Το ζήτημα της απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας έχει απασχολήσει την κοινωνία, το πολιτικό σύστημα και φυσικά τις ανώτατες βαθμίδες της δικαιοσύνης ανά περιόδους, ξεσηκώνοντας παράλληλα και σοβαρότερες ή και πιο ήπιες «θύελλες» αντιδράσεων. Η ιθαγένεια αποτελεί ένα προνόμιο του Έλληνα, που ανά δεκαετίες τους ξεχώριζε από κάθε λογής αλλόφυλους που έβρισκαν πολιτικό ή οικονομικό καταφύγιο στη χώρα μας.
Εν καιρώ άκρατου διεθνισμού, αυτό το προνόμιο έχει χάσει την αξία του, μιας και οι διάφορες κυβερνήσεις το έχουν αδέξια μοιράσει σε πλήθη αλλογενών πληθυσμών, που όχι μόνο αδυνατούν να ασπαστούν τον ελληνικό πολιτισμό και ταυτότητα, αλλά μάλιστα… διατείνονται εχθρικά απέναντι των.
Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας απασχολήθηκε με τη συνταγματικότητα του νέου νομοθετικού πλαισίου (νόμος 4332/2015) με τον οποίο θεσπίστηκαν οι νέοι κανόνες-προϋποθέσεις απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας.
Όπως είναι γνωστό, η Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ’ αριθμ. 460/2013 απόφασή της, έκρινε ως αντισυνταγματικό το παλαιό νομικό καθεστώς (νόμος 4332/2015) για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, καθώς στις προβλεπόμενες προϋποθέσεις απόδοσής της, ο νόμος χρησιμοποιούσε τυπικά και επισφαλή κριτήρια, με συνέπεια να μην τεκμηριωνόταν η ουσιαστική ένταξη των αλλοδαπών στην ελληνική κοινωνία.
Κατόπιν αυτού, με το νεότερο νόμο 4332/2015, θεσπίστηκαν τρεις περιπτώσεις απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας, που είναι:
α) Τα τέκνα αλλοδαπών υπηκόων που γεννούνται στην Ελλάδα, έχουν εγγραφεί στην Α’ τάξη του ελληνικού δημοτικού σχολείου και συνεχίζουν να το παρακολουθούν κατά τον χρόνο που θα υποβληθεί η αίτηση για κτήση της ελληνικής ιθαγένειας. Παράλληλα πρέπει, τουλάχιστον ο ένας γονέας του παιδιού να διαμένει μόνιμα στην χώρα μας επί 5 χρόνια πριν την γέννηση του παιδιού και,
εάν το παιδί γεννήθηκε πριν τη συμπλήρωση της 5ετίας, το δικαίωμα απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας θεμελιώνεται με τη συμπλήρωση δεκαετούς συνεχούς νόμιμης διαμονής του γονέα. Επιπρόσθετα αναγκαία προϋπόθεση είναι και οι δύο γονείς να βρίσκονται νόμιμα στην Ελλάδα, ανεξάρτητα εάν διαμένει μόνο ο ένας.
β) Τα τέκνα των αλλοδαπών που κατοικούν νόμιμα και μόνιμα στην χώρα μας, να έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς την παρακολούθηση, είτε 9 τάξεων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, είτε 6 τάξεων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, χωρίς να προσμετράται η εκπαίδευση στο νηπιαγωγείο.
γ) Από ενήλικους αλλοδαπούς που κατοικούν νόμιμα και μόνιμα στην Ελλάδα και είναι απόφοιτοι τμήματος ή σχολής ελληνικού ΑΕΙ ή ΤΕΙ, εφόσον διαθέτουν απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ελληνικού σχολείου στην χώρα μας.
Στην συνέχεια, τέσσερις εκλογείς πολίτες, στράφηκαν μέσω του ΣτΕ κατά αποφάσεων γενικών γραμματέων διαφόρων Περιφερειών, με τις οποίες διαπιστώθηκε η κτήση της ελληνικής ιθαγένειας αλλοδαπών και παιδιών αλλοδαπών (κατά κανόνα Αλβανών) οι οποίοι διαμένουν σε διάφορους νομούς.
Στο Δ’ Τμήμα του ΣτΕ, υπό την προεδρία της συμβούλου Επικρατείας Αικατερίνης Χριστοφορίδου και με εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Κωνσταντίνο Κουσούλη, συζητήθηκαν οι τέσσερις αυτές αιτήσεις των εκλογέων.
Οι προσφεύγοντες εκλογείς ζητούν να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική και παράνομη η από 25-8-2015 εγκύκλιος του γενικού γραμματέα Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής του υπουργείου Εσωτερικών, σχετικά με την τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, μετά την εφαρμογή του νόμου 4332/2015.
Διευκρινίζεται ότι η ολομέλεια του ΣτΕ, έχει κρίνει ότι οι εκλογείς-πολίτες έχουν το έννομο συμφέρον να διεκδικούν δικαστικά την ακύρωση ατομικών πράξεων κτήσης της ιθαγένειας, ακόμη και αν είναι σε διαφορετική εκλογική Περιφέρεια από αυτήν του προσφεύγοντα στα δικαστήρια.
Κατά την συζήτηση των υποθέσεων, ο κ. Κουσούλης, κατά την συζήτηση ενώπιον του Δ΄ Τμήματος, ανέφερε ότι οι εκλογείς υποστηρίζουν ότι με το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας παραβιάζεται σωρεία συνταγματικών διατάξεων, καθώς επέρχεται αθρόα αύξηση του αριθμού των αλλογενών που αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια, χωρίς να υπάρχει πραγματική ένταξη των αποκτώντων την ελληνική ιθαγένεια στην κοινωνία της χώρας μας.
Επίσης, οι τέσσερις εκλογείς υποστηρίζουν ότι με τον εν λόγω νόμο θεσπίζεται η δυνατότητα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας, με μόνη την εγγραφή στην Α’ Δημοτικού, χωρίς δηλαδή να έχει δοθεί ελληνική παιδεία στο ανήλικο παιδί, το οποίο έχοντας διπλή υπηκοότητα, δεν υποχρεούται να παρακολουθεί ελληνικό σχολείο (υποχρεωτική εκπαίδευση), ενώ προβλέπει την κτήση ιθαγένειας μετά από την παρακολουθήσει 6 τάξεων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ το Σύνταγμα (άρθρο 16) προβλέπει εννεαετή υποχρεωτική φοίτηση.
Το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ επιφυλάχθηκε να εκδώσει τις αποφάσεις του.