Η απόφαση του Α’ Τμήματος του ΣτΕ, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας την πολεοδομική νομοθεσία, συμβάλλει στην προσπάθεια να αποτραπούν οι αυθαίρετες κατασκευές σε οικοδομές που ανεγείρονται μεν με νόμιμη οικοδομική άδεια, αλλά υπάρχουν υπερβάσεις που πολλές φορές επιβαρύνουν ανεξέλεγκτα τον φέροντα οργανισμό των κτιρίων.

Οι πολεοδομικές υπηρεσίες υποχρεούνται τουλάχιστον μία φορά, κατά το στάδιο της κατασκευής και αποπεράτωσης μιας οικοδομής (και σίγουρα πριν από το στάδιο της ρευματοδότησης), να διενεργούν αυτοψία. Σε περίπτωση, όμως, που δεν υλοποιηθεί αυτή και προκληθεί ζημιά σε τρίτο πρόσωπο (π.χ. λόγω αποκόλλησης τμήματος της οικοδομής) από οικοδομή που δεν έχει ελεγχθεί, τότε υπεύθυνες να αποζημιώνουν το θύμα είναι οι περιφέρειες (πρώην νομαρχίες), σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Παράλληλα, όμως, η απόφαση αυτή ενεργοποιεί τις πολεοδομίες ώστε να διενεργούν τους προβλεπόμενους επιτόπιους έλεγχους στις οικοδομές. Την ίδια στιγμή προστατεύει αλλά και θέτει προ των ατομικών τους ευθυνών τους απασχολούμενους στις πολεοδομίες, αφού τα ποσά που επιδικάζονται σε βάρος των Περιφερειών από τα δικαστήρια καταλογίζονται στη συνέχεια από Ελεγκτικό Συνέδριο ακόμα και σε ατομικό επίπεδο.

Τον Σεπτέμβριο του 1999 οδηγός κινούνταν με το αυτοκίνητό του σε δρόμο της Νέας Κηφισιάς (περιοχή Αδάμες). Ενώ λοιπόν βρισκόταν μπροστά από τριώροφο κτίριο, έγινε ο γνωστός ισχυρός σεισμός μεγέθους 5,9 Ρίχτερ, οπότε το κτίριο πήρε κλίση και αποκολλήθηκαν μεγάλα κομμάτια της πρόσοψής του, τα οποία έπεσαν πάνω στο διερχόμενο αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα το όχημα να υποστεί μεγάλες υλικές ζημιές και ο οδηγός να τραυματιστεί σοβαρά.

Τον Σεπτέμβριο του 2004 ο οδηγός κατέθεσε αγωγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών σε βάρος της Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αθηνών (νυν Περιφερειακή Ενότητα), υποστηρίζοντας ότι τα όσα που υπέστησαν ο ίδιος και το αυτοκίνητό του οφείλονται αποκλειστικά σε παραλείψεις των αρμόδιων οργάνων της, τα οποία δεν ήλεγξαν, όπως όφειλαν, την επίμαχη οικοδομή μετά την αποπεράτωσή της (ή και μεταγενέστερα), ώστε να εντοπίσουν τις υπερβάσεις τής οικοδομικής της άδειας (αυθαίρετες κατασκευές) και να επιβάλουν τις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία κυρώσεις περί ανέγερσης αυθαίρετων κατασκευών (κατεδάφιση, πρόστιμα, κ.λπ.).

Επικαλέστηκε ότι το τριώροφο κτίριο ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό που προέβλεπε η οικοδομική άδεια, ενώ υπήρχαν και αποκλίσεις από τα επίσημα εγκεκριμένα από την Πολεοδομία σχέδια σε όλους τους ορόφους.

Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι στο υπόγειο υπήρχε υπέρβαση κατά 98,24 τ.μ., στο ισόγειο κατά 14,14 τ.μ. και στον 3ο όροφο κατά 55,40 τ.μ. Την ίδια στιγμή υπήρχαν σημαντικές αποκλίσεις στον 1ο και 2ο όροφο με πρόσθετα εσωτερικά στοιχεία και διαρρυθμίσεις, ενώ γενικά υπήρχαν κατασκευαστικές πλημμέλειες που επηρέασαν καταλυτικά τη στατική δομή όλου του κτιρίου.

Προσκόμισε ακόμη στο δικαστήριο στοιχεία (τεχνικές εκθέσεις και πραγματογνωμοσύνες κ.λπ.) σύμφωνα με τα οποία, «είχαν χτιστεί αυθαίρετα επιπλέον 167,78 τ.μ. και είχαν γίνει σημαντικές και αυθαίρετες αλλαγές στις εσωτερικές διαρρυθμίσεις των ορόφων και ιδίως στον 3ο όροφο και ότι το μέγεθος των βλαβών οφειλόταν σε πλημμελή κατασκευή του φέροντος οργανισμού και στην επιβάρυνση, που αυτός δέχτηκε λόγω των παραβάσεων αυτών».

Κατόπιν αυτών ζήτησε να του καταβληθεί, έντοκα, αποζημίωση 44.319 ευρώ και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας του τραυματισμού του και της καταστροφής του αυτοκινήτου του, όπως και το ποσό των 361.999 ευρώ για την αποκατάσταση της ζημίας του και της ηθικής βλάβης του, θεωρώντας πω ό,τι υπέστη οφείλεται «σε πράξεις και παραλείψεις οργάνων των πολεοδομικών υπηρεσιών» (συνολικά 406.318 ευρώ).

Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών απέρριψε την αίτηση του οδηγού κρίνοντας ότι «ο κατασταλτικός έλεγχος δεν διενεργείται από την πολεοδομική αρχή αυτεπάγγελτα σε όλα τα κτίρια της χωρικής της αρμοδιότητας, αλλά αφού προηγουμένως υποβληθεί σε αυτήν έγγραφη δήλωση εκ μέρους του ιδιοκτήτη του έργου και του επιβλέποντος μηχανικού για τη γνωστοποίηση της (μερικής ή ολικής) περάτωσης ή της διακοπής των σχετικών οικοδομικών εργασιών».

Ωστόσο, το ΣτΕ (με προεδρεύουσα τη σύμβουλο Επικρατείας Αννα Καλογεροπούλου και εισηγήτρια η επίσης σύμβουλος Επικρατείας Ολγα Ζύγουρα) αναίρεσε την εφετειακή απόφαση, ως μη νόμιμη και την ανέπεμψε για νέα κρίση στο Εφετείο.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι το Εφετείο έσφαλε αποφαινόμενο ότι «η αρμόδια πολεοδομική αρχή δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε κατασταλτικό ή και μεταγενέστερο έλεγχο της οικοδομής, προτού γνωστοποιηθεί σε αυτή η περάτωση ή η διακοπή των οικοδομικών εργασιών και εν γένει η υπάρχουσα πραγματική κατάσταση αυτής» και έτσι τα πολεοδομικά όργανα, «μη διενεργώντας αυτεπάγγελτα έλεγχο, ουδεμία νόμιμη υποχρέωσή τους παρέλειψαν».

Κατόπιν αυτών, το ΣτΕ υπογραμμίζει ότι «οι πολεοδομικές υπηρεσίες υποχρεούνται εκ του νόμου τουλάχιστον μία φορά, κατά το στάδιο της κατασκευής και αποπερατώσεως της οικοδομής, να διενεργούν αυτοψία για να διαπιστώνουν οποιαδήποτε ασυμφωνία μεταξύ των εκτελούμενων εργασιών και των εγκριθεισών μελετών και να επισημαίνουν οποιεσδήποτε παραλείψεις και σφάλματα και να διατάξουν τη λήψη των κατάλληλων μέτρων προς επανόρθωσή τους».

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Συνεπώς, η εφετειακή απόφαση, κρίνοντας ότι δεν συνέτρεχε παράλειψη των πολεοδομικών αρχών να διενεργήσουν αυτοψία, «εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε» τις πολεοδομικές διατάξεις.