Οι δράστες έστειλαν βίντεο για να αποδείξουν ότι είναι ζωντανός…
Έχουν συγκεκριμένους τρόπους επικοινωνίας και φαίνεται να υπάρχει ανάμεσά τους τουλάχιστον ένα πρόσωπο με άριστες γνώσεις τεχνολογίας για να προφυλάσσει από λάθη τούς συνεργούς του
Απόδειξη ζωής με ένα ολιγόλεπτο βίντεο έδωσαν στην οικογένεια του 54χρονου επιχειρηματία Μιχάλη Λεμπιδάκη οι απαγωγείς που τον κρατούν εδώ και 65 μέρες. Επέλεξαν, λοιπόν, για άλλη μια φορά να επιστρατεύσουν την τεχνολογία για να επικοινωνήσουν με την οικογένεια Λεμπιδάκη προκειμένου να αποφύγουν το λάθος που θα μπορούσε να οδηγήσει στα ίχνη τους.
Η τεχνολογία έως τώρα έχει αναδειχθεί σύμμαχος των απαγωγέων, οι οποίοι έχουν αποφύγει λάθη που έγιναν σε ανάλογες υποθέσεις κατά το παρελθόν και έχουν οδηγήσει στα ίχνη των δραστών.
Οι διαπραγματεύσεις για τα λύτρα, που φτάνουν τα 50 εκατ. ευρώ, έχουν γίνει μέσω γραπτών μηνυμάτων, ενώ χρησιμοποίησαν, σύμφωνα με πληροφορίες, το Διαδίκτυο και «ασφαλή» για εκείνους διαδρομή για να αποστείλουν το βίντεο-απόδειξη ότι ο 54χρονος διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Πλαστικά Κρήτης είναι καλά στην υγεία του.
Η οικογένεια Λεμπιδάκη κάνει αγώνα δρόμου για να συγκεντρώσει τα λύτρα -πράγμα που αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση με δεδομένα τα capital controls- προκειμένου να ξαναγυρίσει στο σπίτι του ο 54χρονος Μιχάλης Λεμπιδάκης. Το βίντεο, σύμφωνα με όσα είπε στο «ΘΕΜΑ» στενός φίλος της οικογένειας, δείχνει τον επιχειρηματία ζωντανό και καλά στην υγεία του. Ωστόσο, παρά την ανακούφιση από το βίντεο, η οικογένεια, σύμφωνα με ανθρώπους του περιβάλλοντός της, βρίσκεται σε οριακή ψυχολογική κατάσταση.
«Είναι δύο μήνες τώρα που έχει απαχθεί ο άνθρωπός τους. Η οικογένεια είναι σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Ολοι, η γυναίκα του, τα παιδιά του και κυρίως ο πατέρας του, είναι πολύ άσχημα. Ζουν έναν διαρκή πόλεμο νεύρων και αυτό επιβαρύνει ιδιαίτερα τον πατέρα του, ο οποίος είναι μεγάλης ηλικίας και ανησυχεί πολύ για την τύχη του παιδιού του. Η αλήθεια είναι ότι οι απαγωγείς για πρώτη φορά έστειλαν υλικό που δείχνει τον Μιχάλη ζωντανό και σε καλή κατάσταση, χωρίς βέβαια να μπορέσει η οικογένεια να μιλήσει μαζί του. Εστω κι αυτό μπορεί να καθησύχασε λίγο την αγωνία τους», λέει οικογενειακός φίλος και προσθέτει: «Απ’ όσο μπορώ κι εγώ να γνωρίζω -γιατί η οικογένεια δεν θέλει να διαρρέουν πληροφορίες όσο ο Μιχάλης βρίσκεται στα χέρια των απαγωγέων-, το ποσό που ζητούν είναι υπερβολικά μεγάλο και δεν είναι σε θέση να το διαθέσουν. Είναι ούτως ή άλλως πολύ δύσκολο να συγκεντρωθούν αυτά τα χρήματα που ζητούν, γιατί μπορεί ο άνθρωπος να είναι σημαντικός επιχειρηματίας με πολύ καλή οικονομική επιφάνεια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να έχει τόσα πολλά χρήματα που φαντάζονται οι απαγωγείς. Ελπίζουμε και ευχόμαστε ότι όλα θα πάνε καλά και θα λυθεί σύντομα το θέμα, γιατί πραγματικά είναι πολύ ψυχοφθόρο για τον πατέρα του Μιχάλη και την οικογένειά του», καταλήγει ο στενός φίλος του επιχειρηματία.
Tα capital controls
Οπως έχει αποκαλύψει το «ΘΕΜΑ», η υπόθεση της συγκέντρωσης των λύτρων που έχουν απαιτηθεί για τον Μιχάλη Λεμπιδάκη βρίσκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες των capital controls και γίνεται αγώνας δρόμου ανάμεσα στην Τράπεζα της Ελλάδος, την κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκειμένου να αρθούν τα εμπόδια και να συγκεντρωθούν τελικά τα χρήματα. Οι απαγωγείς, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, είχαν απαιτήσει αρχικά το μυθικό ποσό των 100 εκατ. ευρώ, για να καταλήξουν στα 50 εκατ., τα οποία μάλιστα ζητούν με ειδικές προδιαγραφές, η βασικότερη εκ των οποίων είναι τα χαρτονομίσματα να είναι χρησιμοποιημένα, σε κυκλοφορία, και όχι σε τραπεζικές δεσμίδες με ακολουθία σειριακού αριθμού.
Ωστόσο, αυτό που προξενεί ιδιαίτερο προβληματισμό στην Αστυνομία, η οποία όλο αυτό το διάστημα υποχρεωτικά παρακολουθεί διακριτικά την υπόθεση, είναι το γεγονός ότι οι δράστες έχουν επιλέξει συγκεκριμένους τρόπους επικοινωνίας και φαίνεται να υπάρχει ανάμεσά τους τουλάχιστον ένα πρόσωπο με άριστες γνώσεις τεχνολογίας και υπολογιστών, με βασικό ρόλο να προφυλάσσει από λάθη τους συνεργούς του. Και ενώ η Αστυνομία προσπαθεί όλο αυτό το διάστημα των δύο μηνών που διαρκεί η απαγωγή να χαρτογραφήσει και να φτιάξει προφίλ πιθανών δραστών, δεν υπάρχει μεταξύ των «γνωστών» της πρόσωπο που να έχει τα χαρακτηριστικά του εξπέρ περί την τεχνολογία, τους υπολογιστές και το Διαδίκτυο.
Η Αστυνομία δημιουργεί σενάρια για την επόμενη μέρα -από τη στιγμή δηλαδή της λήξης της ομηρίας του Μιχάλη Λεμπιδάκη- ανασύροντας δυνάμει υπόπτους κυρίως από τη δεξαμενή σκληρών κακοποιών τόσο από την Κρήτη όσο και από εκείνους που κατά το παρελθόν έχουν πάρει μέρος σε απαγωγές και πλέον βρίσκονται εκτός φυλακών – αν και αυτό δεν θεωρείται υποχρεωτικό για να μετάσχει κάποιος σε μια εγκληματική πράξη, αφού πολλές φορές στο παρελθόν έχει αποδειχτεί ότι κακοποιοί κινούσαν τα νήματα σε εγκληματικές οργανώσεις ενώ βρίσκονταν οι ίδιοι έγκλειστοι σε σωφρονιστικά καταστήματα. Υπενθυμίζεται ότι η Κρήτη έχει ένα αρνητικό ρεκόρ, αφού εκεί έχουν σημειωθεί οι περισσότερες αναλογικά με την υπόλοιπη Ελλάδα απαγωγές, ενώ έχει αποδειχτεί στο παρελθόν ότι κακοποιοί από το νησί πήραν μέρος σε πολύκροτες υποθέσεις.
Απαγωγή με δύο ρεκόρ
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, η απαγωγή του Μιχάλη Λεμπιδάκη είναι η αρτιότερα σχεδιασμένη και οργανωμένη σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη στο παρελθόν. Οι δράστες είχαν προετοιμαστεί για να κρατήσουν μεγάλο διάστημα στα χέρια τους το θύμα, αφού ο πήχης των απαιτήσεών τους βρίσκεται εξαιρετικά ψηλά. Η απαγωγή Λεμπιδάκη έχει ήδη δύο ρεκόρ: ξεπέρασε σε διάρκεια την απαγωγή του επιχειρηματία Γιάννη Ζώνα που είχε παραμείνει όμηρος επί δύο μήνες, ενώ το ύψος των απαιτούμενων λύτρων ξεπερνά και αυτό της απαγωγής του εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλου, καθώς είχαν απαιτηθεί 30 εκατ. ευρώ. Οι απαγωγείς του Μιχάλη Λεμπιδάκη -όπως έχει συμβεί και σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν- είχαν ακτινογραφήσει την οικονομική επιφάνεια της οικογένειας και, σύμφωνα με όσα γίνονται πλέον γνωστά, την είχαν υπερεκτιμήσει. Αν και ακολούθησαν έναν βασικό καμβά που θυμίζει άλλες υποθέσεις απαγωγών στη φάση της εκτέλεσής τους (πρόκληση εικονικού τροχαίου-ενέδρα), προετοιμάστηκαν μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια και όλα δείχνουν ότι γνώριζαν καλά τις καθημερινές συνήθειες του επιχειρηματία.
Ο Μιχάλης Λεμπιδάκης, όπως ο πατέρας του και ο αδελφός του, είναι άνθρωποι χαμηλών τόνων που δεν προκάλεσαν ποτέ με κοσμικότητες. Την ημέρα της απαγωγής -την Πέμπτη 30 Μαρτίου- ο Μιχάλης Λεμπιδάκης μόλις είχε επιστρέψει από επαγγελματικό ταξίδι και την ώρα που απήχθη γύριζε από το Ηράκλειο στο σπίτι του, στα Καλέσσα, έναν οικισμό περίπου 10 χιλιόμετρα έξω από την πόλη, όπου πολλοί Ηρακλειώτες έχουν μετόχια. Οι δράστες ξέροντας το δρομολόγιό του τον ακολούθησαν και του έστησαν ενέδρα λίγο μετά το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου. Το γεγονός ότι της απαγωγής προηγήθηκε πολύμηνος σχεδιασμός αποδεικνύεται και από το ότι τα αυτοκίνητα που χρησιμοποιήθηκαν για το εικονικό τροχαίο που ακινητοποίησε το αυτοκίνητο του Μιχάλη Λεμπιδάκη είχαν κλαπεί μήνες πριν περάσουν στην εκτέλεση του σχεδίου τους. Και βέβαια, όχι μόνο τα είχαν κλέψει, αλλά είχαν και τη δυνατότητα να τα κρύψουν για να μη διακινδυνεύσουν το παραμικρό.
Η Αστυνομία θεωρεί δεδομένο ότι οι απαγωγείς είχαν προετοιμαστεί για να κρατήσουν στα χέρια τους για μεγάλο διάστημα τον επιχειρηματία και ενώ η πρώτη σκέψη ήταν ότι ο χώρος που επέλεξαν είναι σε «κάποιο σημείο στα ορεινά», πλέον δεν αποκλείουν να κρατείται σε αστική περιοχή, όπου οι ίδιοι μπορούν να κινούνται χωρίς να κινούν υποψίες, πράγμα που θα συνέβαινε πιο δύσκολα αν κινούνταν σε απομονωμένη περιοχή.
Καθ’ όλο το διάστημα των δύο μηνών που διαρκεί το θρίλερ της απαγωγής Λεμπιδάκη, πλήθος πληροφοριών, σενάρια και εικασίες έχουν κυκλοφορήσει στην Κρήτη. Η Αστυνομία δεν έχει κάνει καμία απολύτως επίσημη αναφορά στο γεγονός, με εξαίρεση τη δήλωση που είχε κάνει κατά το πρώτο 24ωρο μετά την απαγωγή ο γενικός γραμματέας Δημόσιας Τάξης Δημήτρης Αναγνωστάκης, ότι καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για να λήξει αίσια η περιπέτεια του απαχθέντος και της οικογένειάς του.
Πάντως, στα σενάρια που επεξεργάζεται η Αστυνομία, πάντα για την επόμενη μέρα, αφού κατά τη διεθνή πρακτική ο ρόλος της ξεκινά μετά τη λήξη της απαγωγής, είναι και αυτό της συνεργασίας ποινικών με πρόσωπα του αντεξουσιαστικού χώρου.