ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Αν δεν ψηφίσουν οι νεοδημοκράτες στον ΣΥΡΙΖΑ όπως έκαναν στο ΠΑΣΟΚ «δεν έχει γούστο»
prodeals

ΒΙΤΣΙ – ΓΡΑΜΜΟΣ (10-30 Αυγούστου 1949): Ο Εθνικός Στρατός συντρίβει τον ΔΣΕ

Οι μάχες στο Βίτσι (10-15 Αυγούστου) και στον Γράμμο (24-30 Αυγούστου) αποτέλεσαν τις τελευταίες, αλλά και τις αιματηρότερες μάχες του ανταρτοπόλεμου. Ο Ζαχαριάδης και η ηγεσία του πίστευαν ότι ήταν σε θέση να κρατήσουν τις άριστα οργανωμένες αμυντικές θέσεις τους στο Βίτσι και στον Γράμμο, έναντι στον υπερέχοντα πλέον σε κάθε τομέα Ε.Σ

ΒΙΤΣΙ – ΓΡΑΜΜΟΣ  (10-30 Αυγούστου 1949): Ο Εθνικός Στρατός συντρίβει τον ΔΣΕ

Παρά τις προσδοκίες του Ζαχαριάδη, ενώπιον της συντριπτικής πλέον υπεροχής, υλικής και προπάντων ηθικής του Ε.Σ., οι µαχητές του ∆ΣΕ, όσο καλά και να πολεµούσαν, δεν είχαν καµία ελπίδα επιτυχίας.

Αυτή ήταν η µεγάλη αλήθεια που η ηγεσία του ∆ΣΕ συστηµατικά απέκρυψε από τους µαχητές, υποχρεώνοντάς τους σε άσκοπες και άδικες θυσίες. Το αυτό ατόπηµα δε, διέπραξε την εποµένη της συντριβής µε την αµίµητη δήλωση ότι: «Ο ∆ΣΕ δεν ηττήθηκε, αλλά έθεσε το όπλο παραπόδας».

Οι µάχες στο Βίτσι και στον Γράµµο, πάντως, πρακτικά σηµατοδότησαν το τέλος του ανταρτοπόλεµου, αφού ο ∆ΣΕ διαλύθηκε και τα υπολείµµατά του κατέφυγαν στις «αδελφές» χώρες και η ηγεσία του στη Σοβιετική Ένωση, τηρώντας µια διφορούµενη στάση, προβαίνοντας από καιρό σε καιρό σε άτοπες ενέργειες -αποστολή Μπελογιάννη, ραδιοφωνική δηµοσιοποίηση του ονόµατος του αρχηγού της ΕΟΚΑ Γρίβα «∆ιγενή» κ.ά.-, οι οποίες αποδείχτηκαν τελικά αρνητικές και για τους ίδιους.

Βίτσι

(10-15 Αυγούστου 1949)

Μετά την παραπλανητική επίθεση του Α’ Σ.Σ. στον Γράµµο, στις 10 Αυγούστου το Β’ Σ.Σ. εξαπέλυσε την πρώτη κύρια επίθεση κατά του άριστα οχυρωµένου ορεινού συγκροτήµατος του Βίτσι. Σύµφωνα µε τα στοιχεία του Ε.Σ. επί του Βίτσι αµύνονταν περίπου 7-8.000 µαχητές του ∆ΣΕ, µαζί µε τις βοηθητικές δυνάµεις –περίπου 5.500 µάχιµοι– ενταγµένοι στην 10η (14η και 102η Ταξιαρχίες) και 11η (18η και 103η Ταξιαρχίες) µεραρχίες, την 105η Ταξιαρχία και την ταξιαρχία της σχολής αξιωµατικών.

Οι δυνάµεις αυτές ήταν ιδιαίτερα ενισχυµένες σε πυροβολικό, αναλογικά του όγκου τους, διαθέτοντας  ορειβατικά πυροβόλα των 75 και 105 χλστ., 12 πεδινά πυροβόλα των αυτών διαµετρηµάτων, 15 αντιαεροπορικά πυροβόλα των 20 και 37 χλστ. και 27 αντιαρµατικά πυροβόλα.

Οι δυνάµεις αυτές είχαν κατανεµηθεί ως εξής:

Επί του όρους Βαρνούς είχαν αναπτυχθεί 4 τάγµα πεζικού µε 8 ορειβατικά, 5 πεδινά και 5 αντιαρµατικά πυροβόλα, µε συνολική δύναµη 1.500 περίπου µαχητές.

Επί της γραµµής Πολενάτα –Πλατύ, Κούλα-Ρότο είχαν αναπτυχθεί 3 τάγµατα πεζικού µε 10 ορειβατικά, 4 πεδινά και 10 αντιαρµατικά πυροβόλα, µε συνολική δύναµη 1.250 περίπου µαχητές.

Επί της γραµµής Γιαµάτα-Μπάρο- Λέσιτς- Τσούκα είχαν αναπτυχθεί 3 τάγµατα µε 6 ορειβατικά, 6 πεδινά και 6 αντιαρµατικά πυροβόλα, µε συνολική δύναµη 1.000 περίπου µαχητές.

Επί της τοποθεσίας Μάλι Μάδι-Φραγκοβίστα-Αγ. Αθανάσιος-Κωστενέτσι Σµάρδεσι είχαν αναπτυχθεί 3 τάγµατα πεζικού µε 8 ορειβατικά, 3 πεδινά και 6 αντιαρµατικά πυροβόλα, µε συνολική δύναµη περίπου 1.250 µαχητών.

Την εφεδρεία, αποτελούσαν η 105η ταξιαρχία, ανεπτυγµένη στην περιοχή Κρυσταλοπηγή -Μάλι Μάδι και η ταξιαρχία της σχολής αξιωµατικών, ανεπτυγµένη στην περιοχή Βάρµπας, µε περίπου 1.100 συνολικά µαχητές. Η αµυντική γραµµή του ∆ΣΕ ακολουθούσε γενικά το ορεινό ανάγλυφο της περιοχής, µε το αριστερό της σταθερά στηριγµένο στα γιουγκοσλαβικά σύνορα. Από εκεί το µέτωπο του ∆ΣΕ κινούνταν κάθετα σχεδόν κατά µήκος του όρους Βαρνούς από το Μπούφι-Πισοδέρι, απέναντι από τη Φλώρινα, µέχρι την εξέχουσα του Βίτσι, που αποτελούσε και τον στροφέα της τοποθεσίας.

Από εκεί η γραµµή του µετώπου κινούνταν µε κατεύθυνση νοτιοδυτική, περνούσε την κοιλάδα του Αλιάκµονα, απέναντι από την Καστοριά και κατέληγε στα αλβανικά σύνορα στην περιοχή της Κρυσταλοπηγής.

Η όλη τοποθεσία ήταν οργανωµένη σε βάθος και είχε στηριγµένα σταθερά και τα δύο της πλευρά, αφήνοντας ως µόνη επιλογή στον Ε.Σ. την κατά µέτωπο προσβολή της. Ο ∆ΣΕ είχε οργανώσει τη αµυντική του τοποθεσία σε πολύ µεγάλο βάθος. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στον βόρειο τοµέα η οχυρωµένη ζώνη από το όρος Βαρνούς έφτανε µέχρι τη χερσόνησο του Πύξου ανάµεσα στη Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα!

Οι οργανώσεις του εδάφους συνίσταντο σε σειρές σηµείων στηρίγµατος σε δεσπόζουσες θέσεις, επί υποχρεωτικών διαβάσεων και διέθεταν χαρακώµατα ορθίου βάλλοντος, πολυβολεία εντός σκεπάστρων προστατευµένων µε 10-12 σειρές κορµών δέντρων, τα οποία δεν µπορούσαν να εξουδετερωθούν από το Πυροβολικό του Ε.Σ., σειρές ναρκοπεδίων και συρµατοπλέγµατος. Στον αµυντικό αγώνα βοηθούσε και το ορεινό ανάγλυφο του εδάφους και τα πυκνά δάση που υπήρχαν εκεί.

Πρόθεση της ηγεσίας του ∆ΣΕ ήταν να αµυνθεί επί της οχυρωµένης τοποθεσίας «άνευ ιδέας υποχωρήσεως», µε όλα τα µέσα, διεξάγοντας τοπικές αντεπιθέσεις µε τις εφεδρικές της δυνάµεις. Κυρίως το βάρος της άµυνας είχε εντοπισθεί στο δεξιό και αριστερό πλευρό, αφήνοντας το κέντρο, στην εξέχουσα του Βίτσι (γραµµή Πολενάτας-Πλατύ -Κούλα-Ρότο) να φρουρείται από σχετικά ελαφρές δυνάµεις. Επίσης και η ισχυρότερη εφεδρεία του ∆ΣΕ ήταν ανεπτυγµένη στην περιοχή Κρυσταλοπηγής, στο δυτικό άκρο του µετώπου και δεν µπορούσε άµεσα να χρησιµοποιηθεί σε περίπτωση προσβολής του κεντρικού τοµέα.

Απέναντι στις δυνάµεις αυτές ο Ε.Σ. ανέθεσε την επιχείρηση διάσπασης της τοποθεσίας Βίτσι στο Β’ Σ.Σ., το οποίο ενισχύθηκε κατάλληλα. Το Σώµα διέθετε την ΙΙ Μεραρχία, µε τις 3η Ορεινή, 21η και 22η Ταξιαρχίες, την IX Μεραρχία, µε τις 41η, 42 και 43η Ταξιαρχίες, την Χ Μεραρχία µε τις 35η, 36η και 37η Ταξιαρχίες, την ΧΙ Μεραρχία µε τις 31ης και 33η Ταξιαρχίες, την ΙΙΙ Μεραρχία Καταδροµών, υπό τον αείµνηστο στρατηγό Ανδρέα Καλλίνσκι µε δύο ταξιαρχίες (5 µοίρες) καταδροµών, το 12ο Ελαφρύ Σύνταγµα Πεζικού (ΕΣΠ), έξι τάγµατα εθνοφρουράς σε δευτερεύοντα ρόλο, 4 συντάγµατα πεδινού πυροβολικού, 3 µοίρες µέσου πυροβολικού, 5 µοίρες ορειβατικού πυροβολικιού, τα ΙΙ και ΙΧ Συντάγµατα Αναγνώρισης, την ΧΙ Ίλη Αρµάτων (14 άρµατα Κένταυρος), 6 λόχους Μηχανικού,  6 τάγµατα ∆ιαβιβάσεων και το σύνολο των αεροπορικών µέσων. Το γενικό στρατηγείο κράτησε ως εφεδρεία, στο Άργος Ορεστικό, την XV Μεραρχία και την 32η Ταξιαρχία τα ΧΙ Μεραρχίας.

Από τη σύγκριση των δυνάµεων καταφαίνεται ότι οι δυνάµεις του Ε.Σ. υπερείχαν συντριπτικά αυτών του ∆ΣΕ και δεν υπήρχε περίπτωση η µάχη να µη χαθεί από τον τελευταίο. Στο µόνο που πρακτικά µπορούσε να ελπίζει ο Ζαχαριάδης και οι συνεργάτες του ήταν µόνο η πρόκληση σοβαρών απωλειών σε έναν αντίπαλο που υπερείχε συντριπτικά.

Περίπτωση νίκης για αυτούς δεν υπήρχε και το γνώριζαν. Από την άλλη πλευρά ο Ε.Σ. και πιο συγκεκριµένα η διοίκηση του Β’ Σ.Σ. (στρατηγός Στυλιανός Μανιδάκης) που θα έφερε το βάρος του αγώνα είχε άλλα σχέδια, σχέδια αποτροπής του λουτρού ελληνικού αίµατος, στο οποίο αποσκοπούσε ο Ζαχαριάδης. Για αυτό το Σώµα, έχοντας πλήρη γνώση της διάταξης και της δύναµης του ∆ΣΕ, αποφάσισε να πλήξει µε το ισχυρό το ασθενές της εχθρικής τοποθεσίας, αιφνιδιαστικά.

Για την διάρρηξη της τοποθεσίας Μπάρο-Τσούκα διατέθηκαν:

Η ΙΙΙ Μεραρχία Καταδροµών, η οποία, ενεργώντας µε τον όγκο της στην κατεύθυνση Μπίκοβικ-Μπάρο, όφειλε να καταλάβει τα υψώµατα Μπάρο-Λέσιτς. Η ενέργειά της θα ήταν αιφνιδιαστική και ανεξάρτητη από αυτή των άλλων δυνάµεων και θα εκδηλωνόταν επί δύο κατευθύνσεων, αυτών του  Μπίκοβικ-Μπάρο-Λέσιτς και Πολενάτα-Λέσιτς.

Ώρα επίθεσης ήταν η 20.00 της 10ης Αυγούστου. Σε περίπτωση αδυναµίας κατάληψης ζωτικά σηµεία, η ενέργειά της θα ενισχυόταν από τις ακολουθούσες Χ και ΧΙ Μεραρχία, αποστολή των οποίων ήταν η εκµετάλλευση της ενέργειας της ΙΙΙ Μεραρχίας Καταδροµών. 

Η Χ και η ΧΙ Μεραρχία Πεζικού θα κινούνταν ταυτόχρονα πίσω από τους Καταδροµείς ώστε, η µεν Χ Μεραρχία να ενεργήσει µε τον όγκο της στην κατεύθυνση Μπίκοβικ-Μπάρο –Λέσιτς µε αντικειµενικό σκοπό την κατάληψη των υψωµάτων Γιαµάτα-Μπάρο-ύψωµα 1709 και µε ταξιαρχία της, σε συνεργασία µε τους Καταδροµείς να καταλάβει αιφνιδιαστικά το ύψωµα Ρότο και να το διατηρήσει µε κάθε θυσία.

Η δε ΧΙ Μεραρχία όφειλε να ενεργήσει µε τον όγκο της προς Πολενάτα και Λέσιτς, υπερβαίνοντας τα τµήµατα της ΙΙ Μεραρχίας στον άξονα ∆ερβέν-Πολενάτα, µε τελικό αντικειµενικό σκοπό την κατάληψη της τοποθεσίας Λέσιτς-Τσούκας.

Για την κάλυψη της κύριας ενέργειας διατέθηκε η ΙΙ Μεραρχία, η οποία όφειλε µε την 3η Ορεινή Ταξιαρχία να καλύψει το δεξιό πλευρό της ΧΙ Μεραρχίας, µε την 21η Ταξιαρχία να αγκιστρώσει τις απέναντι δυνάµεις στο Βίτσι µε τελικό στόχο την κατάληψη του Μπούφι και µε την 22η Ταξιαρχία να επιτεθεί στην τοποθεσία Πολενάτα – ύψωµα 1685. 

Η ΙΧ Μεραρχία είχε ως αποστολή την επιτήρηση του µετώπου της και την απασχόληση του αντιπάλου.

∆ιάσπαση 

Το σχέδιο του Β’ Σ.Σ. προέβλεπε την αιφνιδιαστική ενέργεια κατά του κέντρου του εχθρικού µετώπου, µε νυκτερινή διείσδυση στην τοποθεσία Μπάρο-Λέσιτς-Τσούκα, κατάληψη αυτής και προώθηση προς το συγκρότηµα του υψώµατος 1685 Πλατσίτε και Πολενάτας, µε στόχο τη διάσπαση της εχθρικής τοποθεσίας σε όλο της το βάθος.

Η Πολενάτα ήταν το βασικό σηµείο στηρίγµατος από ανατολικά της εξέχουσας του Βίτσι. Μετά την επίτευξη του στόχου αυτού οι δυνάµεις του Β’ Σ.Σ. θα κινούνταν προς Βορρά µε στόχο την κατάληψη του Λαιµού των Πρεσπών και προς ∆υσµάς προς Σµάρδεσι, µε στόχο την αποκοπή των δύο βασικών οδών υποχώρησης των τµηµάτων του ∆ΣΕ προς την Αλβανία.

Πέραν της συγκεντρωτικής προσβολής της µη αναµενόµενης από τον αντίπαλο κεντρικής ζώνης, το Σώµα επεφύλασσε µια ακόµα έκπληξη στον ∆ΣΕ, την ΙΙΙ Μεραρχία Καταδροµών.

Οι Καταδροµείς, οι περίφηµοι άνδρες των ΛΟΚ αποτελούσαν πάντα δυσάρεστο προµήνυµα για τον ∆ΣΕ και η παρουσία τους σε κάποιο τοµέα υποδήλωνε την πρόθεση του Ε.Σ. να επιτεθεί στον τοµέα αυτό. Για τον λόγο αυτό οι ∆υνάµεις Καταδροµών συγκεντρώθηκαν σε µια µεραρχία, η οποία έλαβε συµβατική αρίθµηση και υποτίθεται ότι ήταν µια κοινή µεραρχία πεζικού. Επίσης, οι Καταδροµείς δεν πρόδωσαν την παρουσία τους στην περιοχή, πριν την έναρξη της µάχης.

Παράλληλα τόσο στον βόρειο, όσο και στον δυτικό τοµέα του µετώπου της τοποθεσίας Βίτσι, οι δυνάµεις του Ε.Σ. είχαν ως αποστολή την αγκίστρωση των απέναντί τους δυνάµεων του ∆ΣΕ, ώστε να µην είναι εφικτή η αποστολή εφεδρειών στον απειλούµενο κεντρικό τοµέα.

Το σχέδιο επιχειρήσεων του Σώµατος προέβλεπε τέσσερις φάσεις. Η πρώτη (10 Αυγούστου) προέβλεπε, κατόπιν ισχυρής προπαρασκευής την κατάληψη της τροµερής Πολενάτας και του υψώµατος 1685, µε όσο το δυνατό βαθύτερη προέλαση προς Πλατύ και Κούλα. Την ενέργεια αυτή θα υποστήριζε το σύνολο του διατιθέµενου Πυροβολικού και της Αεροπορίας.

Η δεύτερη φάση θα ξεκινούσε το βράδυ της 10ης προς 11ης Αυγούστου  και προέβλεπε διάσπαση της αντίπαλης τοποθεσίας στα υψώµατα Λέσιτς-Τσούκα-Μπάρο µε αιφνιδιαστική διείσδυση από την περιοχή Μπίκοβικ της Χ Μεραρχίας και της ΙΙΙ Μεραρχίας Καταδροµών και από την περιοχή Κουκουλθουρίων από την  ΧΙ Μεραρχία.

Την ενέργεια αυτή θα κάλυπτε από τα ανατολικά η 3η Ορεινή Ταξιαρχία και από τα δυτικά η 35η Ταξιαρχία.

Στην περιοχή Κρυσταλοποηγής η ΙΧ Μεραρχία είχε ως αποστολή να αγκιστρώσει τον αντίπαλο. Παρόµοια αποστολή στο βόρειο άκρο του µετώπου, στην περιοχή Αγ. Γερµανός-Μπούφι ανέλαβε η 22η Ταξιαρχία.

Η τρίτη φάση προέβλεπε την εις βάθος διείσδυση των δυνάµεων του Σώµατος µε στόχο την αποκοπή της οδού υποχώρησης του ∆ΣΕ προς Αλβανία, µε αποβατική ενέργεια στο Αγκαθωτό. Η τέταρτη φάση, τέλος, προέβλεπε την εκκαθάριση της περιοχής από τους τελευταίους θύλακες αντίστασης του ∆ΣΕ.

Συγκροτήθηκαν δύο συγκροτήµατα Πυροβολικού, το Βόρειο Φλώρινας µε δύο συνταγµάτων πεδινού πυροβολικού, µια µοίρα µέσου πυροβολικού και δύο µοίρες ορειβατικού πυροβολικού και το Νότιο Καστοριάς µε δύο συντάγµατα πεδινού πυροβολικού, 1 1/2  µοίρας µέσου πυροβολικού κα µιας µοίρας ορειβατικού πυροβολικού.

Για την άµεση υποστήριξη διατέθηκαν ανά µια µοίρα ορειβατικού πυροβολικού στην ΙΙ και ΙΧ Μεραρχία. Επίσης, συγκροτήθηκαν δύο συγκροτήµατα τεθωρακισµένων, Βόρειο και Νότιο, µε αποστολή, το Βόρειο να υποστηρίξει την επίθεση προς Πολενάτα και µετά τη διάσπαση της εχθρικής τοποθεσίας να ενωθεί µε το Νότιο συγκρότηµα και το Νότιο, υπό τη διοίκηση της ΙΙΙ Μεραρχίας Καταδροµών, µε αποστολή να βοηθήσει στην κατάληψη της τοποθεσίας Γιαµάτα- Μπάρο και κατόπιν να κινηθεί προς Κρυσταλοπηγή µε στόχο την αποκοπή της οδού υποχώρησης του ∆ΣΕ. Το Μηχανικό επίσης σχηµάτισε τρία συγκροτήµατα.

Το Βόρειο, µε δύο λόχους είχε αποστολή την υποστήριξη της δράσης των τεθωρακισµένων του βορείου συγκροτήµατος και κατόπιν την εκκαθάριση και διάνοιξη της καρροποίητης οδού Κουλκουθουρίων-Κορυφής, ώστε να καταστεί βατή στο πεδινό πυροβολικό µέχρι το βράδυ της 11ης Αυγούστου -αποστολή πραγµατικά δύσκολ- στο συγκεκριµένο χρονικό περιθώριο ειδικά.

Το Νότιο, µε τρεις λόχους, είχε ως αποστολή την υποβοήθηση της ενέργειας των τεθωρακισµένων στο νότιο µέτωπο και τη διάνοιξη δρόµων για τη διέλευση των τεθωρακισµένων. Το τρίτο συγκρότηµα, µε έναν λόχο θα βοηθούσε µε τα πλωτά του µέσα την αποβατική ενέργεια στη δυτική όχθη του Λαιµού, ώστε να παγιδευτούν οι υποχωρούσες δυνάµεις του ∆ΣΕ.

Για την επίτευξη του αιφνιδιασµού τηρήθηκαν αυστηρά µέτρα ασφαλείας. Εκτός της ΙΙ και της Χ Μεραρχίας, η παρουσία των οποίων ήταν γνωστή στον αντίπαλο, η ΙΙΙ Μεραρχία Καταδροµών και η ΧΙ Μεραρχία έφτασαν στους χώρους συγκέντρωσης η πρώτη στις 8 και η δεύτερη στις 9 Αυγούστου.

Παράλληλα µε µετακινήσεις µονάδων και µε τη χρήση των λιγοστών θωρακισµένων δόθηκε η εντύπωση στον εχθρό ότι η επίθεση θα εκτοξευόταν κατά του νοτιοδυτικού του µετώπου (Κρυσταλοπηγή-Κούλα). Επίσης, διεξήχθησαν λεπτοµερείς αναγνωρίσεις όλων των αξιωµατικών των µεραρχιών που θα λάµβαναν µέρος στην επίθεση, ακόµα και αυτών που τα τµήµατά τους αναπτύχθηκαν στους χώρους συγκέντρωσης την τελευταία στιγµή.

Στις 05.30 της 10ης Αυγούστου 1949 το κανόνι βρόντηξε.

Η µαζικότερη συγκέντρωση πυροβολικού του Εµφυλίου άρχισε. Στόχος ήταν η τροµερή Πολενάτα, µε τους σταθµούς διοίκησης, τα παρατηρητήρια, τα τηλεφωνικά κέντρα και τα δεκάδες ενεργά της σκέπαστρα.

Παράλληλα η Αεροπορία από την ίδια ώρα ξεκίνησε και εκείνη το έργο της. Πρώτα απογειώθηκαν 3 «βοµβαρδιστικά» Ντακότα C-47.

Η Αεροπορία, βάσει του προγράµµατος εκτέλεσης αποστολών, µεταξύ 05.00 -06.00 θα ενεργούσε κατά του κύριου κέντρου επικοινωνιών του ∆ΣΕ στις Πρέσπες, θα έπληττε τον σταθµό διοίκησης της 102ης ταξιαρχίας και της 11ης µεραρχίας και το βασικό παρατηρητήριο της 11ης µεραρχίας στο Λέσιτς. Ακολούθως, από τις 07.00 θα συγκέντρωνε ό,τι είχε και δεν είχε στην Πολενάτα και το ύψωµα 1685. Το Πυροβολικό επίσης θα άρχιζε τη βολή του στις 05.30. Από την έναρξη των πυρών µέχρι στις 06.40 θα εκτελούσε βολή κατά των επισηµασµένων θέσεων των αντιπάλων πυροβολαρχιών στις θέσεις Ντάµσες, Γιαµάτα, Αγ. Πάντες και Κατωχώρι.

Ακολούθως θα «άπλωνε» τη βολή του σε όλο το εύρος της εχθρικής τοποθεσίας από το Πισοδέρι µέχρι την Πολενάτα και τη Γκλαβάτα και από τις 08.00 θα συγκέντρωνε και πάλι τη βολή του κατά της Πολενάτας αποκλειστικά. Στις 10.00 ακριβώς θα εξορµούσε το Πεζικό.

Με το πέρας της προπαρασκευής εξόρµησε η 22η Ταξιαρχία της ΙΙ Μεραρχίας µε το 508ΤΠ κατά του υψώµατος 1685 και το 509ΤΠ κατά της ανατολικής πλευράς της Πολενάτας. Την κίνηση αυτή υποστήριξε η Αεροπορία και το Πυροβολικό, µέχρι την άφιξη του Πεζικού στο όριο ασφαλείας Πυροβολικού.

Παράλληλα εξόρµησε κατά Βίτσι-Γκλαβάτας και το Συγκρότηµα του ταξίαρχου Μεσηννόπουλου, υπαγόµενο τακτικά στη ΙΙ Μεραρχία, µε 8 άρµατα, 3 ελαφρά τάγµατα πεζικού και έναν λόχο του 561ΤΠ. Η συγκεντρωτική προπαρασκευή Πυροβολικού και Αεροπορίας είχε τεράστια ηθικά και υλικά αποτελέσµατα επί των αµυνοµένων του ∆ΣΕ. Έτσι στις 13.30 και το 1685 και η ανατολική κορυφή της Πολενάτας (Πολενάτα Ι) βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Ε.Σ. Ωστόσο δεν έγινε κατορθωτό να συνεχιστεί η προέλαση.

Ειδικά στην Πολενάτα το 509ΤΠ υποχρεώθηκε παραµείνει εκεί όλη τη νύκτα της 10ης προς 11ης Αυγούστου, υφιστάµενο συνεχείς νυκτερινές αντεπιθέσεις και βολές πυροβολικού του ∆ΣΕ. Η 22η Ταξιαρχία, πάντως, την εποµένη έριξε στη µάχη και το εφεδρικό 507ΤΠ και στις 18.30 της 11ης Αυγούστου ο ορεινός όγκος της Πολενάτας βρισκόταν οριστικά υπό τον έλεγχο του Ε.Σ. Ωστόσο, το αρχικό σχέδιο προέβλεπε την πλήρη κατάληψη της Πολενάτας εντός της 10ης Αυγούστου.

Η µη πλήρης κατάληψή της την ηµέρα εκείνη θα µπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες για την όλη διεξαγωγή της επιχείρησης, καθώς αποτελούσε το κλειδί της πρώτης εχθρικής τοποθεσίας και κάθε σε βάθος απόπειρα προέλασης θα ήταν άκρως επικίνδυνη, µε την Πολενάτα υπό τον έλεγχο του ∆ΣΕ, αφού υπήρχε ο κίνδυνος οι µονάδες που θα ενεργούσαν σε βάθος να παγιδευτούν και να εξοντωθούν. Στην περίπτωση αυτή όµως το σύνθηµα των Καταδροµών «Ο τολµών Νικά» επαληθεύτηκε περίτρανα.

Η ΙΙΙ Μεραρχία Καταδροµών, αλλά και η ΧΙ Μεραρχία αψήφησαν τα γεγονότα και συνέχισαν την κίνηση διείσδυσης εντός στης εχθρικής τοποθεσίας, αδιαφορώντας ουσιαστικά για την ασφάλεια των πλευρών τους. Η τολµηρή αυτή ενέργεια αποτέλεσε και την καλύτερη συνταγή της επιτυχίας, αφού η ηγεσία του ∆ΣΕ, πανικόβλητη δεν αντελήφθη το φευγαλέο πλεονέκτηµα που τους είχε δοθεί µε την κατοχή της Πολενάτας, αλλά αδράνησε χαρακτηριστικά, τόσο τη νύκτα της 10ης προς 11ης Αυγούστου, όσο και την ηµέρα τα 11ης Αυγούστου, χάνοντας την ευκαιρία να προκαλέσει σοβαρό πλήγµα στην ΧΙ Μεραρχία ειδικά, η οποία κινήθηκε κυριολεκτικά µέσα από του χάρου τα δόντια, ανάµεσα στην Πολενάτα και τη Βίγλα. Παρ’ όλα αυτά ο ελιγµός εκτελέστηκε.

Η αυγή της νίκης

Η νύκτα της 10ης προς 11ης Αυγούστου κύλησε µέσα στην αγωνία. Η ΙΙΙ Μεραρχία κίνησε µε τέσσερις µοίρες Καταδροµών προς τους αντικειµενικούς της σκοπούς, όπως και η Χ και η ΧΙ Μεραρχία. Η ΙΙΙ Μεραρχία Καταδροµών είχε χωρίσει τις δυνάµεις της σε δύο τακτικά συγκροτήµατα, το καθένα µε δύο µοίρες, το Βόρειο συγκρότηµα Κουκλουθουρίων και το Νότιο Κρανιώνας.

Στις 08.00 της 11ης Αυγούστου το Νότιο συγκρότηµα είχε καταφέρει να καταλάβει το ύψωµα Μπάρο και µέχρι τις 12.45 να καταλάβει και τα υψώµατα Αγ. Πάντες -Ντάµτσε. Συνεχίζοντας, κατέλαβε και το ύψωµα 1709 στις παρυφές του Λέσιτς.

Μια πρώτη επίθεση κατά του άριστα οχυρωµένου αυτού υψώµατος απέτυχε και το Νότιο συγκρότηµα παρέµεινε στις θέσεις που είχε καταλάβει, εξασφαλίζοντας τις από τις συνεχείς εχθρικές αντεπιθέσεις, ειδικά κατά του Μπάρο. Το Βόρειο συγκρότηµα επίσης προωθήθηκε και κατέλαβε τα υψώµατα Μόρο και 1554 και προωθήθηκε προς το Λέσιτς, ενώπιον του οποίου σταµάτησε.

Στον τοµέα της Χ Μεραρχίας µια πρώτη απόπειρα της 35ης Ταξιαρχίας να καταλάβει το Ρότο, στις 2 τα ξηµερώµατα της 11ης Αυγούστου, απέτυχε, αλλά τελικά το ύψωµα υπέκυψε την εποµένη στις 13.30. Η 37η Ταξιαρχία της Χ Μεραρχίας κινήθηκαν πίσω από τους Καταδροµείς και τους αντικατέστησε, στο Μπάρο και τους Αγ. Πάντες η δε 36η Ταξιαρχία κάλυψε υποδειγµατικά το αριστερό των Καταδροµέων από το Μπάρο, εξαλείφοντας κάθε προσπάθεια του αντιπάλου για την ανακατάληψη του Μπάρο.

Η ΧΙ Μεραρχία είχε κινήσει στις 22.00 της 10ης Αυγούστου, µε την υποστήριξη και µιας µοίρας Καταδροµών και κατάφερε την 11η Αυγούστου, µε την 33η Ταξιαρχία της να καταλάβει το ύψωµα Τσούκα, που από σφάλµα η ηγεσία του ∆ΣΕ εγκατέλειψε πρόωρα και να λάβει, µε την 31η Ταξιαρχία της, στενή επαφή µε την τοποθεσία Λέσιτς.

Στον τοµέα της ΙΙ Μεραρχίας, όπως αναφέρθηκε, την 11η Αυγούστου ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Πολενάτας, µε την ενίσχυση δύο αρµάτων µάχης, µε αποτέλεσµα να αρθεί οριστικά ο κίνδυνος για την ασφάλεια των τριών µεραρχιών που εκτελούσαν τον ελιγµό διείσδυσης. Ένα ακόµα θετικό ήταν ότι η διοίκηση της 11ης µεραρχίας του ∆ΣΕ πανικοβλήθηκε από τις επιθέσεις κατά της Πολενάτας και απέσυρε από το Λέσιτς την 102η ταξιαρχία της, την οποία διέθεσε στην Πολενάτα. Με τον τρόπο αυτό η άµυνα του Λέσιτς εξασθένισε σοβαρά. Ήδη η «κλειδαριά» του Βίτσι είχε σπάσει. Αυτό που απέµενε ήταν να παραβιαστεί η θύρα του, το Λέσιτς.

Ο ∆ΣΕ καθόλη τη διάρκεια της νύκτας 10 προς 11 Αυγούστου εκτέλεσε µανιασµένες, αλλά ασυντόνιστες αντεπιθέσεις που µόνο σοβαρές απώλειες του επέφεραν. Παρ’ όλα αυτά στην εφηµερίδα του ∆ΣΕ «Προς τη Νίκη», στο φύλλο της 11ης Αυγούστου 1949 η ηγεσία του εξαντλούνταν και πάλι σε στείρα συνθηµατολογία του τύπου «Στο Βίτσι ο εχθρός δεν θα περάσει», «απάτητο Βίτσι» κ.λπ., προτρέποντας παράλληλα τους µαχητές του να αγωνιστούν µέχρις εσχάτων, άσχετα αν πλέον οι ελπίδες επιτυχίας µηδενικές.

Ενόψει όµως της διάσπασης του κέντρου του και της δηµιουργίας θύλακα εντός της τοποθεσίας αντίστασής του, ο ∆ΣΕ συγκέντρωσε το σύνολο των εφεδρειών του στην περιοχή του Λέσιτς, εγκαταλείποντας την εισέχουσα  Κούλα-Πλατύ Γκλαβάτα. Οι δυνάµεις του που αποσύρθηκαν από εκεί τάχθηκαν και αυτές στην περιοχή του Λέσιτς.

Αντίθετα ο ∆ΣΕ δεν εγκατέλειψε το βόρειο αµυντικό του µέτωπο, στην περιοχή Πισοδερίου, παρά τον κίνδυνο οι εκεί δυνάµεις του να περικυκλωθούν σε περίπτωση θραύσης της αµυντικής του τοποθεσίας στο Λέσιτς.

Στο µεταξύ το Β’ Σ.Σ. αποφάσισε από τη 12η Αυγούστου να θέσει σε εφαρµογή την Τρίτη φάση του ελιγµού του, εφόσον θεωρούσε ότι ο εχθρός δεν θα µπορούσε τελικά να κρατηθεί στο Λέσιτς, παρά τις µεγαλοστοµίες του.

Για τον λόγο αυτό διέταξε την ΙΧ Μεραρχία, η οποία µέχρι τότε τηρούσε αµυντική στάση στο µέτωπο Σµάρδεσι-Κρυσταλοπηγή να επιτεθεί µε τη σειρά της µε σκοπό την διάσπαση και εκεί του εχθρικού µετώπου και την αποκοπή του εχθρού από τα αλβανικά σύνορα. Παράλληλα, διέταξε τη µετατόπιση του κέντρου βάρους της όλης επιχείρησης  προς ∆υσµάς, προσανατολίζοντας 2 µοίρες Καταδροµών προς τη Βάρµπα.

Ωστόσο, η κίνηση αυτή ήταν µάλλον πρόωρη, δεν προικοδοτήθηκε µε ισχυρές δυνάµεις και υποστηρικτικά µέσα  στην ζώνη της ΙΙΙ Μεραρχίας Καταδροµών – αντίθετα οι ενισχύσεις διατέθηκαν στην ΙΧ Μεραρχία, µε ηµερήσιες µετακινήσεις µονάδων, υπό το βλέµµα του εχθρού, στερώντας έτσι κάθε προοπτική αιφνιδιασµού. Θα ήταν µάλλον πιο σκόπιµο να συνεχιστεί η άσκηση ισχυρής πίεσης στο κέντρο του εχθρικού µετώπου, µε σκοπό την πέρα για πέρα διάσπασή του και την προώθηση µέχρι τη Μικρή Πρέσπα.

Η κίνηση αυτή απέβη γενικά εις βάρος των επιχειρήσεων και στέρησε από τον Ε.Σ. τη µεγάλη νίκη εκµηδένισης κατά του αντιπάλου που η ηγεσία του είχε σχεδιάσει.

Έτσι η επίθεση της ΙΧ Μεραρχίας και της 2ης Ταξιαρχίας Καταδροµών απέτυχε να διασπάσει την αντίπαλη άµυνα επί της κοιλάδας του Άνω Αλιάκµονα και στο Σµάρδεσι.

Αντίθετα, η Χ Μεραρχία κατέλαβε τη Γιαµάτα και η ΧΙ κατέλαβε, το πρωί της 12ης Αυγούστου, το Λέσιτς, αρκετά εύκολα, καθώς οι αντίπαλες δυνάµεις άρχισαν πλέον να αποσυντίθενται και να υποχωρούν. Βορειότερα τα τµήµατα της ΙΙ Μεραρχίας επίσης συνέχισαν να ασκούν πίεση στις δυνάµεις του ∆ΣΕ στην περιοχή Πισοδερίου, προκαλώντας έναν ακόµα πονοκέφαλο στην ηγεσία του, που άκουγε στο όνοµα αποκοπή της χερσονήσου του Πύξου. Υπό αυτές τις συνθήκες ο ∆ΣΕ έδωσε τη διαταγή της σταδιακής εγκατάλειψης ολόκληρης της τοποθεσίας του Βίτσι, από τη νύκτα της 12ης προς 13ης Αυγούστου.

Στις 13 Αυγούστου οι δυνάµεις των Καταδροµών της Χ και της ΧΙ Μεραρχίας διέσπασαν τελικά, µετά από άγρια µάχη την τελευταία γραµµή άµυνας του αντιπάλου στη Μαύρη Ράχη. Μετά και την ήττα αυτή ο ∆ΣΕ άρχισε να εκκενώνει ταχέως την τοποθεσία, µε οπισθοφυλακές την 105η και την ταξιαρχία σχολής αξιωµατικών.

Ο κύριος όγκος των υποχωρούντων δυνάµεων του ∆ΣΕ είχε συγκεντρωθεί στην περιοχή της χερσονήσου Πυξού και του Λαιµού.

Εκεί εντοπίστηκε από την Αεροπορία και υπέστη πραγµατική πανωλεθρία. Στις 08.30 τµήµατα της ΧΙ Μεραρχίας έφτασαν στον Λαιµό, αποκόπτοντας περί τους 800 αντάρτες που για να ξεφύγουν κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία, όπου και αφοπλίστηκαν. Η «ερωτική» περίοδος Τίτο-Ζαχαριάδη είχε άλλωστε περάσει ανεπιστρεπτί.

Πάντως οι οπισθοφυλακές του ∆ΣΕ κατάφεραν να αντιµετωπίσουν τις νέες επιθέσεις του Ε.Σ. στο στενό έδαφος της χερσονήσου του Πύξου, αποτρέποντας την αιχµαλωσία περισσότερων συντρόφων τους.

Σε λίγο όµως και αυτοί υποχρεώθηκαν να αποσυρθούν στο φιλόξενο για τους αλβανικό έδαφος, αφήνοντας όµως πίσω τους 1.182 νεκρούς και 637 αιχµαλώτους.

Υπολογίζεται ότι περί τους 1.200 τραυµατίες κατορθώθηκε να περάσουν στην Αλβανία. Αντίθετα, ο Ε.Σ. είχε 265 νεκρούς (22 αξιωµατικοί) περίπου 1.400 τραυµατίες και 9 αγνοούµενους.

Τα θλιβερά υπολείµµατα του «απάτητου Βίτσι» άφησαν επίσης πίσω τους 39 πυροβόλα, ορειβατικά και πεδινά, από 45 και όλα τα αντιαρµατικά και αντιαεροπορικά τους πυροβόλα, µαζί µε 36 αντιαρµατικά τυφέκια, 436 πολυβόλα και οπλοπολυβόλα, 115 όλµους κάθε διαµετρήµατος, 3.392 τυφέκια, 9.236 βλήµατα πυροβολικού, 8.,37 βλήµατα όλµων, 449.500 φυσίγγια κάθε τύπου, 1.650 νάρκες αντιαρµατικές και κατά προσωπικού, 225 χειροβοµβίδες, περί τις 9.000 φωτοβολίδες, 100 σάγµατα υποζυγίων, 2 ασύρµατους, 2 διόπτρες πυροβολικού, 3 αυτοκίνητα και 2 µοτοσικλέτες.

Η καταστροφή για τον ∆ΣΕ θα µπορούσε να είναι πάντως µεγαλύτερη, αν δεν άλλαζαν τα σχέδια του Β’ Σ.Σ. µεσούσης της µάχης. Παρόλα αυτά οι απώλειες του ήταν συντριπτικές, εδικά αυτές των «φανατικών» µονάδων του, όπως της ταξιαρχίας της σχολής αξιωµατικών που είχε απώλειες της τάξης του 60%, όπως και η 102η ταξιαχία, της 105ης ταξιαρχίας που είχε απώλειες της τάξης του 55% και της 18ης ταξιαρχίας που είχε απώλειες της τάξης του 45%.

Ανάµεσα στους νεκρούς, δε, ξεχωρίζουν ο τέως διοικητής της 10ης µεραρχίας, υποστράτηγος του ∆ΣΕ Σκοτίδας, 4 ταγµατάρχες και 17 λοχαγοί.

Από τις δυνάµεις του ∆ΣΕ που πέρασαν στην Αλβανία περίπου 2.300 µαχητές στάλθηκαν στον Γράµµο.

Οι περισσότεροι όµως έφεραν µόνο τα ατοµικά τους όπλα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το προσωπικό τεσσάρων µοιρών πυροβολικού του ∆ΣΕ πολέµησε στον Γράµµο ως κοινό πεζικό, αφού δεν υπήρχαν πλέον πυροβόλα να υπηρετήσουν. Εξάλλου το ηθικό των µαχητών αυτών ήταν κυριολεκτικά συντριµµένο.

Ωστόσο, η ηγεσία του ∆ΣΕ συνέχιζε να πετά στα σύννεφα. Στις 20 Αυγούστου συνεδρίασε το πολιτικό γραφείο της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ για να διερευνήσει τα αίτια της ήττας στο Βίτσι. Στο κείµενο των συµπερασµάτων µε ηµεροµηνία 20/8/1949 αναγράφεται: «Το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ και το Γενικό Αρχηγείο του ∆ΣΕ είχαν σωστά προβλέψει για το πού ο εχθρός θα άρχιζε την εκστρατεία του στα 1949 και σωστά προετοιµάστηκαν οι δυνάµεις µας, ηθικοπλαστικά, πολεµικοτεχνικά για να αντιµετωπίσουν και να τσακίσουν την εχθρική εκστρατεία. Το σύνθηµα ‘‘στο Βίτσι ο εχθρός δεν θα περάσει’’, ‘‘ο Γράµµος θα γίνει τάφος του µοναρχοφασισµού’’ ήταν σωστά»!

Συµπεράσµατα µάχης Βίτσι

Η µάχη του Βίτσι έληξε µε µεγάλη νίκη του Ε.Σ. Ωστόσο, ο πραγµατικά ευφυής ελιγµός του Β’ Σ.Σ. δεν επέτρεψε τη καταστροφή του συνόλου των δυνάµεων του ∆ΣΕ στην τοποθεσία Βίτσι γιατί αν και επετεύχθη πλήρως ο αιφνιδιασµός κατά την προπαρασκευή και την εκτέλεση της επιχειρήσεως, κατά την οποία ολόκληρες µεραρχίες, µε τολµηρές διεισδύσεις διά των διακένων της εχθρικής τοποθεσίας, προωθούµενες σε βάθος πέτυχαν την άρση σοβαρών εχθρικών αντιστάσεων.

Αντίθετα, δεν υπήρξε η κατάλληλη εµµονή στον σκοπό από την ηγεσία του Β’ Σ.Σ. και το επιτελείο της, αφού εξασθένησε την κύρια προσπάθεια, εκδηλώνοντας επίθεση µε µικρές πιθανότητες επιτυχίας στον τοµέα του Σµάρδεσι.

Πιθανόν ο διοικητής του Β’ Σ.Σ. να πίστεψε ότι είχε επέλθει η διάρρηξη της τοποθεσίας Γιαµάτα-Λέσιτς, και συνεπώς η νίκη, και δεν απέµενε πλέον παρά η αποκοπή των ανταρτών, µε το σκεπτικό της οποίας ανέστειλε την ενίσχυση της Χ Μεραρχίας, υπέρ της ΙΧ.

Η τροποποίηση όµως αυτή του ελιγµού είχε ως συνέπεια την απώλεια χρόνου, τον οποίο χρησιµοποίησαν οι αντάρτες για την επάνδρωση της αµυντικής τους τοποθεσίας δυτικά του Αλιάκµονα και την προετοιµασία της διαφυγής τους στην Αλβανία. Επίσης παρουσιάστηκαν προβλήµατα στον συντονισµό και την ενάσκηση του ελέγχου διοίκησης από το Σώµα Στρατού.

Από την πλευρά του ∆ΣΕ η µάχη ήταν από τη αρχή µια προσπάθεια αναχαίτισης των επιθέσεων του αντιπάλου, αφού δεν υπήρχαν δυνάµεις για τη διενέργεια σοβαρών αντελιγµών σε στρατηγικό επίπεδο. Αλλά και σε τακτικό επίπεδο η ηγεσία του ∆ΣΕ και η τοπική ηγεσία στο Βίτσι υπέστησαν σοβαρό αιφνιδιασµό από την επίθεση στο κέντρο του µετώπου από το Β’ Σ.Σ. και εξάντλησαν σύντοµα τις ισχνές εφεδρείες τους σε τοπικές αντεπιθέσεις, εναντίον ενός πολύ ισχυρότερου αντιπάλου.

Εκµεταλλεύτηκαν όµως το σφάλµα του Β’ Σ.Σ., κατορθώνοντας να διασώσουν το 50% περίπου των δυνάµεών τους στο Βίτσι, χωρίς όµως τον βαρύ οπλισµό τους.

Στην πραγµατικότητα η µάχη του Βίτσι είχε χαθεί για τον ∆ΣΕ από το βράδυ 10η Αυγούστου, όταν η ΙΙΙ Μεραρχία Καταδροµών και η ΧΙ Μεραρχία εισχώρησαν σε βάθος στην αµυντική του τοποθεσία, αδιαφορώντας για την ασφάλεια των πλευρών τους.

Η τόλµη αυτή ανταµείφτηκε µε µία από τις σηµαντικότερες νίκες του Ελληνικού Στρατού στη µακρόχρονη ιστορία του.

Γράµµος

(24-30 Αυγούστου 1949)

Η µάχη του Γράµµου αποτελεί την τελευταία και καταλυτική µεγάλη µάχη του Εµφυλίου. Αποτέλεσε δε τη µεγαλύτερη ήττα του ήδη καταδικασµένου ∆ΣΕ. Μετά ειδικά την ήττα στην καλύτερα οχυρωµένη, επανδρωµένη και οργανωµένη τοποθεσία στο Βίτσι, οι µαχητές µικρές ελπίδες θα έπρεπε να τρέφουν για τη δυνατότητα απόκρουσης της εναντίον τους επίθεσης, πόσο µάλλον της υπέρ τους ανατροπής της στρατηγικής κατάστασης. Με την επιχείρηση κατά του Γράµµου, ο νικητής Ε.Σ. επεδίωκε την κατάληψη του ορεινού συγκροτήµατος του Γράµµου, του τελευταίου καταφυγίου του ∆ΣΕ και την καταστροφή των ανταρτικών δυνάµεων των αµυνοµένων εκεί. Η επιχείρηση αποτελούσε την τελευταία φάση του σχεδίου «Πυρσός» και υπεύθυνο για τη διεξαγωγή της ήταν το Α’ Σ.Σ.

Αντίπαλες δυνάµεις και σχέδια

Η µάχη του Γράµµου είχε για τους δύο αντιπάλους εντελώς διαφορετική οπτική.  Για τον µεν Ε.Σ. θα αποτελούσε την τελική προσπάθεια, την τελική εξόρµηση που θα έφερνε κατόπιν την ειρήνη. Για τον ∆ΣΕ αποτελούσε την τελευταία ευκαιρία να κρατηθεί ζωντανός, να γαντζωθεί στο ελληνικό έδαφος, περιµένοντας µια νέα ίσως ευκαιρία.

Το Α’ Σ.Σ. µετά την επιτυχηµένη παραπλανητική ενέργεια στον Γράµµο µεταξύ 2 και 10 Αυγούστου 1949, είχε προετοιµαστεί κατάλληλα για την τελική µάχη. Ήταν λογικό δε ο Παπάγος να αναθέσει την κρίσιµη αυτή επιχείρηση στον πλέον έµπειρο και δηµοφιλή στρατηγό του, τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο. Μετά δε τη σχετικά εύκολη συντριβή του «οχυρού του Βίτσι» το Α’ Σ.Σ. ήταν δυνατό να ενισχυθεί µε δυνάµεις από την περιοχή Βίτσι. Πράγµατι, έτσι έγινε και το ΣΣ ενισχύθηκε µε την λιγότερο φθαρµένη από τις µάχες στο Βίτσι ΙΧ Μεραρχία, την 77η Ταξιαρχία και από την ακαταπόνητη ΙΙΙ Μεραρχία Καταδροµών.

Το Σ.Σ. διέθετε επίσης την Ι Μεραρχία , την VIII Mεραρχία και την XV Μεραρχία, όπως και τα 8ο (µείον τάγµα) 15ο, 24ο και 40ο Ελαφρά Συντάγµατα Πεζικού (ΕΣΠ) και το 31ο Ελαφρύ Τάγµα Πεζικού (ΕΤΠ).

Όσον αφορά το Πυροβολικό, το Σ.Σ. ενισχύθηκε µε τα 101ο, 102ο, 104ο, 105  και 107ο Συντάγµατα Πεδινού Πυροβολικού, τις 151η, 152η και 153η Μοίρες Μέσου Πυροβολικού, τις 141η, 142η, 143η, 144η και 145η Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού και στοιχεία αντιαρµατικού πυροβολικού. ∆ιατέθηκαν επίσης το ΙΧ Σύνταγµα Αναγνώρισης, µια ίλη του ΙΙ Συντάγµατος Αναγνώρισης και η ΙΙ Ίλη Αρµάτων.

Αντίθετα µε τα όσα ακόµα και σήµερα γράφουν προσκείµενοι στην Αριστερά ιστορικοί και συγγραφείς, ο Ε.Σ. ούτε 200 άρµατα µάχης και θωρακισµένα έριξε στις µάχες στο Βίτσι και στον Γράµµο, διότι απλούστατα δεν διέθετε τόσα, ούτε η υπεροχή του σε πυροβόλα ήταν τόσο µεγάλη που να του εξασφαλίζει την υπεροχή πυρός έναντι ενός αντιπάλου που πολεµούσε από οργανωµένες θέσεις. Στο Βίτσι, για παράδειγµα, η υπεροχή του Ε.Σ. σε πυροβόλα ήταν της τάξης του 2,5:1.

Ούτε ρίχτηκαν ποτέ στη µάχη 180.000 άνδρες του Ε.Σ., όπως επίσης λέγεται σήµερα. Στο Βίτσι για παράδειγµα πολέµησαν 4 πλήρεις µεραρχίες πεζικού και η ΙΙΙ Καταδροµών που παρέτασσε 5 µόλις µοίρες.

Στον δε Γράµµο πολέµησαν 4 επίσης πλήρεις µεραρχίες, η πάντα µικρότερη ΙΙΙ Καταδροµών και µη µεραρχιακές µονάδες, αντιστοιχούσες στο πεζικό 1 12 κανονικής µεραρχίας. Φυσικά, οι δυνάµεις αυτές ήταν σαφώς υπερ-πολλαπλάσιες των δυνάµεων του ∆ΣΕ.

Αυτό, όµως, ο ∆ΣΕ θα όφειλε να το σκεφτεί όταν πρωτοσήκωσε τα όπλα, και όχι το 1949, όταν χτυπούσαν οι τελευταίες του ώρες στο ρολόι της Ιστορίας.

Επίσης η κυριαρχία στον αέρα ήταν µεν δεδοµένη, αλλά η Αεροπορία στον δύσκολο αυτό αγώνα διέθετε εντελώς ακατάλληλα αεροσκάφη για τον ρόλο της υποστήριξης των επίγειων δυνάµεων που της ζητούνταν να παίξει. Τα Spitfire δεν ήταν αεροσκάφη εγγύς υποστήριξης, αν και οι Έλληνες Ίκαροι έκαναν ό,τι µπορούσαν για να τα προσαρµόσουν και στον ρόλο αυτό.

Από την άλλη πλευρά, ο ∆ΣΕ ανέπτυξε στον Γράµµο όλες τις διαθέσιµες δυνάµεις. Αρχικά διατέθηκαν τρεις µεραρχίες, η 1η του καπετάν Γιώτη (Χ. Φλωράκη) µε µόλις 540 µαχητές, η οποία όµως διολίσθησε στη νότια Ελλάδα, µε αποστολή τη διενέργεια αντιπερισπασµών και δεν έλαβε µέρος στη µάχη, την 8η µεραρχία του Φωκά µε 1700 µαχητές και την 9η µεραρχία του Παλαιολόγου µε 3.350 µαχητές, από τους οποίους αρκετοί, ειδικά στην 107η ταξιαρχία, ήταν µέλη του ΝΟΦ και διέθετε και αρκετές γυναίκες. Μετά το Βίτσι περίπου 2.200 µαχητές διοχετεύτηκαν µέσω του αλβανικού εδάφους από το Βίτσι στον Γράµµο και συµµετείχαν στην τελική µάχη.

Οι µαχητές αυτοί ήταν ενταγµένοι στην 103η, 14η, 102η και 105η Ταξιαρχίες και στην ταξιαρχία της σχολής αξιωµατικών που είχε πραγµατική παρατακτέα δύναµη λόχου. Σηµαντική υποστήριξη πάντως ο ∆ΣΕ έλαβε πέραν των συνόρων, από τον αλβανικό Στρατό ο οποίος ναι µεν δεν πέρασε τα σύνορα –παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις– αλλά βοήθησε, εκ του ασφαλούς µάλιστα, µε δραστικά πυρά πυροβολικού και βαρέων όπλων πεζικού τους αµυνόµενους του ∆ΣΕ.

Το σχέδιο του ∆ΣΕ ήταν απλό και προέβλεπε την επιτόπου άµυνα στις οργανωµένες του θέσεις επί του ορεινού συγκροτήµατος του Γράµµου, άνευ ιδέας υποχώρησης, αφού αυτό ήταν το τελευταίο του έρεισµα. Γι’ αυτό και η ηγεσία του ∆ΣΕ, πολιτική (Ζαχαριάδης) και στρατιωτική (Γούσιας) εξέδιδαν συνεχώς διαταγές προτρέποντας τους µαχητές του σε φανατική αντίσταση. «Ο εχθρός συγκεντρώνεται στον Γράµµο για µια αποφασιστική αναµέτρηση. Στον Γράµµο έχουµε όλες τις δυνατότητες να καταφέρουµε θανάσιµο πλήγµα στον εχθρό. Έχουµε πιο αρκετές δυνάµεις και µέσα. Πιο πλεονεχτικό έδαφος. Στον Γράµµο απότυχε πέρυσι ο µοναρχοφασισµός. Στον Γράµµο φέτο του καταφέραµε σοβαρό χτύπηµα µε τον ελιγµό του Απρίλη.

Στον Γράµµο από τις 2 ως τις 8 Αυγούστου έσπασε τα µούτρα του. Έχουµε και την πείρα του Βίτσι και το σοβαρό µάτωµα που προκαλέσαµε στον εχθρό στο Βίτσι. Σοβαρές δυνάµεις µας στην Ήπειρο και στην κεντρική Ελλάδα πέρασαν σε σοβαρές επιθετικές ενέργειες. Παρά τις θριαµβολογίες, ο µοναρχοφασισµός περνάει κρίση βαθιά οικονοµική, πολιτική και στρατιωτική.

Εδώ µπορούµε και πρέπει να θάψουµε τον µοναρχοφασισµό. Μαχητές, µαχήτριες και στελέχη µας, πρέπει να έχουν ατράνταχτη πίστη και αγωνιστικό ενθουσιασµό, πρέπει να αντιµετωπίσουµε και να τσακίσουµε τον εχθρό. Αµείλιχτο χτύπηµα σε µερικούς πανικόβλητους, που, επειδή χάσαµε το Βίτσι, νοµίζουνε πως χάσαµε τη νίκη. ∆υσκολίες έχουµε, αλλά θα τις ξεπεράσουµε.

Πρώτοι οι κοµµουνιστές πρέπει να σηκώσουν ψηλά τη σηµαία της πάλης ενάντια σε µερικούς πανικόβλητους, να γίνουν παράγοντες αγωνιστικού ενθουσιασµού, ακατάβλητης θέλησης, ακλόνητης πίστης στη νίκη. Όταν οι κοµµουνιστές κάνουν το καθήκον τους, γύρω τους θα ενώσουν σαν έναν άνθρωπο µε µια σκέψη, µε µια απόφαση, όλους τους µαχητές και µαχήτριες του Στρατού µας. σύνθηµά µας παραµένει: Ο Γράµµος θα γίνει ο τάφος του µοναρχοφασισµού. Όλοι στ’ άρµατα. Όλα για τη νίκη», 20/8/1949, το Πολιτικό Γραφείο.

Με τον τρόπο αυτό, λέγοντας ψέµατα για επιθέσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα και πατάσσοντας τους «λίγους πανικόβλητους», πίστευε ο Ζαχαριάδης ότι θα µπορούσε να αναστηλώσει το καταρρακωµένο ηθικό του Στρατού του.

Ειδικά το ηθικό των µαχητών που επέστρεψαν από το Βίτσι ήταν πολύ χαµηλό. Αλλά και οι υπόλοιποι, µε εξαίρεση τους πολύ φανατικούς δεν µπορούσαν να αντιληφθούν πώς θα αντιµετώπιζαν έναν αντίπαλο πολύ ανώτερο σε µέσα, αριθµό, ποιότητα και τώρα πια ηθικό.

Ο Τσακαλώτος από την πλευρά του είχε µε προσοχή καταστρώσει το σχέδιό του, γνωρίζοντας ότι ήταν πλέον αδύνατη η επίτευξη στρατηγικού αιφνιδιασµού, αφού µόνο στον Γράµµο υπήρχε ο ∆ΣΕ και µόνο εκεί µπορούσε να πληγεί.

Παρ’ όλα αυτά, διατάσσοντας το Πυροβολικό, από τις 20 Αυγούστου, να εκτελεί προπαρασκευή στο νότιο τµήµα του µετώπου, κατάφερε να επιτύχει τακτικό αιφνιδιασµό, κάνοντας τον αντίπαλο να πιστέψει ότι η κύρια επίθεση θα εκδηλωνόταν στον τοµέα αυτό. Αποφάσισε λοιπόν να επιτεθεί σε τρεις φάσεις. Στην πρώτη θα επεδίωκε την απελευθέρωση του βορείου Γράµµου µέχρι την κορυφή 2520 και τα ύψωµα Σκίρτση, Κιάφα, Άνω και Κάτω Αρένα, µε ταυτόχρονη παρενόχληση του ∆ΣΕ στον νότιο Γράµµο και απαγόρευση της διαφυγής των δυνάµεων του ∆ΣΕ από την κοιλάδα του Σαρανταπόρου και του Ζουζουλιώτικου ποταµού και το Επταχώρι.
Σε δεύτερη φάση, µε εξασφαλισµένο τον βόρειο Γράµµο θα επιδιωκόταν η εκκαθάριση του νότιου τµήµατος του ορεινού συγκροτήµατος και σε τελική φάση η εξασφάλιση του συνόλου του εθνικού εδάφους και το «σφράγισµα» των συνόρων µε την Αλβανία.

Ο Τσακαλώτος, θιασώτης του ελιγµού και της ταχύτητας, προσάρµοσε στα δεδοµένα αυτά και τα σχέδιά του. Έτσι, σχεδίασε την πραγµατοποίηση βαθιάς διείσδυσης στη διάταξη του εχθρού, τη νύκτα της 25ης Αυγούστου, ηµεροµηνίας έναρξης της επίθεσης. Τα τµήµατα της ΙΧ και της XV Μεραρχίας θα πραγµατοποιούσαν τη νυκτερινή διείσδυση στον τοµέα Πύργος-Τρία Σύνορα, Τσούµια- Κιάφα-ύψωµα 1425-Κόντρα Πολίνγκα-Καλύβια Κατσάρα-Γιαννοχώρι-Ψωριάρικα.

Σκοπός της νυκτερινής επίθεσης ήταν η µέχρι την αυγή της 25ης Αυγούστου κατάληψη των σηµείων κλειδιών Άνω Αρένα, Τσούµια, Κόντρα Πολίνγκα, Μονόπυλο, ύψωµα 1463, Σλήµνιτσα Ψωριάρικα. Κατόπιν συνέχιση της προσπάθειας, την 25η Αυγούστου προς Μαύρη Πέτρα-Κιάφα-Καλύβια Κατσάρα. Παράλληλα στον τοµέα του Τσάρνο-Παππούλη-Οτόριτσε επίθεση µε το πρώτο φως της 25ης Αυγούστου, µε σκοπό την κατάληψη των υψωµάτων αυτών και τελικό αντικειµενικό σκοπό την κατάληψη της υψηλότερης κορυφής του Γράµµου (υψ. 2520).

Βάσει του σχεδίου αυτού η XV Μεραρχία, µε τοµέα ευθύνης την περιοχή της άνω κοιλάδας του ποταµού Σαρανταπόρου (κεντρικός τοµέας), θα εξορµούσε, στις 21.00 της 25ης Αυγούστου, προς Τρία Σύνορα-Άνω Αρένα, καλύπτοντας το αριστερό των δυνάµεων που θα δρούσαν προς Κιάφα.

Κατόπιν, θα συνέχιζε την κίνησή της προς Σουφλίκα µε σκοπό την κατάληψή του και θα συνέχιζε προς Προφήτη Ηλία, Πριόνι, αυχένα Σγουρού µε τελικό σκοπό την απασχόληση και ει δυνατόν περικύκλωση των εχθρικών αντιστάσεων στο ύψωµα Ανθρωπάκος. Η Μεραρχία αυτή είχε τον πλέον άχαρο ρόλο, αφού θα επιτίθενταν στον πλέον δύσβατο και καλύτερα οργανωµένο τοµέα της εχθρικής άµυνας, χωρίς υποστήριξη Πυροβολικού ή Αεροπορίας, πριν την 26η Αυγούστου. 

Η ΙΧ Μεραρχία την ίδια ακριβώς ώρα θα εξορµούσε προς Κόντρα Πολίγκα, Καλύβια Κατσάρα, Ψωριάρικα (βόρειος τοµέας). Στόχος της ήταν η κατάληψη ειδικά της Κόντρα Πολίγκα, επί της Ελληνο-αλβανικής µεθορίου, µε στόχο την αποκοπή της οδού διαφυγής των δυνάµεων του ∆ΣΕ. Νοτιότερα, µεταξύ της XV και της ΙΧ Μεραρχίας θα επιχειρούσε η Ι Μεραρχία, µε σκοπό την άλωση του τροµερού Τσάρνο. Επί του ιδίου άξονα θα ενεργούσε, σε δεύτερο χρόνο και η ΙΙΙ Μεραρχία Καταδροµών, µε στόχο να υπερβεί, συν τω χρόνω, την Ι Μεραρχία και να συνεχίσει την επίθεση προς Παπούλη µε στόχο τη διάβαση του Άνω Αλιάκµονα και την κατάληψη του υψ. Φλάµπουρο και τελικά του υψ. Σκίρτση, βαθιά στην εχθρική τοποθεσία.

Η VIII Μεραρχία θα τηρούσε αρχικά αµυντική στάση από το Κάµενικ στα ελληνο-αλβανικά σύνορα, µέχρι τη µέση κοιλάδα του Σαρανταπόρου. Επίσης αµυντική στάση θα τηρούσε και η 77η Ταξιαρχία, απαγορεύοντας την κατεύθυνση Ζουζουλιώτικος ποταµός- Επταχώρι. Ως εφεδρεία του  Σ.Σ. θα τηρούνταν µια ταξιαρχία της Ι Μεραρχίας στην  περιοχή Αµµούδας-Αλεβίτσας.

Νυκτερινή έφοδος

Το βράδυ της 25ης Αυγούστου, βάσει του σχεδίου, άρχισε η επίθεση. Στον τοµέα της ΙΧ Μεραρχίας (βόρειος τοµέας) εξόρµησαν η 42η και 43η Ταξιαρχίες.

Η επίθεση αιφνιδίασε τους αµυνόµενους, οι οποίοι συνήλθαν όµως σταδιακά και προέβαλαν ισχυρή αντίσταση, όχι τόσο ισχυρή όµως για να αποτρέψουν τη λήψη επαφής µε την αµυντική τοποθεσία Κόντρα Πολίγκα-Ψωριάρικα. Με το πρώτο φως τα τµήµατα υποστηρίχτηκαν από το Πυροβολικό και την Αεροπορία και έτσι στις 05.40 έπεσε η Κόντρα Πολίγκα (42η Ταξιαρχία) και στις 09.50 τα Ψωριάρικα (43η Ταξιαρχία).

Η 42η Ταξιαρχία συνέχισε την ταχεία προέλασή της, κατά µήκος των συνόρων, καταλαµβάνοντας τα Καλύβια Κατσάρα, παρά τα δραστικά πυρά των Αλβανών εναντίον των Ελλήνων στρατιωτών.

Στον τοµέα της Ι Μεραρχίας η επίθεση επίσης εξελίχθηκε βάσει του σχεδίου. Κατά τη διάρκεια της νύκτας η 52η Ταξιαρχία προωθήθηκε σε βάθος, ανοίγοντας δρόµο στα ναρκοπέδια και τα συρµατοπλέγµατα του εχθρού µε τορπίλες Μπάγκαλορ.

Με το πρώτο φως η επίθεση συνεχίστηκε και µέχρι τις 12.15 το τροµερό Τσάρνο είχε πέσει, κατόπιν σφοδρού αγώνα της 52ης Ταξιαρχίας. Το 595ΤΠ είχε την τιµή να ολοκληρώσει την κατάληψη του Τσάρνο και να εδραιωθεί σε αυτό.
Η επιτυχία αυτή αποτέλεσε και τον προάγγελο της οριστικής νίκης, αφού το Τσάρνο ήταν πραγµατικά το κλειδί του βορείου Γράµµου. Σηµαντική ήταν η υποστήριξη της Αεροπορίας στην επιτυχία αυτή, αφού τα για πρώτη φορά χρησιµοποιούµενα βοµβαρδιστικά κάθετης εφόρµησης Χελντάιβερς, άλλαξαν κυριολεκτικά το τοπίο στο Τσάρνο. Στον ίδιο τοµέα οι Καταδροµείς προωθήθηκαν στο Τσάρνο, έτοιµοι να ξεκινήσουν την καταδίωξη των ηττηµένων.

Στον τοµέα της ΧV Μεραρχίας τα τµήµατα επίσης εξόρµησαν βάσει του σχεδίου και αφού ανέτρεψαν µικροαντιστάσεις, παρακάµπτοντας άλλες, έλαβαν µέχρι τις 03.00 τα ξηµερώµατα στενή επαφή µε την κύρια εχθρική αµυντική τοποθεσία. Η 45η Ταξιαρχία υποχρεώθηκε να σταµατήσει ενώπιον της ισχυρής αντίδρασης των αντιπάλων. Η 61η Ταξιαρχία όµως διείσδυσε στην εχθρική τοποθεσία, αλλά υποχρεώθηκε να σταµατήσει, δεχόµενη το βάρος συγκεντρωτικών εχθρικών αντεπιθέσεων.

Παρόµοια εξελίχθηκε και η επίθεση της 73ης Ταξιαρχίας, η οποία κατέλαβε την Καρυά, αλλά σταµάτησε προ της Γκορίτσας. Ο Τσακαλώτος, βλέποντας την επίθεση να αποτυγχάνει στον τοµέα αυτό, αποφάσισε να την σταµατήσει και µάλιστα διέταξε την 61η Ταξιαρχία της ΧV Μεραρχίας να ενισχύσει την ΙΧ, της οποίας η επιθετική ενέργεια εξελισσόταν µε λαµπρά αποτελέσµατα.

Η 77η Ταξιαρχία επιτέθηκε επί περιορισµένου µετώπου και κατάφερε, µετά από σκληρό αγώνα να καταλάβει το Χωριό Χρυσή, αγκιστρώνοντας δυνάµεις του ∆ΣΕ. Η VIII Μεραρχία επίσης επιτέθηκε µε την 75η Ταξιαρχία προς Κάµενικ, φτάνοντας σε απόσταση 50 µ. από την κορυφή. Η 74η και η 75η Ταξιαρχίες επιτέθηκαν επίσης και ανέτρεψαν την πρώτη γραµµή ανάσχεσης του εχθρού.

Την εποµένη, η επίθεση συνεχίστηκε. Η ΙΧ Μεραρχία ρίχνοντας στη µάχη και την εφεδρική της 41η Ταξιαρχία συνέχισε την επίθεση και κατέλαβε τα Καλύβια Κατσάρα.

Η Ι Μεραρχία, σε συνεργασία µε τους Καταδροµείς, κατέλαβε και το ύψωµα Παπούλη. Η ΧV Mεραρχία απλώς απασχόλησε τον αντίπαλο, όπως και η VIII Mεραρχία, καθηλώνοντας σηµαντικές δυνάµεις του ∆ΣΕ. Άλλωστε, ο Τσακαλώτος είχε ήδη αποφασίσει να ρίξει το βάρος του στον βόρειο τοµέα, εκµεταλλευόµενος την αρχική επιτυχία της ΙΧ Μεραρχίας.

Έτσι, την εποµένη η ΙΧ Μεραρχία συνέχισε την κίνησή της προς Πόρτα  Οσµάν, κινούµενη ουσιαστικά στα νώτα της εχθρικής τοποθεσίας, µεταξύ Αλβανών και τµηµάτων του ∆ΣΕ.
Ο ελιγµός αυτός απέδωσε και ο εχθρός χαλάρωσε την αµυντική του προσπάθεια στο κεντρικό και νότιο µέτωπο, προσπαθώντας κρατήσει την υπό κατάρρευση βόρεια πτέρυγά του.

Ελάχιστα όµως κατόρθωσε αφού στις 28 Αυγούστου, η µεν ΙΧ Μεραρχία κατέλαβε την κορυφή του Γράµµου και συνέχισε να κινείται στα νώτα των δυνάµεων του ∆ΣΕ, απειλώντας το σύνολό τους µε περικύκλωση, η δε Ι Μεραρχία και η ΙΙΙ Καταδροµών διέσπασαν την εχθρική άµυνα στον κεντρικό τοµέα.

Οι Καταδροµείς στις 12.20 της 28ης Αυγούστου είχαν κυριεύσει και τη Σκίρτση, κόβοντας στα δύο την εχθρική διάταξη. Ύστερα από την εξέλιξη αυτή τα θλιβερά υπολείµµατα του ∆ΣΕ άρχισαν να αποσύρονται στην Αλβανία, για να µην κυκλωθούν. Στις 30 Αυγούστου το Κάµενικ έπεσε αµαχητί. Ήταν η τελευταία επιτυχία. Ο πόλεµος είχε τελειώσει.

Οι απώλειες του Ε.Σ. ήταν ελαφρές και έφτασαν στους 243 νεκρούς (15 αξιωµατικοί) και 1452 τραυµατίες και τους 11 αγνοούµενους. ∆εν υπέστη λοιπόν ο ΕΣ τις συντριπτικές απώλειες που αναφέρουν σύγχρονοι ιστορικοί, µε συγκεκριµένη οπτική. Από την άλλη πλευρά οι νεκροί έφτασαν τους 922 και οι αιχµάλωτοι τους 950 περίπου.

Οι υπόλοιποι, περί τους 5.000 διέφυγαν στην Αλβανία. Πλούσια ήταν και τα λάφυρα του Ε.Σ. Συνολικά κυριεύτηκαν 17 ορειβατικά, 15 αντιαεροπορικά και 8 αντιαρµατικά πυροβόλα, στο σύνολο ουσιαστικά του εναποµείναντος πυροβολικού του ∆ΣΕ, 670 πολυβόλα και οπλοπολυβόλα, 57 αυτόµατα, 2.598 τυφέκια, 221 όλµοι – 10 των 120 χλστ. και οι υπόλοιποι των 81, 60 και 50 χλστ. – 4 φορητοί αντιαρµατικοί εκτοξευτές PIAT και τόνοι πυροµαχικών.

Η µάχη στον Γράµµο έληξε µε µια ακόµα νίκη του Ε.Σ., αν και αυτή τη φορά ο ∆ΣΕ περίµενε την επίθεση. Οι αντάρτες µετά το Βίτσι ανέµεναν την συνέχιση των επιχειρήσεων κατά του Γράµµου και άρα ήταν αδύνατη η επίτευξη στρατηγικού αιφνιδιασµού.

Επετεύχθη όµως ο τακτικός αιφνιδιασµός, ο οποίος συνίστατο στην απόκρυψη τής κατευθύνσεως της κύριας προσπάθειας και του χρόνου επίθεσης (ηµέρα και ώρα επίθεσης). Πράγµατι, διά των παραπλανητικών ενεργειών του Πυροβολικού, από 20-24 Αυγούστου, διά των οποίων προσβάλλονταν οι τοποθεσίες του εχθρού στο νότιο Γράµµο επετεύχθη ο τακτικός αιφνιδιασµός του ιδίως όσον αφορούσε την εκδήλωση του υπερκερωτικού ελιγµού κατά µήκος των συνόρων από την ΙΧ Μεραρχία.

Ο υπερκερωτικός ελιγµός κατά µήκος των συνόρων προκρίθηκε λόγω της µικρής ισχύος των εχθρικών οργανώσεων στον τοµέα αυτό, της ύπαρξης κατάλληλων δροµολογίων κίνησης επί της µεθορίου, λόγω της αδυναµίας του εχθρικού πυροβολικού και όλµων να εκτοξεύσουν φραγµούς πυρός, λόγω της θέσης τάξης τους µε βασικό προσανατολισµό την κάλυψη του Τσάρνο-Παπούλη-Αρένες, τη σηµασία που θα είχε για τον αντίπαλο, αφού τον απέκοπτε από τη µόνη οδό διαφυγής του προς την Αλβανία.

Μοναδικό µειονέκτηµα της κίνησης κατά µήκος των συνόρων ήταν ακριβώς η εγγύτητα µε τα σύνορα που επέτρεπε στους Αλβανούς να πλήττουν τα ελληνικά τµήµατα. 

Επίσης, πρέπει να δοθούν τα εύσηµα στην ΙΧ Μεραρχία η οποία µε την παράτολµη, σε βάθος διείσδυσή της, στο βάθος της εχθρικής τοποθεσίας, αδιαφορώντας για την ασφάλεια των πλευρών της, ουσιαστικά κέρδισε τη νίκη.

Η δράση της ΕΒΑ στις τελικές µάχες

Σταθµίζοντας την κατάσταση, µετά την παραπλανητική επίθεση στον Γράµµο, ο αρχιστράτηγος Παπάγος έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να εξαπολύσει την πρώτη κύρια επίθεση µε στόχο, τι άλλο, το Βίτσι. Η Π.Α. και πάλι κλήθηκε να προετοιµάσει το έδαφος. Την ίδια ώρα ο Ζαχαριάδης πανηγύριζε τη νίκη του Γράµµου, όπου «ο µοναρχοφασισµός έσπασε τα µούτρα του».

Η Π.Α. ήταν έτοιµη. Οι 335η, 336η και 337η Μοίρες µε επικεφαλής τούς: σµηναγό Σινούρη, σµηναγό Αθανασόπουλο και σµηναγό Λουκόπουλο, αντίστοιχα, καθώς και το σµήνος των «βοµβαρδιστικών» Dakota, υπό τον σµηναγό Παπουτσή, βρίσκονταν σε απόλυτη πολεµική ετοιµότητα.

Το απόγευµα της 9ης Αυγούστου πραγµατοποιήθηκε στο αεροδρόµιο της Κοζάνης. Εκεί αποφασίστηκε ότι κάθε µοίρα θα εκτελούσε τουλάχιστον 4 εξόδους επ’ ωφελεία κυρίως της ΙΙΙ Μεραρχίας Καταδροµών. Στόχος του σχεδίου ήταν να ριφθεί ο µεγαλύτερος δυνατός όγκος αεροσκαφών σε περιορισµένο χώρο, για όσο το δυνατόν πιο απεριόριστο χρόνο. Με τον τρόπο αυτό τα υλικά, αλλά και ηθικά αποτελέσµατα από τη δράση των ελληνικών φτερών θα ήταν συντριπτικά.

Την εποµένη, πριν χαράξει καλά καλά, ξεκίνησαν πρώτα τα µετασκευασµένα Dakota. Λίγα λεπτά αργότερα, ακολούθησαν τα πρώτα Spitfire. Στόχος τους ήταν το βασικό τηλεφωνικό κέντρο του ∆ΣΕ στις Καρυές Πρεσπών, το οποίο είχε εντοπιστεί από αεροφωτογραφίες. Σύντοµα δεν είχε µείνει τίποτα όρθιο από αυτό. Αλλά και τα Dakota εκτέλεσαν την αποστολή τους µε φιλοτιµία, εκτός από ένα. Το ένα αυτό αυτοσχέδιο βοµβαρδιστικό είχε ως στόχο τον βοµβαρδισµό ακριβείας του αρχηγείου της 102ης ταξιαρχίας του ∆ΣΕ. Κατά τη φάση της προσέγγισης όµως το αεροσκάφος δέχτηκε βροχή αντιαεροπορικών πυρών.

Ένα βλήµα των 20 χλστ. το έπληξε σοβαρά στη δεξιά πτέρυγα, τρυπώντας τη δεξαµενή καυσίµου και αχρηστεύοντας το υδραυλικό σύστηµα του αεροσκάφους. Η κατάσταση ήταν κρίσιµη για το πλήρωµα, τον χειριστή σµηναγό Τσιτσόγλου, τον επισµηναγό Γιαννάτο και τον βοµβαρδιστή αρχισµηνία Πειρασµάκη. Το αεροσκάφος από στιγµή σε στιγµή κινδύνευε να πάρει φωτιά.

Παρ’ όλα αυτά, όταν ο χειριστής κατάλαβε ότι το αεροπλάνο µπορούσε ακόµα να πετά αποφάσισε να συνεχίσει την αποστολή του! Στράφηκε προς τον στόχο και πετώντας υποχρεωτικά ευθεία, αδιαφορώντας ουσιαστικά για τα εχθρικά πυρά, έριξε µε εξαιρετική ακρίβεια τις βόµβες του στο στόχο.

Οι στρατιώτες µε δέος κοιτούσαν το µοναχικό Dakota καθώς φανερά καταπονηµένο στράφηκε τώρα για τη βάση του. Τα σκέλη των τροχών είχαν αχρηστευθεί και κρέµονταν παράλυτα. Παρ’ όλα αυτά, µε εξαίρετη ψυχραιµία ο χειριστής του το «προσγείωσε» στη Λάρισα.

Την ώρα που συνέβαιναν αυτά, 32 Spitfire φορτωµένα µε βόµβες και ρουκέτες βρίσκονταν ήδη στον αέρα, έτοιµα να υποστηρίξουν την επίθεση του Ε.Σ. κατά της ισχυρά οχυρωµένης Πολενάτας και του υψώµατος 1685. Από αυτά τα 20, µε επικεφαλής τον επισµηναγό Κατσιµπούρη επιτέθηκαν στην Πολενάτα και τα υπόλοιπα, µε επικεφαλής τον σµηναγό Λουκόπουλο, στο 1685.

Η επίθεση στην Πολενάτα είχε τροµακτική ισχύ. Πολυβολεία, πυροβολεία, σταθµοί διοίκησης γίνονται κοµµάτια, τινάζονται στον αέρα. Τεράστια σύννεφα καπνού σκεπάζουν το βουνό. Από το έδαφος η 22η Ταξιαρχία, υπό το βλέµµα του περίφηµου «Παππού», του διοικητή της ΙΙ Μεραρχίας, υποστράτηγου Παπαδόπουλου.

Τα αεροσκάφη όµως δεν ξεκουράζονται. Μετά την πρώτη έξοδο επέστρεψαν στην Κοζάνη, ανεφοδιάστηκαν, επανεξοπλίστηκαν και ετοιµάστηκαν για την επόµενη έξοδο.

Στόχος και πάλι η Πολενάτα. Αυτή τη φορά τα δύο κύµατα των Spitfire ήταν ισοδύναµα, µε 16 αεροσκάφη το καθένα, τα µισά µε ρουκέτες και τα άλλα µε εµπρηστικές βόµβες. Επικεφαλής των «ρουκετοβόλων» ήταν ο σµηναγός Σινούρης και των «εµπρηστικών» ο γνωστός Ηλίας Καρταλαµάκης. Στο µεταξύ, οι χερσαίες δυνάµεις, εκµεταλλευόµενες την πρώτη αεροπορική επίθεση, είχαν φτάσει σε απόσταση εφόδου από τα εχθρικά οχυρώµατα.

Εκεί όµως καθηλώθηκε στη γραµµή των εχθρικών πολυβολείων. Όµως, βάσει του σχεδίου πυρός που είχε καταρτισθεί την προηγούµενη, η Αεροπορία θα εκτελούσε τη δεύτερη επίθεση στις 09.30 ακριβώς.

Η καθηλωµένη όµως 22η Ταξιαρχία ζήτησε αναβολή για µια ώρα του βοµβαρδισµού, για να αναδιοργανωθεί και να είναι έτοιµη να εκµεταλλευτεί τα αποτελέσµατα του βοµβαρδισµού. Το πρόβληµα ήταν ότι τα Spitfire δεν είχαν αρκετή αυτονοµία, ώστε να παραµείνουν για τόση ώρα στον αέρα. Αλλά και αν έµεναν δεν θα µπορούσαν να επιστρέψουν.

Αγωνιώντας µέσα στα αεροσκάφη τους, οι επικεφαλής ζήτησαν οδηγίες και έλαβαν τη διαταγή: «Κρατηθείτε στον αέρα, ακόµα και µε τα δόντια». Αγόγγυστα οι αεροπόροι δέχτηκαν τον σταυρό, που για πολλούς από αυτούς µπορούσε να σηµαίνει και θάνατο.

Αυτό ήταν το πνεύµα των «µισθοφόρων µοναρχοφασιστών», όπως έλεγε ο Ζαχαριάδης. Αγώνας µέχρις εσχάτων. Η τύχη όµως βοηθά τους γενναίους. Ευτυχώς, η 22η Ταξιαρχία κατάφερε να ετοιµαστεί στον µισό χρόνο και µε 25 λεπτά καθυστέρηση τα Spitfire διατάχτηκαν να εφορµήσουν. Να πώς περιγράφει τη στιγµή ο Ηλίας Καρταλαµάκης: «Πριν βουτήξω, δίνω µια τελευταία απαραίτητη οδηγία στον σχηµατισµό µου. ‘‘Μαύρος σχηµατισµός. Μαύρος σχηµατισµός από Μαύρο Ένα. Πάρτε θέσεις προσβολής.
∆ιακόπτες θέση βοµβών. Έτοιµος’’. Χωρίς να περιµένω απάντηση, πάνω από τα Κουκουλθούρια στρέφω τα πυροβόλα µου και καρφώνω το φωτεινό σταυρό στο αριστερό τόξο του στόχου, σύµφωνα µε την τακτική προσβολής.

Η βελόνα του ταχύµετρού µου παίρνει στροφή προς τα µεγάλα νούµερα, ενώ του υψόµετρου δείχνει πως κατεβαίνω βιαστικά µε µεγάλη ταχύτητα.

∆εν αργούν να µας υποδεχτούν τα εχθρικά αντιαεροπορικά µε τις τροχιοδεικτικές τους. Μας χτυπάνε από τα πλευρά γιατί τα ρουκετοβόλα που περάσανε σάρωσαν κάθε οργανωµένη αντιαεροπορική άµυνα. Φτάνοντας στα 500 µέτρα, χτυπάω µε τα κανόνια µου, µε διασπορά µέσα στα χαρακώµατα, και φτάνω χτυπώντας µέχρι τα 15 µέτρα πάνω από τον στόχο, όπου και αφήνω τις εµπρηστικές. Καθώς είχα το µάτι καρφωµένο στο στόχο µου, µε την ταχύτητα των 450 χλµ. βλέπω το έδαφος να έρχεται επάνω µου… Αφήνοντας τις βόµβες µου εξακολουθώ πολυβολώντας µέχρι της Πολενάτα ΙΙ και από εκεί παίρνω τον διάδροµο εξόδου Ρότο-Μπίκοβικ και ξαναγυρίζω πάνω από το Βίτσι.

Σε αυτόν τον καιρό έχω την ευκαιρία να κοιτάξω πάλι το στόχο και να δω τη δουλεία των άλλων Spitfire. Νιώθω ικανοποιηµένος και περήφανος γιατί όλα τα αεροπλάνα του σχηµατισµού µου ρίξανε τις βόµβες τους σύµφωνα µε την υπόσχεση που τους είχα αποσπάσει, δηλαδή κάτω από τα 15 µέτρα, αψηφώντας κάθε κίνδυνο και  κάθε αντιαεροπορική δράση…

Σε αυτό το χρονικό διάστηµα που η Πολενάτα είναι µια κόλαση, που ψήνεται ο απαίσιος συµµοριτισµός, τα ηρωικά φανταράκια έχουν πλησιάσει µέχρι τα 50 µέτρα, έτοιµα να σκαρφαλώσουν στα γκρεµισµένα πολυβολεία…

Με την  πρώτη βόλτα, πετώντας χαµηλά πάνω από την Πολενάτα, που ακόµα καίγεται, βλέπω στην νοτιοανατολική πλευρά τα φανταράκια µας να σκαρφαλώνουν και να µπαίνουν στην περιοχή του στόχου µέσα από τα χαρακώµατα.

Το αίσθηµα που ένιωσα αυτήν τη στιγµή δεν µπορώ να το περιγράψω. Μια χαρά µε κυριεύει και περνώντας πάνω από τα κεφάλια των φαντάρων µας πατάω τα πολυβόλα και κανόνια προς την πυραµίδα του στόχου…

∆υο-τρεις βόλτες ακόµα πάνω από την Πολενάτα και πέφτει η φωτοβολίδα, σινιάλο πως ο σκοπός της Ταξιαρχίας πέτυχε».

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Την πρώτη µέρα της µάχης του Βίτσι (10 Αυγούστου 1949) η Π.Α. πραγµατοποίησε 164 πολεµικές εξόδους, προσφέροντας τεράστια υπηρεσία στον Στρατό, µε κάθε τρόπο. Μια σχετικά άγνωστη πτυχή της αεροπορικής µάχης ήταν και η ρίψη ανδρείκελων από τα Dakota στην περιοχή των Πρεσπών, για να διασπαστεί η προσοχή του αντιπάλου.

Την 11η Αυγούστου η Π.Α. εκτέλεσε 153 πολεµικές εξόδους, πλήττοντας κυρίως το ύψωµα Λέσιτς αλλά και στόχους ευκαιρίας στα µετόπισθεν του ∆ΣΕ. Ιδιαίτερα επιτυχείς ήταν οι επιθέσεις στους άξονες συγκοινωνιών του ∆ΣΕ µε την Αλβανία.

Οι δρόµοι εξελίχθηκαν σε παγίδα θανάτου για τα µεταφορικά του ∆ΣΕ, δεκάδες των οποίων καταστράφηκαν από τα ελληνικά Spitfire. Σηµαντικό, όµως, ρόλο διαδραµάτισαν και τα ταπεινά αναγνωριστικά, αλλά και ελαφρά βοµβαρδιστικά, όταν το απαιτούσε η περίπτωση, Harvard.

Παρ’ όλα αυτά, αν και ήδη µετά την κατάληψη της Πολενάτα και του 1685 η µάχη για το Βίτσι είχε σχεδόν κριθεί, η προπαγάνδα του Ζαχαριάδη συνέχισε να «ντοπάρει» τους µαχητές του ∆ΣΕ απλώς µε συνθήµατα του τύπου «Απάτητο Βίτσι», « Άπαρτος Γράµµος», «Θάνατος στον µοναρχοφασισµό» κ.λπ.

Την εποµένη, όµως, 12 Αυγούστου, χάθηκε οριστικά και το Λέσιτς, κλειδί της τοποθεσίας του Βίτσι. Η συνέχιση από µέρους της µάχης εκεί µόνο επιπλέον ανθρώπινες απώλειες επέφερε. Ειδικά στο Λέσιτς η ήττα ήταν βαριά.

Όπως αναφέρει η αναφορά του Γενικού Αρχηγείου του ∆ΣΕ: «Με την κατάληψη από τον εχθρό του Λέσιτς διασπάστηκε το κεντρικό µέτωπο, κυκλώθηκε η 18η Ταξιαρχία µας, έγινε προβληµατική, εξαιρετικά δύσκολη η παραπέρα προσπάθειά µας στο Βίτσι».

Η Π.Α. έλαβε µέρος και στη φάση της καταδίωξης των τρεπόµενων πλέον σε φυγή τµηµάτων του ∆ΣΕ. Με παράτολµες ενέργειες, τα ελληνικά φτερά κοµµάτιασαν φάλαγγες, αυτοκινητοποµπές, πυροβόλα, αποθήκες και σταθµούς διοίκησης. Έξι Spitfire κτυπήθηκαν στη φάση αυτή της µάχης, ευτυχώς χωρίς ανθρώπινες απώλειες. Σε µία από τις επιχειρήσεις αυτές κτυπήθηκε αργότερα ο νεαρός ανθυποσµηναγός Παπαδηµητρίου, ο οποίος σκοτώθηκε καθώς πολυβολούσε αντίπαλη φάλαγγα από ύψος 5 µέτρων.

Ένα ακόµα ελληνικό αεροσκάφος, ένα Harvard, µε πλήρωµα τους Κωσταρά και Μουσαγιά κτυπήθηκε από αλβανικά αντιαεροπορικά, ενώ πετούσε στον Λαιµό των Πρεσπών.

Αν και µε αχρηστευµένα τα πόδια του, ο χειριστής, ανθυποσµηναγός Μουσαγίας κατόρθωσε να εκτελέσει αναγκαστική προσγείωση του κοµµατιασµένου του αεροσκάφους στον Λαιµό. Ευτυχώς, πρόλαβαν και τους διέσωσαν άνδρες της ΧΙ Μεραρχίας.

Μια ιδιαίτερη πτυχή του αεροπορικού αγώνα στην επιχείρηση «Πυρσός» είναι αυτή της χρήσης των αµερικανικών βοµβαρδιστικών κάθετης εφόρµησης Helldiver. Οι Βρετανοί είχαν πάρει πίσω από την Π.Α. τα βοµβαρδιστικά Baltimore που της είχαν διαθέσει κατά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο.

Αργότερα, παραχώρησαν λίγα, καταπονηµένα και σχεδόν άχρηστα Wellington. Μετά την απόσυρση και αυτών η Π.Α. δεν διέθετε κανένα βοµβαρδιστικό.

Η κατάσταση αυτή θεραπεύτηκε µε την κλασική ελληνική συνταγή της «πατέντας». Μερικά από τα µεταγωγικά Dakota µετατράπηκαν σε αυτοσχέδια βοµβαρδιστικά και συµµετείχαν µε επιτυχία στις επιχειρήσεις. Ωστόσο, η έλλειψη ενός εξειδικευµένου βοµβαρδιστικού ήταν εµφανής.

Η Π.Α. είχε επανελλειµένα ζητήσει την προµήθεια βοµβαρδιστικών, χωρίς αποτέλεσµα. Τελικά, οι Αµερικανοί δέχτηκαν να παραχωρήσουν 42 παλαιά ναυτικά βοµβαρδιστικά κάθετης εφόρµησης Curtis Helldiver.

Τα διθέσια αυτά αεροσκάφη ήταν δύσκολα στον χειρισµό, βαριά, αλλά στιβαρά και µε µεγάλη µεταφορική ικανότητα. Το µεγαλύτερο όµως πλεονέκτηµά τους ήταν η ικανότητά τους να εκτελούν βοµβαρδισµό ακριβείας, εφορµώντας κάθετα. 42 αεροσκάφη του τύπου παραχωρήθηκαν στην Π.Α., αλλά οι Αµερικάνοι, µε διάφορα προσχήµατα, δεν ήθελαν να µας επιτρέψουν να τα χρησιµοποιήσουµε στη µάχη.

Από την άλλη πλευρά ο αρχιστράτηγος Παπάγος επέµενε και, µε τη συνδροµή των τεχνικών της Π.Α. κατέστη δυνατή η χρησιµοποίησή τους, καθώς οι Αµερικάνοι είχαν αρνηθεί να παραδώσουν το σύστηµα φόρτωσης βοµβών.

Τελικά, όλα τα προβλήµατα ξεπεράστηκαν και πάλι µε τη γνώριµη τακτική της «πατέντας». Έτσι, στις 24 Αυγούστου, ηµέρα έναρξης της τελικής επίθεσης του Ε.Σ. στον Γράµµο, 18 Helldiver ήταν έτοιµα για δράση στο αεροδρόµιο Κοζάνης.

Τα αεροσκάφη απογειώθηκαν µέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο των κινητήρων τους των 2.050 ίππων. Ολόκληρη η πόλη παρακολούθησε το θέαµα της απογείωσης, καθώς δόθηκε η διαταγή ολόκληρος ο σχηµατισµός να πετάξει πάνω από την πόλη.

Στόχος του σχηµατισµού ήταν το περιβόητο Τσάρνο, το ύψωµα-θρύλος που τόσο αίµα είχε µέχρι τότε στοιχίσει. Καθώς τα αεροσκάφη έφτασαν πάνω από τον στόχο, οι στρατιώτες έπαψαν τα πυρά, κοιτώντας µε δέος τα βαριά αεροσκάφη.

Τα Helldiver ξαφνικά άρχισαν ένα προς ένα να βουτούν.

Τα ανοικτά αερόφρενα προξενούσαν ένα δαιµονισµένο θόρυβο. Το κάθε αεροσκάφος µετέφερε 4 βόµβες των 500 λιβρών.

Σε µικρό ύψος από τον στόχο κάθε ένα από αυτά άφηνε τις βόµβες του και µε απότοµη άνοδο κέρδιζε ύψος.

Στο έδαφος όµως αυτό που συνέβαινε δεν µπορεί να περιγραφεί. Κοµµάτια ολόκληρα από το δασωµένο βουνό πετούσαν κυριολεκτικά στον αέρα.

Όταν την επόµενη µέρα ο Ε.Σ. κατέλαβε οριστικά το Τσάρνο, το βουνό είχε αλλάξει όψη. Τεράστιες τρύπες βάθους 5 και διαµέτρου 10 µέτρων βρίσκονταν εκεί που υπήρχαν πριν τα περισσότερα από 50 οχυρά πολυβολεία του ∆ΣΕ.

Εκατοντάδες πτώµατα βρέθηκαν κονιορτοποιηµένα γύρω από τα πολυβολεία, µεταφερόµενα από το ωστικό κύµα των εκρήξεων. Αµέσως µετά την επίθεση των Helldiver, ακολούθησε ένα κύµα 14 Spitfire που ολοκλήρωσαν το έργο της καταστροφής.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
defencenet.ae
ΔΕΙΤΕ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.

Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com

Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.