε από μπροστά του ακολουθώντας τον Βίτμαν. Αυτό το άρμα όμως έγινε στόχος ένος Κρόμγουελ. Και αυτός όμως ο Βρετανός πυροβολητής, παρ’ όλη την μικρή απόσταση, έχασε για λίγο τον στόχο του.
Ωστόσο το άρμα ακολούθησε τον «Τίγρη» και μια νέα βολή στο πίσω μέρος του, όπου και η μηχανή, τον πυρπόλησε.
Ακούγοντας αρχικά και μετά βλέποντας το τι έγινε, ο Βίτμαν προαισθάνθηκε τι έμελλε να επακολουθήσει. Συνέχισε όμως στωικά την εκτέλεση της αποστολής του. Πλησιάζοντας έναν ακόμη κάθετο δρόμο, διέταξε τον Βολ να στρέψει το πυροβόλο στην θέση-«ώρα 9» για να προσβάλει απευθείας το εχθρικό άρμα που κατά πάσα πιθανότητα θα παραμόνευε εκεί.
Πριν όμως ο Βολ προλάβει να περιστρέψει τον πυργίσκο, μια βολή από ένα βρετανικό αντιαρματικό των 6 pdr που είχε πάρει κι αυτό θέση βολής, έπληξε το άρμα στην αριστερή του πλευρά, προκαλώντας ζημιά στην ερπύστρια. Ο «Τίγρης» πλέον δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσει να μάχεται αν και ο οδηγός επιδέξια κατάφερε, χρησιμοποιώντας όλη την ισχύ του κινητήρα στη δεξιά ερπύστρια, να προχωρήσει και να τον φέρει στο πλάι ενός κτηρίου.
Μέσα στο άρμα, κανείς δεν είχε πάθει τίποτε αν και ήταν φανερό ότι είχε τεθεί εκτός μάχης. Μη θέλοντας να δώσει στον εχθρό τη δυνατότητα να πλησιάσει και να τους αποτελειώσει, ο Βίτμαν διέταξε τον Βολ να ρίξει μερικά βλήματα τριγύρω, ενώ ταυτόχρονα και τα δύο πολυβόλα άρχισαν να γαζώνουν τον δρόμο και τα περιβάλλοντα κτήρια.
Καθώς δεν υπήρξε εχθρική αντίδραση, το πλήρωμα παίρνοντας τα ατομικά όπλα του καθώς και τα δύο πολυβόλα του άρματος για επιπλέον προστασία, βγήκε προσεκτικά από τον ακινητοποιημένο «Τίγρη» και ξεγλιστρώντας μέσα από την κωμόπολη, επέστρεψε με τα πόδια στις φίλιες γραμμές.
Επίλογος
Αν και η δεύτερη απόπειρα των γερμανικών αρμάτων να φθάσουν στον οδικό κόμβο απέτυχε, εν τούτοις και οι Βρετανοί δεν ήταν σε θέση να κρατήσουν το Βιλέρ-Μποκάζ.
Κατά το μεσημέρι, ένα Τάγμα της Τεθωρακισμένης Μεραρχίας «Λερ», ενισχυμένο με άλλα τμήματα επετέθη κατά της κωμοπόλεως. Ο αγώνας συνεχίσθηκε μέχρι το απόγευμα, έως ότου με την επέμβαση στοιχείων της 2ας Τεθωρακισμένης Μεραρχίας οι Βρετανοί διώχθηκαν από το Βιλέρ-Μποκάζ.
Έτσι, ο κίνδυνος που απειλούσε όχι μόνο το πλευρό της Τεθωρακισμένης Μεραρχίας «Λερ», αλλά και ολοκλήρου του 1ου Τεθωρακισμένου Σώματος των Ες Ες, με βέβαιο συνεπακόλουθο την κατάρρευση της άμυνας του Καν, αποφεύχθηκε.
Και αυτό οφειλόταν, όπως υπογράμμισε στην αναφορά του ο στρατηγός Ντίτριχ, «… στη γενναιότητα και την πρωτοβουλία που ανέπτυξε ο υπίλαρχος Μίχαελ Βίτμαν, ανατρέποντας μόνος του την 22η Βρετανική Ταξιαρχία. Και αυτό ενώ δεν υπήρχαν στον 1ο Τεθωρακισμένο Σώμα των Ες Ες διαθέσιμες άλλες εφεδρείες». Ο Βίτμαν προήχθη σε ίλαρχο και με διαταγή της 22ας Ιουνίου του 1944 του απονεμήθηκαν τα Ξίφη επί των Φύλλων Δρυός του Σταυρού των Ιπποτών που παρέλαβε από τον ίδιο τον Χίτλερ την 25η του ιδίου μηνός.
Αυτό ήταν και το αποκορύφωμα της εξαιρετικής καριέρας του Βίτμαν που τον ανέδειξε στον κορυφαίο αρματιστή όλων των σύγχρονων πολέμων. Πέρα από το ότι ο ίδιος ήταν ένα προικισμένο άτομο με αυθεντικό ταλέντο κυνηγού, η άριστη εκπαίδευση όχι μόνο του ιδίου αλλά και των συναδέλφων του που τον περιέβαλαν, οδήγησαν στα αποτελέσματα που τον ξεχώρισαν σαν πολεμιστή.
Επιβεβαιώθηκε δηλαδή για μια ακόμη φορά, ότι ένα εξαίρετο πολεμικό μέσο, όπως ήταν το άρμα «Τίγρης» για την εποχή του, συνδυασμένο με άριστης ποιότητος προσωπικό, εγγυάται την επιτυχία στο πεδίο της μάχης. Στην περίπτωση της αρματομαχίας του Βιλέρ-Μποκάζ ο συνδυασμός αυτός άγγιζε τα ακραία όριά του, αφού η δράση ενός και μόνο άρματος ανέτρεψε τα σχέδια του αντιπάλου αψηφώντας τα πολυαριθμότερα μέσα του, εφόσον το στοιχείο του αιφνιδιασμού από κοινού με την ποιοτική υπεροχή στο έμψυχο και άψυχο υλικό πέτυχε το θεωρούμενο αδύνατο.
Το γερμανικό μέτωπο συγκρατήθηκε για δύο περίπου μήνες ακόμη, ασχέτως εάν τελικά η κατάρρευση κατέστη αναπόδραστη. Η δράση όμως του Μίχαελ Βίτμαν στο Βιλέρ-Μποκάζ έχει μείνει σημείο αναφοράς στην ιστορία του πολέμου των τεθωρακισμένων, όχι απλώς ως ανάμνηση ενός μεγάλου πολεμιστή, αλλά ως υποδειγματικός συνδυασμός ανθρώπου και άρματος.