Οκτώ στα δέκα νεαρά ζευγάρια στη χώρα μας θα επιθυμούσαν να δημιουργήσουν μια πολυμελή οικογένεια, καθώς δυνητικά θα ήθελαν να αποκτήσουν έως και τρία παιδιά.
Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, με την υπογεννητικότητα να χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς «ωρολογιακή βόμβα» στα θεμέλια της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας μας.
Νέα έρευνα αποκαλύπτει ότι η οικονομική ένδεια που βιώνουν τα ελληνικά νοικοκυριά είναι το σύγχρονο εμπόδιο που «στραγγαλίζει» τις γεννήσεις.
Είναι ενδεικτικό ότι ένας στους δύο Έλληνες (52,9%) αντιμετωπίζει το υψηλό οικονομικό κόστος της κύησης (δηλαδή του προγεννητικού ελέγχου και του τοκετού) αλλά και της ανατροφής ενός παιδιού ως τον σημαντικότερο ανασταλτικό παράγοντα.
Για να διαπιστώσει δε κανείς τη μεγάλη απόσταση ανάμεσα στα «θέλω» των ζευγαριών – που σημειωτέον βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία – και των εμποδίων που αντιμετωπίζουν, είναι ότι εξ αυτών το 89,7% δηλώνει ότι θα αποκτούσε άμεσα παιδί εφόσον τους προσφέρονταν τα έξοδα του τοκετού.
Αντίστοιχα, σε ποσοστό 86,3% θα ξεκινούσαν ακόμα και από αύριο τις προσπάθειες για τη δημιουργία οικογένειας, υπό την προϋπόθεση ότι θα λάμβαναν οικονομικά κίνητρα για το κόστος του βρεφονηπιακού σταθμού.
Τα δεδομένα αυτά προκύπτουν από μελέτη που διενεργήθηκε την περίοδο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2019 για τα αίτια της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα από το Τμήμα Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιά σε συνεργασία με τη μη κερδοσκοπική οργάνωση HOPEgenesis και προκαλούν έντονο προβληματισμό.
Επιδότηση
Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε η κυβέρνηση έχει θέσει ψηλά στην ατζέντα της την ενίσχυση των γεννήσεων και ήδη προωθεί κάποια πρώτα μέτρα – αρχής γενομένης το 2020, επιδοτώντας κάθε γέννηση με το ποσό των 2.000 ευρώ, με οικονομικοκοινωνικά κριτήρια.
Παρ’ όλα αυτά, όπως υπογραμμίζουν οι συντάκτες της ίδιας μελέτης, «η επιλογή της κατάλληλης δημογραφικής πολιτικής είναι πολύπλοκη υπόθεση, στόχος δεν είναι απλώς η συγκυριακή βελτίωση των δεικτών αλλά η αναζήτηση του σημείου ισορροπίας μεταξύ απαιτήσεων της οικονομίας, αναγκών της κοινωνίας και μεταβολών του πληθυσμού».
Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το δείγμα της μελέτης αποτελούσαν 121 ενήλικοι, 25-35 ετών, από τη βάση δεδομένων της HOPEgenesis, που είχαν εκφράσει την επιθυμία να αποκτήσουν παιδί. Οι συμμετέχοντες κατοικούσαν σε ακριτικές και δυσπρόσιτες περιοχές με σοβαρό πρόβλημα υπογεννητικότητας.
Συνεπακόλουθα, η μετ’ εμποδίων πρόσβαση σε δομές Υγείας (Κέντρα Υγείας, νοσοκομεία και μαιευτήρια) αποτελεί ακόμα έναν προβληματικό τομέα. Εξού και η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να εξευρεθούν λύσεις ανάλογα με τα προβλήματα που συντείνουν στην υπογεννητικότητα που αντιμετωπίζει κάθε Περιφέρεια ξεχωριστά.
Δημογραφικό «χάος»
Τα στατιστικά δεδομένα περιγράφουν με τον πλέον γλαφυρό τρόπο το δημογραφικό «χάος» που προκαλεί η υπογεννητικότητα, καθώς εκτός από το μέγεθος αλλάζουν παράλληλα η δομή και η σύνθεση του πληθυσμού.
Ειδικότερα, σήμερα οι μισοί κάτοικοι της Ελλάδας είναι άνω των 43 ετών, ο πληθυσμός των ατόμων άνω των 65 ετών ξεπερνά εκείνον των παιδιών κάτω των 15 ετών, ενώ οι άνω των 80 ετών αποτελούν την ταχύτερα αυξανόμενη ηλικιακή ομάδα του πληθυσμού.
Εν τω μεταξύ η μετανάστευση των νέων – κυρίως επιστημόνων -, που αποτελεί ακόμη μία αντίδραση της οικονομικής κρίσης, επιτείνει την πληθυσμιακή συρρίκνωση. Στην Ελλάδα, οι γεννήσεις βρίσκονται σε σταθερά πτωτική πορεία από το 2008, φθάνοντας, σύμφωνα με τα πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σε ιστορικό χαμηλό το 2018 κάτω από τις 86.500. Το φυσικό ισοζύγιο (γεννήσεις/θάνατοι) είναι αρνητικό από το 2011, ενώ η εκτίμηση του μόνιμου πληθυσμού για το 2018 ήταν κατά 0,25% χαμηλότερη σε σχέση με το προηγούμενο έτος.