Άλλο ένα ράπισμα δέχθηκε το μάθημα των Θρησκευτικών από το Συμβούλιο της Επικρατείας καθώς με σημερινή του απόφαση το κρίθηκε περίσσια αντισυνταγματική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) η διδασκαλία των θρησκευτικών στα Λύκεια της χώρας.
Τον περασμένο μήνα η Ολομέλεια του ΣτΕ (απόφαση 660/2018) είχε κρίνει αντισυνταγματική την από 7.9.2016 απόφαση του τέως υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη με την οποία επήλθε ριζική αλλαγή στο χαρακτήρα και τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στις τάξεις Γ΄ έως ΣΤ του Δημοτικού και του Γυμνάσιου.
Σήμερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 926/2018 απόφασή της με πρόεδρο τον Νικόλαο Σακελλαρίου και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Ευθύμιο Αντωνόπουλο, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι η 143579/Δ2/7.9.2016 απόφαση του τότε υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη για το πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών στα Γενικά Λύκεια είναι πολλαπλά αντισυνταγματική και αντίθετη στην ΕΣΔΑ. Για το λόγο αυτό την ακύρωσε.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ στη σημερινή απόφασή της βαδίζει στα χνάρια της προηγούμενης απόφασής της για τα Δημοτικά και Γυμνάσια και μάλιστα έχει νέες σκέψεις για τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών που είναι «σκληρότερες» για την κυβέρνηση.
Κατά τους συμβούλους Επικρατείας, «σύμφωνα με την συνταγματική αρχή της ισότητας και τις διατάξεις των άρθρων 9 και 14 της ΕΣΔΑ, το κράτος δεν μπορεί, ρυθμίζοντας το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών, να στερήσει από τους μαθητές που ασπάζονται ορισμένη θρησκεία το δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζει σε μαθητάς που ανήκουν σε άλλες θρησκείες, να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα της πίστεώς των (όχι δε και δόγματα άλλων θρησκειών)».
Το πρόγραμμα σπουδών για το μάθημα των θρησκευτικών στα Λύκεια «έχει ποιοτική και ποσοτική ανεπάρκεια ως προς την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προκαλώντας σύγχυση στη θρησκευτική συνείδηση των Ορθοδόξων Χριστιανών μαθητών -στους οποίους αποκλειστικά μπορεί να απευθύνονται τα άρθρα 13 και 16 του Συντάγματος- το μάθημα των θρησκευτικών μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η ανάπτυξη της Ορθόδοξης Χριστιανικής συνειδήσεως».
Με το πρόγραμμα σπουδών στα Λύκεια «δεν επιχειρείται ούτε καν η «θρησκειολογικού» τύπου μετάδοση γνώσεων και πληροφοριών για τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας ή άλλων χριστιανικών ομολογιών ή άλλων θρησκειών, αλλά η επεξεργασία εννοιών, οι οποίες ανάγονται σε διάφορες εκτιμήσεις ή διδακτικά αντικείμενα, εξετάζοντας απλώς από θρησκευτικής σκοπιάς, όχι όμως αποκλειστικώς από Ορθόδοξη Χριστιανική οπτική γωνία».
Επισημαίνεται σε άλλο σημείο της δικαστικής απόφασης ότι τόσο από την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, όσο και από το πρόγραμμα σπουδών, «οι μαθητές καθοδηγούνται προς ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης και ζωής που είναι αποσυνδεδεμένο από την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και είναι προς ένα σύστημα αξιών που νοθεύει τη διδασκαλία αυτή».
Παράλληλα, το ΣτΕ επαναλαμβάνει πολλές σκέψεις της προηγούμενης απόφαση που αφορά το μάθημα των θρησκευτικών στα Δημοτικά και Γυμνάσια, όπως ότι η απόφαση του Νίκου Φίλη, είναι αντίθεση στο άρθρο 16 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και μεταξύ των σκοπών της είναι η ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης, γιατί με το πρόγραμμα σπουδών που εισάγεται «φαλκιδεύεται ο επιβαλλόμενος από τη συνταγματική αυτή διάταξη σκοπός της ανάπτυξης, δηλαδή της Ορθόδοξης Χριστιανικής συνείδησης των μαθητών στα ανήκοντα στην επικρατούσα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού,
Ακόμη, αναφέρεται ότι προσβάλλεται ευθέως το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ γιατί στερεί από τους μαθητές του Ορθόδοξου Χριστιανικού δόγματος το δικαίωμα να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, ενώ η νομοθεσία προβλέπει για μαθητές Ρωμαιοκαθολικούς, Εβραίους και Μουσουλμάνος να διδάσκονται αυτοτελώς το μάθημα αυτό.
Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχαν προσφύγει η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων και 4 γονείς τα παιδιά των οποίων φοιτούσαν στο Λύκειο.
Μειοψηφίες
Αντίθετα, η μειοψηφία τάχθηκε υπέρ της συνταγματικότητας της επίμαχης υπουργικής απόφασης.
Συγκεκριμένα, οι 5 δικαστές που μειοψήφησαν είναι η αντιπρόεδρος Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και οι σύμβουλοι Επικρατείας Ιωάννης Μαντζουράνης Θεόδωρος Αραβάνης, Μιχάλης Πικραμένος και Αναστασία-Μαρία Παπαδημητρίου.
Η μειοψηφία των 5 μελών της Ολομέλειας του ΣτΕ, αφού τάσσεται υπέρ της συνταγματικότητας, επισημαίνει ότι το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις ουδόλως υποχρεώνουν τον νομοθέτη να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρα, γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε όχι με “ανάπτυξη” θρησκευτικής συνείδησης, αλλά με “επιβολή” θρησκευτικής συνείδησης συγκεκριμένου περιεχομένου.
Αυτό όμως αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής ουδετερότητας και της πολυφωνίας που διέπουν την παροχή της εκπαίδευσης από το Κράτος και θέτει σε κίνδυνο το δικαίωμα του μαθητή να επιλέξει και να διαμορφώσει κριτικά ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητάς του και της αντίληψής του για τον κόσμο και τον άνθρωπο.
Ακόμη, η μειοψηφία σημειώνει ότι η απόφαση του Νίκου Φίλη υπηρετεί τους σκοπούς της παροχής από το Κράτος θρησκευτικής εκπαίδευσης πολυφωνικής και αξιολογικά ουδέτερης, παρουσιάζει επαρκώς τη διδασκαλία της Ορθοδοξίας, όπως προβλέπει το Σύνταγμα και οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων.
Επίσης, η μειοψηφία αναφέρει: «Η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία εκδόθηκε κατόπιν γνωμοδοτήσεως των αρμόδιων επιστημονικών οργάνων και φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας, και αφού ακούσθηκαν οι απόψεις της Εκκλησίας, υπηρετεί τους σκοπούς της παροχής από το Κράτος θρησκευτικής εκπαίδευσης πολυφωνικής και αξιολογικά ουδέτερης, παρουσιάζει επαρκώς τη διδασκαλία της Ορθοδοξίας, όπως προβλέπει το Σύνταγμα και οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων που παρατέθηκαν σε προηγούμενη σκέψη, κινείται δε εντός των ορίων των εξουσιοδοτικών διατάξεων, που είναι ερμηνευτέες σύμφωνα με τις ανωτέρω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις.
Επομένως οι αντίθετοι λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι ερείδονται σε εσφαλμένη ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ η περαιτέρω αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως και των παιδαγωγικών επιλογών της Διοικήσεως είναι απαράδεκτη και εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, ο οποίος εν προκειμένω είναι οριακός».
Τέλος, αναφέρει η μειοψηφία:
«Δύναται ο νομοθέτης, κατά τη σχετική διακριτική ευχέρεια που του παρέχει το Σύνταγμα, να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών θρησκειολογικό περιεχόμενο, με την κατάλληλη έμφαση στην ιστορία, το ρόλο και τις αρχές της επικρατούσας θρησκείας, ή και να το εμπλουτίσει με στοιχεία λογοτεχνικά, κοινωνιολογικά, λαογραφικά, φιλοσοφικά καθώς και ιστορίας της τέχνης, για την οποία η θρησκευτικότητα αποτέλεσε ανέκαθεν σημαντική πηγή έμπνευσης. Το περιεχόμενο μάλιστα αυτό ανταποκρίνεται πληρέστερα προς τις επιταγές που απορρέουν από τα άρθρα 5 παρ. 1, 13 παρ. 1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος και τις διατάξεις των διεθνών συμβάσεων».