Το ΚΤΕΛ θα εκτελούσε δρομολόγιο Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Στις 11.10 το βράδυ της 22ης Φεβρουαρίου του 2003, το λεωφορείο ξεκίνησε την διαδρομή του με 23 επιβάτες.
Περίπου 40 λεπτά αργότερα, είχε περάσει τα διόδια των Μαλγάρων και βρισκόταν στην γέφυρα από την οποία περνάει ο Αλιάκμονας, στην διασταύρωση Κλειδί. Ο οδηγός του ΚΤΕΛ επιχείρησε προσπέραση μια νταλίκας αλλά έχασε τον έλεγχο του λεωφορείου και προσέκρουσε στα προστατευτικά κιγκλιδώματα και ύστερα έπεσε από την γέφυρα από ύψος 15 μέτρων.
Κατά την πτώση του, το ΚΤΕΛ πρέπει να τουμπάρισε αρκετές φορές, για να καταλήξει να προσγειωθεί σε πλάγια θέση από την αριστερή του πλευρά. Ο οδηγός της νταλίκας αντιλήφθηκε το συμβάν ειδοποίησε την τροχαία, αλλά δεν σταμάτησε το δρομολόγιό του και συνέχισε χωρίς να προσφέρει βοήθεια. Την αστυνομία καθώς και την οικογένειά του ειδοποίησε από το κινητό του ένας από τους επιβαίνοντες.
Η κινητοποίηση ήταν κάτι περισσότερο από άμεση. Συνεργεία από διασώστες έσπευσαν στο σημείο μαζί με την τροχαία, με την επιχείρηση να μετράει συνολικά 100 άτομα. 14 επιβάτες ανασύρθηκαν νεκροί ενώ οκτώ ήταν οι τραυματίες. Ο 23ος επιβάτης ήταν ένα τρίχρονο αγοράκι, που δεν βρέθηκε στον τόπο του δυστυχήματος, με την αστυνομία να εντείνει τις έρευνες για να το ανακαλύψει.
Την ίδια στιγμή η μητέρα του είχε μεταφερθεί σε νοσοκομείο Θεσσαλονίκης διαφεύγοντας τον κίνδυνο. Η αστυνομία έψαχνε το αγοράκι στις όχθες του ποταμού, αφού οι αστυνομικοί πίστευαν ότι το αγοράκι είχε παρασυρθεί από τα ορμητικά νερά του.
Νεκρός ήταν και ο οδηγός του λεωφορείου που ανέβασε τον αριθμό στους 15. Ο τότε αστυνομικός διευθυντής της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, Παναγιώτης Βιολιντζής, στην συνέντευξη τύπου που έδωσε ανέφερε ότι «η έλλειψη προσοχής από την πλευρά του οδηγού του λεωφορείου και η υπερβολική ταχύτητα ήταν οι αιτίες για το τραγικό δυστύχημα».
Ο οδηγός φέρεται να είχε αναπτύξει ταχύτητα 92 χλμ. την ώρα, ενώ το όριο στο συγκεκριμένο σημείο ήταν 80 χλμ. την ώρα. Επίσης, η κακή κατάσταση των ελαστικών σε συνδυασμό με την ολισθηρότητα του δρόμου, συνέβαλαν εξίσου στην πρόκληση του δυστυχήματος.
10 μέρες αργότερα, τα σωστικά συνεργεία εντόπισαν το πτώμα του τρίχρονου αγοριού περίπου σε απόσταση 500 μέτρων από το σημείο του δυστυχήματος. Οι νεκροί έφτασαν επισήμως τους 16.
Στο σημείο που έπεσε το λεωφορείο, τα νερά του ποταμού ήταν ρηχά, αλλά η δύναμη της πρόσκρουσης καθώς και η πολύωρη παραμονή των επιβατών στα παγωμένα νερά του ποταμού, οδήγησαν στην τραγωδία.
Η μαρτυρία του 20χρονου στρατιώτη, Αναστάσιου Κόλλια, ενός από τους διασωθέντες ήταν άκρως κατατοπιστική: «Την ώρα που έπεφτε το λεωφορείο και έκανε τούμπες στον αέρα δεν ακουγόταν το παραμικρό. Στη συνέχεια ακουγόταν μόνο τα κλάματα των δύο παιδιών που τα φώναζε η μητέρα τους, όμως σταμάτησαν και αυτά μετά από λίγο. Ήμασταν περίπου 20 άτομα στο λεωφορείο και ήξερα πως κάποιοι είχαν σκοτωθεί αφού ήταν τρομερό το ατύχημα».
Η αυλαία της δίκης έπεσε επτά χρόνια αργότερα στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης. Ο ένας εκ των δυο ιδιοκτητών του λεωφορείου, αφού πρωτοδίκως είχε καταδικαστεί σε πέντε χρόνια φυλάκιση, τελικά καταδικάστηκε σε εξαγοράσιμη ποινή τεσσάρων ετών, με το δικαστήριο να του αναγνωρίζει το ελαφρυντικό του πρότερου εντίμου βίου. Το δικαστήριο θεώρησε πως είχε την αποκλειστική ευθύνη για την κακή κατάσταση που βρίσκονταν τα ελαστικά. Αθώος κρίθηκε ο οδηγός της νταλίκας, που βρέθηκε στο εδώλιο, επειδή δεν σταμάτησε να βοηθήσει κι όχι επειδή προκάλεσε το ατύχημα.
Το τροχαίο του ΚΤΕΛ στον Αλιάκμονα είναι ένα από τα μεγαλύτερα πολύνεκρα δυστυχήματα στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.