(Ανανέωση από αρχική δημοσίευση: 23/08, 23.40): Μεγάλος για την Αττική είναι ο κίνδυνος της λειψυδρίας, καθώς η κυβέρνηση δεν έχει προχωρήσει στην δημιουργία κατάλληλων υποδομών για την αντιμετώπισή της και ενώ η στάθμη του νερού στη λίμνη του Μόρνου, η οποία τροφοδοτεί με πόσιμο νερό το λεκανοπέδιο, έχει υποχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, που αποκάλυψε βυθισμένο χωριό.
Βέβαια ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση δεν θέλει να επένδυση στις υποδομές είναι για να οδηγήσει το νερό σε ιδιωτικοποίηση.
Το νερό ύδρευσης στην Αττική είναι εξαιρετικής ποιότητας και η πτώση της έχει οικονομικά κριτήρια καθώς θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη κατανάλωση εφυαλωμένου νερού αλλά θα διευκόλυνε και κάποιον ιδιώτη που θα αναλάμβανε την ΕΥΔΑΠ μέχρι φθηνό αντίτιμο.
«Αν πέσει πολύ η στάθμη είναι αδύνατο να αντλήσουμε νερό. Αυτό σημαίνει ότι οι Αθηναίοι θα πρέπει να μετακομίσουν» δήλωσε χαρακτηριστικά στον ΣΚΑΪ ο ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ, Κίμων Χατζημπίρος.
Αποκαρδιωτικές είναι οι εικόνες που τραβήχτηκαν στις 18 Αυγούστου από τον μηχανολόγο μηχανικό, Γιώργο Χάλκο.
«Είναι από τις φορές που έχει κατέβει πάρα πολύ.
Έχει ξανακατέβει, αλλά τώρα έχει κατέβει πάρα πολύ (…) έχει κατέβει πολύ χαμηλά η στάθμη», επισήμανε, για να προσθέσει πως «η διαφορά ύψους από την υπερχείλιση είναι πολύ μεγάλη».
Η λίμνη Μόρνου έχει κατασκευαστεί ακριβώς για να τροφοδοτεί την Αθήνα και ευρύτερα το λεκανοπέδιο της Αττικής.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1990 η χώρα αντιμετώπισε μια μεγάλη λειψυδρία.
Το θετικό τότε, ήταν πως είχε προλάβει να ξεκινήσει το έργο με το οποίο η λίμνη του Εύοινου τροφοδοτεί τη λίμνη του Μόρνου, για να φτάσει στη συνέχεια το νερό στην Αθήνα.
«Πιστέψαμε τότε ότι το πρόβλημα της ύδρευσης της Αθήνας έχει οριστικά λυθεί, διότι οι ποσότητες του νερού τότε οι διαθέσιμες ήταν πολύ μεγάλες», όπως σημείωσε ο κ. Χατζημπίρος.
«Το άμεσο που πρέπει να γίνει τώρα, είναι η εξοικονόμηση νερού στην πόλη και παντού έτσι, ώστε τα λίγα αποθέματα που έχουμε, να φτάσουν μέχρι να περάσει αυτό το έκτακτο φαινόμενο.
Θυμάμαι παλιά είχε απαγορευτεί το πλύσιμο των αυτοκινήτων, το πλύσιμο των βεραντών, εκεί δηλαδή που το νερό δεν είναι απολύτως απαραίτητο και μπορούμε να το στερηθούμε για ένα διάστημα έτσι, ώστε να έχουμε να πίνουμε», πρόσθεσε ο καθηγητής.
Λειψυδρία: Αυξάνεται η ανησυχία στους επιστήμονες
Οι επιστήμονες ανησυχούν και εφιστούν την προσοχή, καθώς το φαινόμενο της λειψυδρίας είναι πιο έντονο από ποτέ.
Τα τελευταία δύο χρόνια, η έλλειψη βροχών έχει περιορίσει σημαντικά τα υδατικά αποθέματα των ταμιευτήρων που τροφοδοτούν την Αττική.
Η ΕΥΔΑΠ ενεργοποιεί ήδη συμπληρωματικές πηγές, όπως προβλέπεται στον προγραμματισμό της.
Στις δορυφορικές εικόνες που ανέλυσε το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, στις 12 Ιουλίου 2023 και αποτυπώνονται σε χάρτες, η καλυμμένη με νερό έκταση της τεχνητής λίμνης, ανερχόταν σε 16,6 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Έναν χρόνο μετά, στις 16 Ιουλίου 2024, μειώθηκε σε 12,8 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Το θέμα είναι τι γίνεται τώρα. Επειδή υπάρχει λιγότερη ποσότητα νερού από ότι σε παλιότερες εποχές η κυβέρνηση αυτό το χρησιμοποιεί ως δικαιολογία και απλώς δεν κάνει τίποτα.
Τα τελευταία χρόνια, οι διαδοχικές περίοδοι ξηρασίας αλλά και οι ξαφνικές πλημμύρες που πέφτουν βίαια στη γη, χωρίς να προλαβαίνουν να περάσουν στις υπόγειες υδάτινες λεκάνες, έχουν ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη μόλυνση του νερού που επιστρέφει στη θάλασσα, αφού δεν προλαβαίνει να φιλτραριστεί από το υπέδαφος.
Ένα ακόμα ανησυχητικό φαινόμενο που παρατηρείται και στη χώρα μας, είναι η αύξηση της αλατότητας του νερού, που οφείλεται στο νερό των ωκεανών.
Καθώς η στάθμη τους ανεβαίνει, το αλμυρό νερό εισχωρεί στα υπόγεια ύδατα των παράκτιων περιοχών μειώνοντας τη διαθεσιμότητα του γλυκού νερού σε αυτές.
Αν, δε, σκεφτούμε πως όλα αυτά τα φαινόμενα μειώνουν περαιτέρω το μόλις 0,5% του γλυκού νερού που είναι αξιοποιήσιμο παγκοσμίως, το φαινόμενο της λειψυδρίας αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία.
Χαρακτηριστικό ελληνικό παράδειγμα είναι η θεσσαλική λίμνη Πλαστήρα, η οποία το τελευταίο έτος μετρήθηκε κατά 1,80μ πιο ρηχή, με τις βροχοπτώσεις στην περιοχή να είναι ελάχιστες σε σχέση με το κανονικό για την εποχή όριο.
Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατη επιστημονική μελέτη, περίπου το 24% των εδαφών σε λοφώδεις περιοχές της Θεσσαλίας θα καταστεί ως το 2050 ακατάλληλο για καλλιέργεια.
Αντιστοίχως, στη βόρεια Ελλάδα και την Κρήτη παρατηρείται μεγάλη αύξηση της θερμοκρασίας και της ανομβρίας, συμβάλλοντας στην τρομακτική πρόβλεψη της νέας διεθνούς μελέτης του Ινστιτούτου Διεθνών Πόρων (WRI), σύμφωνα με την οποία συγκεκριμένα η Ελλάδα μέχρι το έτος 2050 αναμένεται να βρεθεί ανάμεσα στις 25 χώρες που κινδυνεύουν με λειψυδρία.
Ανάμεσα σε όλες τις περιοχές της χώρας πιο ευάλωτες είναι αυτές των ελληνικών νησιών οι οποίες, λόγω του έντονου τουριστικού κύματος των καλοκαιρινών μηνών, παρουσιάζουν ιδιαίτερα αυξημένες ανάγκες τόσο σε πόσιμο νερό όσο και σε νερό χρήσης.
Σε αυτές τις περιοχές ωστόσο, η αφαλάτωση προσφέρεται ως σωτήρια λύση. Πρωτοπόρα στη διαδικασία είναι η Κύπρος που, ως η πιο θερμή και ξηρή χώρα της ΕΕ, εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες βασίζεται στην αφαλάτωση του ωκεάνιου νερού για να παράξει 80% του πόσιμου νερού που καταναλώνει. Πρόκειται ωστόσο για μία τοξική για το περιβάλλον και ενεργοβόρα διαδικασία που, πλέον, αποτελεί αντικείμενο εξέτασης προς βελτίωση για τους επιστήμονες παγκοσμίως.
Η ΕΕ, από την πλευρά της, έχει θέσει σε ισχύ ένα αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο για την ανακύκλωση και τη χρήση του νερού στη γεωργία – μια πρακτική που θα μπορούσε να αντικαταστήσει, στη χώρα μας, το 45% της άρδευσης με υπόγεια ύδατα.
Αυτήν τη στιγμή, βρίσκεται σε εξέλιξη και η επικαιροποίηση της ευρωπαϊκής οδηγίας για το πόσιμο νερό, ώστε να μειωθεί η σπατάλη του λόγω διαρροών.
Ένα από τα μεγαλύτερα success stories διεθνώς, που οφείλουμε να αναφέρουμε είναι το Πόρτο της Πορτογαλίας.
Ο Δήμος «πρότυπο» εργάζεται καθημερινά προς μια βιώσιμη πόλη, προσαρμοσμένη στην κλιματική αλλαγή. Στα πλαίσια μιας συνολικής στρατηγικής, κάνοντας χρήση των πιο προηγμένων τεχνολογικών μέσων, η δημοτική επιχείρηση κατορθώνει την παρακολούθηση ολόκληρου του δημοσίου δικτύου, ενώ παράλληλα διαθέτει στο έδαφος σε καθημερινή βάση, εξειδικευμένους τεχνικούς στην ανίχνευση και τον έγκαιρο εντοπισμό δυσλειτουργιών και διαρροών νερού, επιτρέποντας τη γρήγορη και αποτελεσματική επιδιόρθωση των βλαβών.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2022, κατόρθωσε να επιτύχει ένα ποσοστό έγκαιρου εντοπισμού διαρροών και δυσλειτουργιών που φτάνει το 400%.
Παράλληλα, σε εξέλιξη βρίσκεται και το σχέδιο ανανέωσης των υποδομών του δικτύου διανομής νερού, γεγονός που θα οδηγήσει στην ακόμη μεγαλύτερη εξοικονόμηση του πόσιμου νερού και μείωση της περιβαλλοντικής σπατάλης.