Ο Χένρι Μόλεζον ήταν μόλις 27 ετών, όταν η ζωή του χωρίστηκε στο πριν και το μετά. Μπορούσε να θυμηθεί το όνομά του, στιγμές από την παιδική του ηλικία, ιστορικά γεγονότα, τη ζωή τη δεκαετία του ‘40.
Όμως ήταν λες και η ζωή του σταμάτησε το 1953, όταν έχασε την ικανότητα να δημιουργεί νέες μνήμες.
Το 1953 μετά από χειρουργική επέμβαση στον εγκέφαλο για τη θεραπεία της επιληψίας ξύπνησε ουσιωδώς και ανεπανόρθωτα αλλαγμένος. Δεν μπορούσε πια να θυμηθεί σχεδόν τίποτα μετά την επέμβαση. Οι επιληπτικές κρίσεις είχαν ξεκινήσει μετά από ένα άσχημο χτύπημα στο κεφάλι, όταν ήταν εννέα ετών.
Ήταν τόσο σοβαρές που αναγκάστηκε να αλλάξει σχολείο, για να γλιτώσει από τα πειράγματα των συμμαθητών του και τελικά κατάφερε να αποφοιτήσει στην ηλικία των 21ετών.
Η συχνότητα των κρίσεων δεν του επέτρεπε να δουλέψει, αφού ο επαγγελματικός χώρος ήταν επικίνδυνος για αυτόν, και ουσιαστικά έμενε σπίτι με τους γονείς του βάζοντας την ζωή του στην αναμονή.
Έτσι το 1953, 27 ετών πια, αποφάσισε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση – πειραματική, όπως ομολόγησε με ειλικρίνεια ο χειρουργός του- για να μπορέσει να αποκτήσει μια φυσιολογική ζωή.
Του αφαίρεσαν τμήμα του εγκεφάλου προξενώντας μόνιμη βλάβη στον ιππόκαμπο, την αμυγδαλή και τον ενδορινικό φλοιό.
Και ναι οι επιληπτικές κρίσεις σταμάτησαν ή τουλάχιστον περιορίστηκαν σημαντικά, αλλά μαζί τους ο Χ.Μ., όπως επρόκειτο πια να αποκαλείται στους επιστημονικούς κύκλους, έχασε την ικανότητα να δημιουργεί αναμνήσεις και καταδικάστηκε να ζει στο παρόν, σε ένα παρόν που κάθε φορά διαρκούσε περίπου τριάντα δευτερόλεπτα.
Μετά την επέμβαση επέστρεψε στο σπίτι με τους γονείς του όντας πλήρως εξαρτημένος από αυτούς. Η καθημερινότητά του περιλάμβανε επισκέψεις στα μαγαζιά για τα ψώνια της ημέρας, παρακολούθηση τηλεόρασης, διάβασμα εφημερίδων και περιοδικών, ενώ περνούσε ατέλειωτες ώρες λύνοντας σταυρόλεξα.
Για τα επόμενα 55 χρόνια κάθε φορά που έβλεπε κάποιον, κάθε φορά που ασχολούνταν με κάτι ήταν γι’ αυτόν η πρώτη φορά. Μπορούσες να συζητήσεις μαζί του και μέσα σε δεκαπέντε λεπτά να σου πει την ίδια ιστορία τρεις φορές χρησιμοποιώντας το ίδιο λεξιλόγιο, τον ίδιο τόνο στη φωνή του χωρίς να έχει ιδέα πως επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα. Επρόκειτο για μια περίπτωση βαριάς αμνησίας την οποία οι επιστήμονες περιέγραφαν ως απόλυτα αγνή.
Ο Χ.Μ. για πέντε δεκαετίες ήταν ο πιο σημαντικός ασθενής στην ιστορία των νευροεπιστημών. Συμμετείχε σε εκατοντάδες μελέτες απαντώντας σε ερωτηματολόγια και κάνοντας επιστημονικά τεστ. Η προσωπική του τραγωδία επρόκειτο να συμβάλλει αποφασιστικά στην κατανόηση του μηχανισμού λειτουργίας της μνήμης και της μάθησης.
Έτσι, άρχισε μια ζωή ως αντικείμενο συστηματικής μελέτης με αποτέλεσμα να έρθει σε επαφή με μια νεαρή τότε μεταπτυχιακή ερευνήτρια, την Σούζαν Κόρκιν, σημερινή επικεφαλής της ομάδας επιστημόνων που ασχολήθηκαν με την περίπτωσή του στο ΜΙΤ ως το θάνατό του το 2008.
Η δρ Κόρκιν θα πει γι’ αυτόν πως ήταν ένας ευγενής άνθρωπος με αναπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ και υψηλότερο IQ από το μέσο όρο. Η αμνησία δεν κατέστρεψε τη νοημοσύνη του ή δεν άλλαξε ριζοσπαστικά την προσωπικότητά του, ωστόσο του αφαίρεσε ένα κομμάτι της ταυτότητάς του.
Μπορούσε να θυμηθεί γεγονότα ή προσωπικές στιγμές που συνέβησαν πριν την επέμβαση. Μπορούσε να σου μιλήσει για το κραχ του 29, τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο για τους γονείς του, τους συμμαθητές του, για χόμπι που του άρεσαν.
Απλά δεν μπορούσε να τοποθετήσει αυτά τα γεγονότα στον χρόνο και στον τόπο. Δεν μπορούσε με άλλα λόγια να σου πει τί συνέβη μια συγκεκριμένη στιγμή στο παρελθόν σε ένα συγκεκριμένο τόπο ή να συνδέσει ένα γεγονός με ένα άλλο με μια εξαίρεση: Θυμόταν πως ως δώρο για την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο είχε πετάξει με ένα μικρό αεροπλάνο πάνω από την πόλη του, πράγμα που λάτρεψε. Μελετώντας την περίπτωσή του οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως υπάρχουν δυο συστήματα μνήμης.
Η βραχεία μνήμη που διαρκεί περίπου είκοσι δεύτερα, την οποία ο Χ. Μ. εξακολουθούσε να έχει, και η μακρά μνήμη που διατηρεί τα γεγονότα ή τις πληροφορίες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα η οποία είχε υποστεί τη μεγαλύτερη βλάβη, καθώς συνδέεται με τον ιππόκαμπο του εγκεφάλου, το τμήμα δηλαδή που είχε αφαιρεθεί από τον εγκέφαλο του Χ.Μ.
Μάλιστα, ενώ παρατήρησαν πως ο Χ.Μ. δεν μπορούσε να σχηματίσει νέες μνήμες μετά την επέμβαση (κάθε φορά που έβλεπε κάποιον ήταν γι᾽ αυτόν η πρώτη φορά) ,συνειδητοποίησαν και επιβεβαίωσαν με πειράματα πως μπορούσε να αποκτήσει μέσω της επανάληψης νέες δεξιότητες.
Έτσι οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα πως η μακρά μνήμη έχει δυο εκδοχές. Η πρώτη, η επεξηγηματική μνήμη, καταγράφει τις εντυπωσιακές λεπτομέρειες της ζωής του ανθρώπου. Αυτή η μορφή μνήμης ελέγχεται από τον ιππόκαμπο. Η δεύτερη εκδοχή αφορά τις διαδικασίες της μνήμης και ελέγχεται από την παρεγκεφαλίδα και τα βασικά γάγγλια.
Αυτή σχετίζεται με τον τρόπο που μαθαίνουμε να παίζουμε τένις ή ένα μουσικό όργανο ή ακόμα να κάνουμε ποδήλατο . Οι ανακαλύψεις αυτές ήταν τόσο σημαντικές που δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί πως όλοι οι νευροεπιστήμονες αναζητούσαν έναν αμνησιακό να μελετήσουν!
Ο Χ. Μ. εξακολουθούσε να αποτελεί αντικείμενο μελέτης ως το τέλος της ζωής του έχοντας με κάποιο τρόπο αποκτήσει την αίσθηση πως συνεισφέρει στην εξέλιξη της επιστήμης χωρίς όμως να γνωρίζει τον τρόπο.
Αλλά ακόμα και μετά το θάνατό του οι επιστήμονες συνεχίζουν να τον μελετούν, αφού δώρισε τον εγκέφαλό του στο ΜΙΤ. Η δρ Κόρκιν φρόντισε ώστε ο εγκέφαλός του , τον οποίο μελετούσε για δεκαετίες , να μεταφερθεί σε εργαστήριο στο Σαν Ντιέγκο, όπου κόπηκε σε 2401 λεπτές φέτες, φωτογραφήθηκε και ενσωματώθηκε σε slides έχοντας να συνεισφέρει πολλά ακόμα στην έρευνα.
«Ήταν για μένα με κάποιο τρόπο μέλος της οικογένειας μου» θα πει η δρ Κόρκιν, αλλά και ο Χένρι θα θεωρήσει τη συχνή επισκέπτριά του ως γνωστή του από το σχολείο, πράγμα που επιβεβαιώνει τη δημιουργία ενός δεσμού ανάμεσά τους.
Ο Χένρι Μόλεσον δεν άφησε απογόνους, άφησε όμως μια κληρονομιά στην επιστήμη που δεν μπορεί να σβηστεί.