Όποιος έχει υπηρετήσει στο Στρατό, θα δει ένα κομμάτι του εαυτού του στο παρακάτω κείμενο.
Κόσμος μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου- σα να έχει παρουσίαση βιβλίου ο Ντάνος, ας πούμε. Λαοθάλασσα. Για την ακρίβεια πεινασμένη λαοθάλασσα, η οποία θέλει να τραφεί κατά βάση με ζάχαρη και να χάσει στη συνέχεια το μυαλό της.
Ναι, όπως για κανέναν λόγο δεν καταλάβατε, μιλάμε για τις ουρές που στήνονταν (και στήνονται, αλλά «Όταν πηγαίναμε εμείς στρατό…») στα ΚΨΜ από σεληνιασμένους φαντάρους που έψαχναν απελπισμένα τη «δόση» τους.
Και μπορεί το μυαλό των περισσότερων όταν ακούν «Κα-ψι-μί» να πηγαίνει σε φτηνά πακέτα τσιγάρα, ζαμπονοκασερόπιτες του χειρίστου είδους που κάλλιστα (δεν) τρώγονταν, μωρομάντηλα που ενίοτε «υποκαθιστούσαν» το μπάνιο (αν έχετε υπηρετήσει χειμώνα στον Έβρο, ξέρετε…) και διάφορα άλλα, όμως το πραγματικό μακελειό- όχι αυτό του Χίου- γινόταν όταν το θέμα πήγαινε στα γλυκά.
Γιατί, βλέπετε, ο Έλληνας φαντάρος μπορεί να μιμηθεί από την ανάποδη ορισμένους μοναχούς και να μετονομάσει σε «πίτσα» το καμένο κομμάτι ψωμιού που του σερβίρουν, όμως δύσκολα θα φάει αυτό το κάτι-σαν-σοκολάτα που του ρίχνουν μετά το φαγητό στο μεταλλικό του δίσκο.
Ειδικά όταν υπάρχουν εκείνα.
Εκείνα τα 3 γλυκίσματα που γίνονταν καπνός με το που έφταναν στο ΚΨΜ- τα θυμάστε;
Κεκάκια σοκολάτας
Δεν είχε καμία σημασία που ήταν τυποποιημένα, στο κλασικό τους σακουλάκι. Ούτε το γεγονός πως, κατά πάσα πιθανότητα, η ημερομηνία λήξης τους συνέπιπτε με τα πρώτα γενέθλια της Ζωζώς Σαπουντζάκη. Ούτε, ακόμα- ακόμα, η αναντίρρητη αλήθεια πως αν τα πατούσες στο κέντρο έβγαζαν επαρκές λάδι για να τηγανίσεις 6 φορτηγά πατάτες.
Εκείνο το κολασμένο, «βρόμικο» κεκάκι σοκολάτας (ή ανάμικτο) ήταν πάντα εκεί για σένα και σου κρατούσε συντροφιά τα δύσκολα απογεύματα που οι χακί υποχρεώσεις σ’ έριχναν στο καναβάτσο, καθώς η ολοήμερη ενασχόληση με το απολύτως τίποτα σε γονάτιζε.
Με το που έφτανε νέα φουρνιά στο ΚΨΜ οι Έλληνες φαντάροι αποδείκνυαν εμπράκτως πως είναι άξιοι συνεχιστές των ιστορικών προγόνων τους: δε μιλάμε για απλό «σκοτωμό» στο ταμείο.
Μιλάμε για την σφαγή του Δράμαλη.
Κρουασάν
Σκέφτεστε αυτά τα μυρωδάτα, αφρώδη, υπέροχα κιτρινωπά κρουασάν που αποτελούν έργο τέχνης «ισάξιο» με την Γκουέρνικα και τα τρώει κανείς έχοντας στο φόντο τον Πύργο του Άιφελ, έτσι;
Ναι, πιο καμία σχέση δεν έχει: εδώ μιλάμε για ωμή πλαστικούρα- από εκείνα τα κρουασάν που μπορούν εν ριπή οφθαλμού να μετατραπούν σε βουτυρώδη νεκροταφεία απολεσθέντων δοντιών.
Τα κρουασάν στον στρατό έφευγαν με την ταχύτητα που εκσφενδόνιζε “You know” ο Ντέιβιντ Μπέκαμ στις βαθυστόχαστες συνεντεύξεις του όταν ήταν παίκτης, καθώς είχαν το πλεονέκτημα πως τα έτρωγες όποτε γούσταρες- ήθελες να τα φας πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ, στην σκοπιά στο γερμανικό; Μπορούσες!
Δεδομένου, μάλιστα, του γεγονότος πως πωλούνταν κάτι σαν 20-30 λεπτά, μπορούσε κανείς να τα χλαπακιάζει με τις ώρες.
Καλό θα ήταν, βέβαια, κάποια στιγμή να σταματούσε.
Ειδάλλως, οι δικές του ώρες θα ήταν μετρημένες.
Παγωτά
Θα μπορούσε να είναι το μπακράουντ στις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι: τα τρώγαμε ΚΑΙ άνοιξη ΚΑΙ καλοκαίρι ΚΑΙ φθινόπωρο ΚΑΙ χειμώνα. Δεν έκανε καμία μα καμία διαφορά αν έξω είχε θερμοκρασίες που θυμίζουν 27 Ιουλίου στον Ήλιο ή το δωμάτιο με τα κρέατα που πήγαινε και βαρούσε μπουνιές ο Ρόκι κατά τη διάρκεια της προπόνησής του- καμία.
Τα (πάμφθηνα) παγωτά στον στρατό αποτελούσαν γευστικές στιγμές που οδηγούσαν στον παράδεισο, ακόμα κι αν είχες μόλις τελειώσει ένα περίπολο σκέτη κόλαση.
Σπανίως το ψυγειάκι στο βάθος του ΚΨΜ είχε πάνω από 3-4 που ’χαν ξεμείνει και μιλάμε για ένα μισαωράκι μετά τον ανεφοδιασμό.
Τα παγωτά ήταν ο μόνος λόγος για να εκπέμψει SOS η εκάστοτε ΕΣΣΟ: «Μέι-ντέι, μέι-ντέι, τελείωσαν τα παγωτά. Επαναλαμβάνω, τελείωσαν τα παγωτά». Αν η απάντηση από την άλλη πλευρά δεν ήταν αυτή που περιμέναμε, τότε παίρναμε τα όπλα.
Να, κάπως έτσι ξεκινάνε οι διεθνείς συγκρούσεις.
Τι νομίζετε πως σημαίνει ο όρος «παγωμένος πόλεμος»;
Πηγή: menshouse