Συμπληρώνονται σήμερα οκτώ χρόνια από την τραγωδία στη τράπεζα Marfin, στην οδό Σταδίου, όπου σκοτώθηκαν τρείς άνθρωποι από ασφυξία εξαιτίας εμπρησμού μέσα στο υποκατάστημα, κατά τη διάρκεια μεγάλης συγκέντρωσης, πορείας και επεισοδίων ενάντια στο πρώτο μνημόνιο της κυβέρνησης Παπανδρέου.
Το ημερολόγιο έγραφε 5 Μαΐου 2010 όταν έχαναν τη ζωή τους η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, 32 ετών (4 μηνών έγκυος), ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης, 36 ετών και η Παρασκευή Ζούλια, 35 ετών, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη μία από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις των τελευταίων χρόνων ενάντια στο πρώτο μνημόνιο (ο όγκος της κύριας διαδήλωσης υπολογίστηκε σε περίπου 150.000 κόσμου).
Η ογκώδης διαδήλωση διακόπηκε από επεισόδια στο ύψος της Κλαυθμώνος. Άγνωστοι με κουκούλες, πλαγίως του όγκου της πορείας, έριξαν βόμβες μολότοφ στο βιβλιοπωλείο Ιανός και στο κατάστημα της τράπεζας Marfin, το οποίο ήταν κλειδωμένο με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι που βρίσκονταν μέσα να μην μπορούν να διαφύγουν, ούτε και να ανέβουν στην ταράτσα που ήταν επίσης κλειδωμένη. Η τράπεζα τυλίχτηκε στις φλόγες, ενώ από την άλλη πλευρά της Σταδίου οι δυνάμεις των ΜΑΤ έριχναν δακρυγόνα.
Οι αναθυμιάσεις ανάγκασαν τους εργαζόμενους της τράπεζας να βγουν στα μικρά μπαλκόνια, χωρίς όμως να μπορούν να διαφύγουν από το κλειδωμένο κτίριο. Όταν εμφανίστηκαν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, ο κύριος όγκος της πορείας ανέβηκε στο αριστερό πεζοδρόμιο της Σταδίου για να διευκολύνει την διέλευση, ενώ φώναζε κατά των κουκουλοφόρων προσπαθώντας να τους εμποδίσει, πράγμα που κατέστη αδύνατο λόγω της αποπνικτικής ατμόσφαιρας που δημιουργήθηκε από τους καπνούς και τα δακρυγόνα.
Οι διαδηλωτές κατάφεραν να μετακινηθούν προς το Σύνταγμα. Με παρέμβαση της Πυροσβεστικής η φωτιά έσβησε, αλλά ήταν αργά για τους τρεις εργαζόμενους, που ανασύρθηκαν νεκροί από ασφυξία.
Η δικαίωση των υπαλλήλων
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο ύστερα από αγωγή 24 εργαζόμενων είδαν «παραλείψεις» τόσο από πλευρά της αστυνομίας όσο και από την πλευρά της Πυροσβεστικής, οι οποίες αν δεν είχαν συντελεστεί θα είχε αποφευχθεί το μοιραίο γεγονός και επέρριψαν ευθύνες στη διοίκηση της Τράπεζας.
Κάνοντας δεκτή εν μέρει την αγωγή τους το δικαστήριο έκρινε ότι η Πυροσβεστική δεν διενήργησε όλους εκείνους τους προληπτικούς ελέγχους για την τήρηση των προβλεπόμενων μέσων πυροπροστασίας στο υποκατάστημα και πως υπήρξε παράλειψη των αρμόδιων αστυνομικών οργάνων να εκδώσουν απόφαση – το πολύ μέχρι τα τέλη Ιουνίου του 2009 – επιβάλλοντας στην διοίκηση της τράπεζας να τοποθετήσει ρολά από συμπαγές υλικό και άθραυστους υαλοπίνακες μεγάλου πάχους, όπως όριζε υπουργική απόφαση εκείνης της εποχής.
Οι ελλείψεις
Σύμφωνα με τους δικαστές το μοιραίο υποκατάστημα της το οποίο στεγαζόταν στο ισόγειο και τον ημιώροφο του κτιρίου δεν διέθετε πυροσβεστικό ερμάριο με εύκαμπτο σωλήνα με ακροφύσιο, δυο εξόδους κινδύνου προς κοινόχρηστη οδό ή πόρτες προς διάδρομο ή άλλους χώρους που να οδηγούν από διαφορετικές κατευθύνσεις σε δυο ανεξάρτητες οδούς διαφυγής, παρά μόνο μία στο ισόγειο κατάστημα. Και αυτή δεν άνοιγε με μία απλή ώθηση από μέσα προς τα έξω, αλλά μόνο με τηλεχειριστήριο που κρατούσε η διευθύντρια.
Επιπλέον το πατάρι έπρεπε να διαθέτει έξοδο κινδύνου την οποία δε είχε όπως άλλωστε δεν είχε αντιβανδαλικά τζάμια.
Οι αποζημιώσεις
Με αυτό το διά ταύτα το δικαστήριο επιδικάζει αποζημίωση σε καθέναν από τους 24 εργαζόμενους από 25.000 έως 60.000 ευρώ κρίνοντας ότι πρέπει α ικανοποιηθούν για την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστησαν «από το κίνδυνο ζωής που διέτρεξαν, από την παρεπόμενη σωματική τους ταλαιπωρία, τα απότοκα προβλήματα υγείας και όλη την ψυχική πίεση με την οποία επιβαρύνθηκαν από την κρίσιμη μέρα και εφεξής».
Με το ίδιο σκεπτικό το δικαστήριο επιδικάζει αποζημίωση και στον σύζυγο και τους γονείς της άτυχης Αγγελικής η οποία κυμαίνεται από 210.000 – 300.000 ευρώ.
«Προσπαθούσαν να γλιτώσουν»
Μέσα από έγγραφα και τις μαρτυρικές καταθέσεις οι δικαστές περιγράφουν τις κρίσιμες ώρες που πέρασαν οι εργαζόμενοι. «Καταφέροντας 3 – 4 χτυπήματα κατόρθωσαν να θραύσουν την τζαμαρία, να εκσφενδονίσουν εντός του καταστήματος εύφλεκτο υγρό όσο και βόμβες μολότοφ (…). Οι περισσότεροι υπάλληλοι στοιβάχτηκαν στον μικρό φωταγωγό που επικοινωνούσε μέσω πλέγματος με την ταράτσα (…). Ένας εξ αυτών κατάφερε και έσπασε το πλέγμα της οροφής του φωταγωγού με συνέπεια ένα κύμα αέρα να εισέλθει στο κτίριο και να δώσει παράταση ζωής στους εκεί συγκεντρωμένους υπαλλήλους, οι οποίοι αναρριχήθηκαν στην στέγη από όπου υποχρεώθηκαν και πήδηξαν (…) σε κτίριο που στεγαζόταν κατάστημα, την τζαμαρία του οποίου έσπασαν με καδρόνι (…) για να κατέβουν στην οδό Σταδίου.