Αντισυνταγματικές κρίθηκαν από το Πρωτοδικείο Αθηνών οι περικοπές των αποδοχών που έγιναν με το δεύτερο Μνημόνιο (νόμος 4093/2012) στους γιατρούς του ΕΣΥ και του Πρωτοβάθμιου Εθνικού Δικτύου Υγείας (ΠΕΔΥ) με συνέπεια το υπουργείο Υγείας να υποχρεωθεί πλέον να καταβάλλει αναδρομικά τεράστια ποσά και επιπρόσθετα να καταβάλλει και τους νόμιμους τόκους υπερημερίας.
Ειδικότερα, το Μονομελές Πρωτοδικείου Αθηνών με την επίμαχη απόφασή του (1009/2017) ουσιαστικά υιοθετεί σχεδόν αυτολεξεί το σκεπτικό του Ελεγκτικού Συνεδρίου καταλήγει ότι πρέπει να εφαρμοσθούν για τους γιατρούς του ΕΣΥ και ΠΕΔΥ οι μισθολογικές διατάξεις του Ν. 3205/2003, χωρίς τις αντισυνταγματικές περικοπές που επεβλήθησαν με το νόμο 4093/2012».
Ακόμη, οι επίμαχες περικοπές κρίθηκαν ότι είναι αντίθετες στις διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφος 1 (ισότητα) και 22 παράγραφος 1 (προστασία της εργασίας) του Συντάγματος, αλλά και στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας (άρθρο 25 παράγραφος 1) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παράγραφος 5).
Με άλλα λόγια το Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε ότι οι αποδοχές που πρέπει να καταβάλλονται στους γιατρούς του ΠΕΔΥ είναι αυτές των μισθών των γιατρών του ΕΣΥ χωρίς τις περικοπές του νόμου 4093/2012, οι οποίες ήταν αντισυνταγματικές, όπως παράλληλα έκρινε ότι ο υπολογισμός του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας (χρονοεπίδομα) ήταν μη νόμιμος.
Να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη απόφαση των Πολιτικών Δικαστηρίων που κρίνει αντισυνταγματικές τις εν λόγω περικοπές των γιατρών.
Έτσι, αναγνωρίστηκε ότι οφείλονται αναδρομικά μισθολογικές διαφορές από το 2015 οι οποίες ανέρχονται άνω των 30.000 ευρώ για τον κάθε γιατρό ΄που έχει προσφύγει στα δικαστήρια. Ακόμη, κρίθηκε ότι έπρεπε όλοι οι γιατροί πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης να λαμβάνουν το μισθό των ιατρών ΕΣΥ από 18.11.2014, και όχι από τη χρονική στιγμή της καθυστερημένης ένταξής τους στο ΠΕΔΥ.
Αναλυτικότερα, οι προσφεύγοντες στα δικαστήρια, με δικηγόρο το Γιάννη Τουτζιαράκη, είναι γιατροί του ΕΟΠΥΥ και προηγουμένως ήταν στο ΙΚΑ με σύμβαση πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου και μεταφέρθηκαν με το νόμο 4238/2014 σε θέσεις που συστάθηκαν στα ΔΥΠΕ της χώρας με την ίδια εργασιακή σχέση.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 4238/2014 έπρεπε εντός 8 μηνών από την ολοκλήρωση της μεταφορά τους να αξιολογηθούν και να καταταχτούν σε θέσεις κλάδων ιατρών του ΕΣΥ, έτσι ώστε να λαμβάνουν τις προβλεπόμενες αποδοχές. Όμως, η ένταξή τους ολοκληρώθηκε με αρκετή καθυστέρηση.
Το Πρωτοδικείο Αθηνών αποφάνθηκε ότι από την 18η Νοεμβρίου 2014 έπρεπε να εφαρμοσθούν για τους εν λόγω γιατρούς «οι μισθολογικές διατάξεις του νόμου 3205/2003 για τους γιατρούς του ΕΣΥ, βάσει της διάταξης του άρθρου 21 παράγραφος 2 του νόμου 4238/2014, χωρίς όμως τις αντισυνταγματικές περικοπές που επιβληθήκαν με το νόμο 4093/2012».
Τέλος, το Πρωτοδικείο αναγνώρισε ότι για τον υπολογισμό των αποδοχών και των επιδομάτων των επίμαχων γιατρών, μετά το Νοέμβριο του 2014 «πρέπει να εφαρμοστούν στο σύνολό τους ο διατάξεις του νόμου 3205/2003, χωρίς όμως τις αντισυνταγματικές τροποποιήσεις και μειώσεις του νόμου 4093/2012».
Ελεγκτικό Συνέδριο
Υπενθυμίζεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο με την υπ’ αριθ. 7412/2015 απόφασή του έχει κρίνει ότι «οι μειώσεις των αποδοχών των γιατρών του ΕΣΥ, που επήλθαν με το νόμο αυτό αποκλειστικά (Ν. 4093/2012), με βάση το καθαρώς αριθμητικό κριτήριο, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις υπόλοιπες μειώσεις που επεβλήθησαν διαδοχικά στις αποδοχές αυτών και τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, υπερβαίνουν λόγω του σωρευτικού αποτελέσματος και της έκτασής τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη».
Κατά συνέπεια συνεχίζει το Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο «οι διατάξεις της περίπτωσης 27 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου 1 του Ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία γιατρών του ΕΣΥ, κατ’ επέκταση δε και οι συντάξιμες αποδοχές, αντίκεινται στις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφος 5 και 25 παράγραφος 4 και καθίστανται ως εκ τούτου ανίσχυρες».
Τέλος, αναγκαίο είναι να επισημανθεί ότι μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα αναμένεται η έκδοση απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία θα αποφανθεί επί του ιδίου νομικού θέματος, δηλαδή εκείνο της αντισυνταγματικότητας των περικοπών του Ν. 4093/2012 για τους γιατρούς του ΕΣΥ.
Αισιοδοξία για την οριστική δικαίωση
Ο εργατολόγος και διδάκτωρ Εργατικού Δικαίου του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης Γιάννης Τουτζιαράκης που χειρίστηκε την εν λόγω υπόθεση επισημαίνει ότι «το Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές των αποδοχών των γιατρών ΕΣΥ και ΠΕΔΥ που προέβλεπε ο νόμος 4093/2012 (δεύτερο μνημόνιο), όπως επίσης αποφάνθηκε ότι το χρονοεπίδομα δεν υπολογιζόταν σύμφωνα με το νόμο».
Αισιοδοξούμε, προσθέτει ο κ. Τουτζιαράκης, ότι «και στους επόμενους δικαστικούς βαθμούς (Εφετείο και Άρειο Πάγο) θα επικυρωθεί η απόφαση του Πρωτοδικείου και θα δικαιωθούν οριστικά και αμετάκλητα οι γιατροί, καθώς μάλιστα τον δρόμο έχει ήδη «ανοίξει» το Ελεγκτικό Συνέδριο».