Διαβίωση παιδιών στα ελληνικά νησιά σε δύσκολες συνθήκες, κράτηση ασυνόδευτων σε αστυνομικά τμήματα, καθυστερήσεις στην οικογενειακή επανένωση, δυσκολίες πρόσβασης μαθητών στα εκπαιδευτικά συστήματα, ακόμα και εργασιακή εκμετάλλευση ανήλικων. Μερικά από τα φλέγοντα θέματα που αφορούν τα παιδιά σε μετακίνηση, που σήμερα ζουν σε ευρωπαϊκές χώρες, συζήτησαν χτες και σήμερα, 23 Ευρωπαίοι Συνήγοροι του Παιδιού, στην Αθήνα.
Τη συνάντηση φιλοξένησε ο Συνήγορος του Πολίτη Ελλάδας, σε συνεργασία με τη UNICEF και με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν, το πρώτο εξάμηνο του 2017, περισσότερα από 16.500 παιδιά έφτασαν στην Ευρώπη (αποτέλεσαν το 16% του συνόλου των αφίξεων), από τα οποία το 72% (περίπου 11.900), ήταν ασυνόδευτα. Επίσης, κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους παρατηρείται συνεχής αύξηση του αριθμού των εισερχόμενων παιδιών.
Στην Ελλάδα, ο συνολικός πληθυσμός των παιδιών προσφύγων και μεταναστών υπολογιζόταν τον Σεπτέμβριο του 2017 σε 19.000, ωστόσο ο αριθμός αυτός αποτελεί εκτίμηση της UNICEF, καθώς δεν υπάρχουν δημοσιευμένα συνολικά επίσημα στοιχεία.
Περίπου 5.200 παιδιά ζουν σε δομές φιλοξενίας, 7.100 σε προγράμματα στέγασης της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ και 3.100 σε Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης. Όπως εξήγησε ο Συνήγορος του Παιδιού, Γιώργος Μόσχος, σε συνέντευξη Τύπου μετά τη λήξη της συνάντησης, «υπάρχει και ένας αριθμός παιδιών σε αδιευκρίνιστη θέση, ανάμεσα στα οποία βρίσκονται πιθανώς και παιδιά που καταγράφηκαν και έφυγαν παράνομα».
Την ίδια ώρα, ο κ. Μόσχος κατήγγειλε ότι στην Ελλάδα υπάρχει «σημαντικός αριθμός μη καταγεγραμμένων παιδιών, που δουλεύουν σε αγροτικές εργασίες» με πιο πρόσφατη μια προφορική αναφορά προς τον Συνήγορο, ότι σε αγροτική περιοχή δουλεύουν 50 ασυνόδευτα παιδιά, χωρίς να έχουν καταγραφεί. Ο ίδιος ανέφερε, ότι προτίθεται να συλλέξει περισσότερα στοιχεία, πριν ο Συνήγορος προβεί σε απόφαση αυτεπάγγελτης έρευνας.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε κατά τη συνάντηση των Ευρωπαίων Συνηγόρων στα ασυνόδευτα παιδιά και στα ειδικά μέτρα που χρειάζεται να λαμβάνονται γι΄ αυτά, όπως η επιτροπεία, η τοποθέτηση σε κατάλληλα περιβάλλοντα προσαρμοσμένα στις ηλικιακές τους ανάγκες, η μέριμνα για την ψυχική υγεία και η ισότιμη εκπαιδευτική και κοινωνική τους ένταξη.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην Ιταλία, κατά τον Αύγουστο 2017, τα ασυνόδευτα παιδιά ήταν περίπου 18.500, αριθμός αυξημένος κατά 107% σε σύγκριση με το 2015, ενώ στη Γερμανία, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017, καταγράφηκαν περίπου 32.700 υποθέσεις που αφορούν σε ασυνόδευτα παιδιά από τις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες προστασίας παιδιών και νέων.
Στη Σερβία το ίδιο χρονικό διάστημα σχεδόν ο μισός πληθυσμός των καταγεγραμμένων προσφύγων ήταν παιδιά και από αυτά περίπου το 25% ήταν ασυνόδευτα. Στην Ελλάδα βρίσκονταν στα μέσα Οκτωβρίου, σύμφωνα με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης, 3.150 ασυνόδευτα, από τα οποία 1.098 σε ειδικούς ξενώνες φιλοξενίας. Από τα υπόλοιπα, τα 546 βρίσκονται σε Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης, 183 σε χώρους προσωρινής φιλοξενίας, 253 σε ασφαλείς ζώνες και 107 σε περιορισμό της ελευθερίας τους.
Οι Συνήγοροι έκαναν ειδική μνεία και στο θέμα της κράτησης ασυνόδευτων παιδιών, «καθώς δεν επιτρέπεται να στερούμε την ελευθερία σε ένα παιδί λόγω της μεταναστευτικής του ιδιότητας. Χρειάζονται λύσεις ώστε να τοποθετούνται τα παιδιά σε ειδικούς χώρους φιλοξενίας» όπως είπε ο κ. Μόσχος. Όπως ανέφερε ο κ. Μόσχος, περιπτώσεις κράτησης παιδιών έχουν γίνει γνωστές και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μετά την άφιξη παιδιών για επανένωση με τις οικογένειές τους.
Εξάλλου, επισημάνθηκε από τους Ευρωπαίους Συνηγόρους, ότι είναι απαραίτητο να υποστηριχθεί η ταχεία υλοποίηση της προβλεπόμενης διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης, αλλά και η πλήρης εφαρμογή του προγράμματος μετεγκατάστασης. Το θέμα της οικογενειακής επανένωσης και των περιορισμών που φαίνεται να έχει θέσει η Γερμανία, απασχόλησε έντονα τους Ευρωπαίους Συνηγόρους και, όπως είπε ο κ. Μόσχος, τίθεται ένα μεγάλο ερωτηματικό «μήπως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σταματήσουν στο μέλλον τις οικογενειακές επανενώσεις».
Όπως ανέφερε η Κλόντια Καϊτέλ, επικεφαλής του Εθνικού Μηχανισμού Παρακολούθησης της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού στη Γερμανία, «παροτρύνουμε τον ομοσπονδιακό νομοθέτη, την γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή, να μην παρατείνει την αναστολή της οικογενειακής επανένωσης πέραν του Μαρτίου 2018, οπότε είναι η ημερομηνία λήξης της εφαρμογής της σχετικής νομικής διάταξης. Ο κανονισμός αυτός δεν συμβαδίζει με την Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και την ειδική προστασία για τα παιδιά προσφύγων».
Το πρώτο εννιάμηνο του 2017, τα 848 από τα 9.381 εξερχόμενα αιτήματα της Ελλάδας για οικογενειακή επανένωση, στο πλαίσιο του Κανονισμού Δουβλίνου, αφορούσαν ασυνόδευτα παιδιά, σύμφωνα με στοιχεία της Υπηρεσίας Ασύλου. Ωστόσο, δεν υπάρχουν δημοσιευμένα στοιχεία για τον αριθμό των παιδιών που περιλαμβάνονται στις ολοκληρωμένες επανενώσεις σε άλλα κράτη της ΕΕ.
Στις συστάσεις που κατέθεσαν οι Ευρωπαίοι Συνήγοροι, υπογραμμίζουν επίσης ότι η ορθή αναγνώριση των αναγκών των παιδιών κατά την είσοδο και πρώτη υποδοχή και η διασφάλιση της πρόσβασής τους σε καθεστώς διεθνούς προστασίας είναι απαραίτητα στοιχεία για την άσκηση των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους και την κοινωνική τους ένταξη.
Επίσης, σημειώνουν τη σημασία αξιοπρεπούς και ασφαλούς διαβίωσης, δεδομένου ότι έχει διαπιστωθεί πως σε αρκετές περιπτώσεις τα παιδιά εκτίθενται σε σοβαρούς κινδύνους εξαιτίας των συνθηκών στις οποίες διαμένουν. Οι Συνήγοροι εστιάζουν επίσης στην ανάγκη ένταξης των παιδιών στο σχολείο από τον πρώτο μήνα της άφιξής τους στις χώρες υποδοχής, την υποστήριξη από κατάλληλες υπηρεσίες και τη διασφάλιση της ψυχοσωματικής τους υγείας.
Στην Ελλάδα περίπου 5.300 παιδιά βρίσκονταν σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας σε διαδικασία ένταξης στο σχολείο στα τέλη Οκτωβρίου. Από αυτά, τα 2.593 είναι παιδιά ηλικίας 6-16 ετών που διαμένουν σε χώρους προσωρινής φιλοξενίας στην ενδοχώρα και είναι σε διαδικασία ένταξης στο σχολείο και τα 2.700 έχουν ήδη εγγραφεί σε σχολεία όλης της Ελλάδας, εκ των οποίων 300 βρίσκονται στα νησιά.
Πάντως ο κ. Μόσχος υπογράμμισε, ότι στην Ελλάδα «εφαρμόζεται μια καλή πρακτική και γίνεται μια τεράστια προσπάθεια να ενταχθούν τα παιδιά σε σχολεία» και συμπλήρωσε ότι «είναι μια πρακτική που λίγες χώρες έχουν», καθώς «ακόμα και στη Γερμανία, που φημίζεται για το σύστημά της, τα περισσότερα παιδιά δεν πηγαίνουν σε κανονικά σχολεία». Ωστόσο τόνισε, ότι «ακόμα υστερούμε στην έναρξη των δομών υποδοχής για την εκπαίδευση των προσφύγων (ΔΥΕΠ) στα Λύκεια, γιατί δεν έχουν τοποθετηθεί παντού εκπαιδευτικοί» ενώ ζήτησε να διευρυνθεί και η εκπαίδευση των παιδιών στα νησιά.