Επενδύοντας στο κοινό της καταγωγής, όπως και στην ανασφάλεια των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία, κατάφερε να δημιουργήσει μια ασφαλιστική – «φάντασμα», που εξαπάτησε τουλάχιστον 10.000 ανθρώπους και υπεξαίρεσε 42 εκατ. ευρώ. Η δικαιοσύνη όμως δεν ήρθε ποτέ…

Πρωταγωνιστής είναι ο Θανάσης Σακελλαρίου επιχειρηματίας από τη Λάρισα που μετανάστευσε το 1972 στη Γερμανία για να ένα καλύτερο μέλλον.

Τα πρώτα χρόνια της παραμονής του εκεί ο Θανάσης Σακελλαρίου ασχολείται με συνεργεία αυτοκινήτων ως μηχανικός ενώ εργάζεται περιστασιακά και ως τεχνίτης. Γνωρίζει την μετέπειτα σύζυγό του Γκιζέλα με την οποία αποφασίζουν να εκμεταλλευτούν το γεγονός πως εκείνος είναι Έλληνας και το 1977 ιδρύουν ασφαλιστική εταιρεία πουλώντας ασφάλειες ζωής και συνταξιοδοτικά προγράμματα σε Έλληνες μετανάστες οι οποίοι εμπιστεύονται τον Λαρισαίο επιχειρηματία και ασφαλίζονται στην εταιρεία του.

Το 1992 ο Θανάσης Σακελαρίου ιδρύει στην Ελλάδα ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «Φάου ντε Φάου Λέμπεν Ιντερνάσιοναλ» και παίρνει άδεια από το αρμόδιο υπουργείο Εμπορίου παρουσιάζοντας κεφάλαια 500 εκατομμυρίων δραχμών ή 1.471.000 ευρώ περίπου. Ο έξυπνος επιχειρηματίας πουλάει ασφαλιστικά προϊόντα από την πρώτη του εταιρεία στη δεύτερη με προμήθεια 10% επί των ασφαλίστρων όταν στη Γερμανία ασφαλιστικοί κολοσσοί πληρώνονταν προμήθεια για ανάλογα συμβόλαια μόνο 2%.

Τα χρήματα που πλήρωναν οι ασφαλισμένοι καταθέτονταν σε τραπεζικούς λογαριασμούς που διέθετε η «Φαου ντε Φαου Λέμπεν Ιντερνασιοναλ» στη Γερμανία.

Κάθε χρόνο από το 1992 ο κ. Σακελλαρίου ανανέωνε την άδειά του από το Ελληνικό Δημόσιο παρουσιάζοντας όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια ψευδή στοιχεία για το αποθεματικό της εταιρείας.

2

Τα χρήματα που αποκόμιζε ο κ. Σακελλαρίου από τις ασφάλειες ζωής, τα συνταξιοδοτικά και τα άλλα ασφαλιστικά προϊόντα που πουλούσε στους Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία αλλά και σε εκατοντάδες άλλους στην Ελλάδα βοηθούσαν ώστε η οικογένεια Σακελλαρίου να ζει πλουσιοπάροχα καλύπτοντας και με το παραπάνω τις ανάγκες της. Η αγάπη της κόρης του Μύριαμ για τα άλογα δεν άφησε ασυγκίνητο τον κ. Σακελλαρίου ο οποίος ξόδευε αρκετά χρήματα για να της αγοράσει ίππους με τους οποίους μάλιστα είχε αγωνιστεί και με τα ελληνικά χρώματα. Ο γιος της οικογένειας ακολούθησε διαφορετικό δρόμο από εκείνο του πατέρα του και της μητέρας του και δεν ασχολήθηκε με τις ασφάλειες αλλά με τον ιατρικό κλάδο.

Το όνομα «Φαου ντε φαου Λέμπεν Ιντερνάσιοναλ» είχε γίνει στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και του 2000 συνώνυμο της σιγουριάς και της ασφάλειας για κάθε έναν Έλληνα μετανάστη που πλήρωνε τα συμβόλαιά του για να έχει αργότερα κάποια χρήματα.

Αυτά τα χρήματα διεκδίκησαν κάποιοι λίγο μετά το 2008 αλλά ο κ. Σακελλαρίου και η εταιρεία του δεν ανταποκρίνονταν στις οχλήσεις τους.

Ήδη από τα τέλη του 2008 η εποπτική Αρχή στη Γερμανία έγινε δέκτης εκατοντάδων καταγγελιών για την αφερεγγυότητα της εταιρείας η οποία μέχρι και το 2009 ανανέωνε την άδειά της από το ελληνικό Δημόσιο.

Το 2010 η γερμανική εποπτική αρχή ενημερώνει για τις καταγγελίες την αρμόδια αρχή στην Ελλάδα και η Εποπτεία Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος διαπιστώνει σε έλεγχό της ότι τα πιστοποιητικά που η εταιρεία προσκόμιζε για την επιβεβαίωση των αποθεμάτων της ήταν πλαστά. Έτσι τον Ιανουάριο του 2011 γίνεται ανάκληση της άδειας για την «Φαου ντε Φαου Λεμπεν Ιντερνασιοναλ» (VDV Leben) ενώ το τηλεφωνικό κέντρο στο Εγγυητικό Κεφάλαιο έχει κατακλυστεί από πελάτες της ασφαλιστικής εταιρείας VDV Leben, οι οποίοι ρωτούν με αγωνία για την τύχη των χρημάτων τους.

Ο κ. Σακελλαρίου και συνεργάτες του διαβεβαιώνουν τους ασφαλισμένους που είναι φυσικά Έλληνες της Γερμανίας ότι τα χρήματα προέρχονται από τα αποθέματα της εταιρείας τα οποία μάλιστα τηρούν η Τράπεζα της Ελλάδος και το Εγγυητικό Κεφάλαιο. Ωστόσο η αλήθεια που αποκαλύπτεται είναι αρκετά σκληρή για τους ασφαλισμένους της VDV Leben μιας και τα χρήματα αυτά δεν υπάρχουν.

Αυτή ήταν άλλωστε και η αιτία για την ανάκληση της εταιρείας τον Ιανουάριο του 2011, όταν η ΕΠΕΙΑ, διαπίστωσε ότι τα πιστοποιητικά που η εταιρεία προσκόμιζε για την επιβεβαίωση των αποθεμάτων της ήταν πλαστά. Το έλλειμμα που διαπιστώθηκε στην εταιρεία ή άλλως τα χρήματα που έκαναν «φτερά» ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ 42 εκατ. ευρώ.

Η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, που ακολούθησε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της και ο διορισμός εκκαθαριστή, απέδειξαν ότι τα περιουσιακά στοιχεία της VDV Leben δεν ξεπερνούν τα 2 εκατ. ευρώ και τελούν υπό κατάσχεση σε γερμανική τράπεζα.

Τα θύματα του κ. Σακελλαρίου καταθέτουν μηνύσεις και αγωγές σε Ελλάδα και Γερμανία. Στα ελληνικά δικαστήρια ο κ. Σακελλαρίου αλλά και η σύζυγός του Γκιζέλα, εναντίον των οποίων κατατέθηκαν οι μηνύσεις, δεν εμφανίζονται ποτέ ενώ εκδίδεται ένταλμα σύλληψής τους. Οι ελληνικές αρχές ζητούν την έκδοσή του στη χώρα μας αλλά οι γερμανικές αρχές δεν τους εκδίδουν επικαλούμενοι απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η έκδοση σε κράτη όπου οι συνθήκες κράτησης δεν συνάδουν με την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου ο κ. Σακελλαρίου παραμένει ελεύθερος όπως και η σύζυγός του, ενώ πληροφορίες αναφέρουν ότι και σήμερα στα 71 του χρόνια ασχολείται με ασφαλιστικά προϊόντα έχοντας ιδρύσει νέα εταιρεία.

Στις ιστορίες που περιβάλλουν τον κ. Σακελλαρίου είναι και η προσπάθειά του να συμπεριλάβει στα περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται για ασφαλιστική τοποθέτηση υπέρ των ασφαλισμένων και ένα σπαθί του λόρδου Βύρωνα το οποίο σύμφωνα με δημοσιεύματα του ελληνικού τύπου είχε αγοράσει στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1992 σε δημοπρασία του Λονδίνου έναντι 9.200.000 δραχμών (περίπου 2,7 εκατομμύρια ευρώ)

Σύμφωνα με πληροφορίες οι ζημιωθέντες της εταιρείας του κ. Σακελλαρίου είναι περίπου 10.000 Έλληνες μετανάστες στην Γερμανία στην πλειοψηφία τους. Ένα μέρος από αυτούς έχει αποζημιωθεί σε ποσοστό 70% των συμβολαίων του από το Εγγυητικό Κεφάλαιο, ωστόσο ένα μεγάλο ποσοστό δεν έχει αποζημιωθεί αφού το Ελληνικό Δημόσιο δεν αναγνωρίζει τα ασφαλιστικά προϊόντα που τους είχε πουλήσει ο κ. Σακελλαρίου.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Για το λόγο αυτό έχει κατατεθεί αγωγή εναντίον του Ελληνικού Δημοσίου από εκείνους που δεν έχουν αποζημιωθεί και έχασαν τα χρήματά τους, καθώς όπως υποστηρίζουν στην αγωγή τους το Ελληνικό Δημόσιο έδινε από το 1993 έως και το 2010 άδεια στη συγκεκριμένη εταιρεία παρόλο που, όπως αποδείχθηκε, προσκόμιζε πλαστά στοιχεία για το αποθεματικό της.