Πέθανε ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Β’ σε ηλικία 83 ετών. Αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας το τελευταίο διάστημα, ενώ νοσηλευόταν σε ιδιωτικό θεραπευτήριο.
Ήταν ένας χαμηλών τόνων άνθρωπος που δεν θέλησε να διεκδικήσει με κανένα τρόπο την επιστροφή του στον θρόνο και την αλλαγή του πολιτεύματος σε βασιλευομένη δημοκρατία, που καταργήθηκε οριστικά με το δημοψήφισμα του 1974.
Παρά τους τόνους λάσπης που εξαπολύθηκαν από την Αριστερά και το Κέντρο της εποχής σε βάρος του, για το μόνο που μπορεί να κατηγορηθεί ήταν ότι δεν είχε την κατάλληλη πολιτική παιδεία όταν ανέλαβε τον θρόνο.
Η έλλειψή του, η απουσία ενός σταθερού εθνικού ηγέτη, έγινε αισθητή την δεκαετία του 1980 όταν η Ελλάδα ξεκίνησε την «πορεία προς τον γκρεμό» μέσω του συνεχούς δανεισμού για κομματικούς λόγους, της διαφθοράς και της κοινωνικής αλλοτρίωσης, από τον Α.Παπανδρέου και την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Πολλοί λένε ότι «Αν υπήρχε ο θεσμός, δεν θα είχε κατρακυλήσει η χώρα σε τέτοιο βαθμό».
Θεωρείτε ότι η κηδεία του τέως Βασιλέως Κωνσταντίνου Β’ θα έπρεπε να γίνει «δημοσία δαπάνη»…
- Διότι υπήρξε νόμιμος Αρχηγός του Κράτους (61%, 15.556 Votes)
- Γιατί έκανε ενεργό και αναγνωρισμένη ενέργεια ανατροπής του δικτατορικού καθεστώτος (2%, 402 Votes)
- Επειδή ήταν Ολυμπιονίκης (4%, 935 Votes)
- Όχι δεν πρέπει να γίνει «δημοσία δαπάνη» διότι είχε εκπέσει (34%, 8.730 Votes)
Σύνολο ψήφων: 25.623
Ο Κωνσταντίνος Β’ έγινε βασιλιάς σε ηλικία μόλις 24 ετών! Στις 20 Φεβρουαρίου 1964 ο πατέρας του, βασιλιάς Παύλος, εξαιτίας της επιδείνωσης της υγείας του, εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο μετέφερε τις εξουσίες του στο διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος γινόταν πλέον Αντιβασιλέας της Ελλάδας.
Κατά τη διάρκεια της σύντομης αντιβασιλείας, ο Κωνσταντίνος περιορίστηκε στην υπογραφή διαταγμάτων και νομοθετημάτων, όπως ο διορισμός και η αποδοχή παραιτήσεων κυβερνητικών μελών.
Στις 6 Μαρτίου 1964 ο βασιλιάς Παύλος πέθανε από καρκίνο και τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο 24χρονος Κωνσταντίνος ως Βασιλιάς της Ελλάδας Κωνσταντίνος Β’.
Αν και δημοφιλής, ήταν νέος, άπειρος και ευρισκόμενος υπό την ισχυρή επιρροή της μητέρας του βασίλισσας Φρειδερίκης.
Η πολιτική κατάσταση την περίοδο της βασιλείας του Κωνσταντίνου ήταν ιδιαίτερα πολωμένη μεταξύ του πρωθυπουργού και αρχηγού της Ενώσεως Κέντρου Γεωργίου Παπανδρέου και του αρχηγού της Ε.Ρ.Ε. Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ο οποίος ουσιαστικά υποκαθιστούσε τον αυτοεξόριστο ιδρυτή του κόμματος Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Την Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 1964 εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέκλυσαν τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας για να παρακολουθήσουν το γάμο του πιο νέου βασιλικού ζεύγους στον κόσμο: του 24χρονου Κωνσταντίνου και της 18χρονης Άννας-Μαρίας.
Παρουσία όλης της Ιεράς Συνόδου, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ ευλόγησε τις βέρες των νεονύμφων προτού τις περάσει στα δάκτυλά τους η Φρειδερίκη, ενώ σε όλη τη διάρκεια του μυστηρίου δύο πρίγκιπες κρατούσαν τα αδαμαντοστόλιστα στέμματα πάνω από τον Κωνσταντίνο και την Άννα-Μαρία. Ερρίφθησαν από τον Λυκαβηττό 101 κανονιοβολισμοί και ακολούθησε πομπή με τους νεόνυμφους στο κέντρο της Αθήνας.
Αν και αρχικά είχε δοθεί η εικόνα της αγαστής συνεργασίας μεταξύ του νεαρού μονάρχη και του Παπανδρέου, το σκηνικό αυτό ανατράπηκε σύντομα με την παρέμβαση αυλικών συμβούλων, που προέτρεπαν τον Κωνσταντίνο να κρατήσει τον πλήρη έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων (κάτι λογικό για τα δεδομένα της εποχής) όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε, και ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε, την αντικατάσταση του αρχηγού του ΓΕΣ Ιωάννη Γεννηματά.
Στο στράτευμα κυριαρχούσαν αξιωματικοί οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στον εμφύλιο πόλεμο και διατηρούσαν στενές επαφές με τον παλαιό κρατικό μηχανισμό.
Όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου προσπάθησε να αποστρατεύσει μερικούς από αυτούς συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση των Ανακτόρων και δικαίως από πολλές απόψεις: Για να «πουλήσει» ο Γ.Παπανδρέου στην Αριστερά και το Κέντρο της εποχής, τις διώξεις των νικητών του Εμφυλίου. δημιουργήθηκε μια πρωτοφανής πολιτική κρίση.
Το Μάιο του 1965 ο Πρωθυπουργός αποφάσισε την αποπομπή του υπουργού Εθνικής Αμύνης, βασικού χρηματοδότη του αλλά και έντονα φιλομοναρχικού, Πέτρου Γαρουφαλιά αναλαμβάνοντας ο ίδιος το υπουργείο.
Ο βασιλιάς με πρόσχημα την εκδικαζόμενη τότε υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, στην οποία φερόταν να εμπλέκεται ο γιος του πρωθυπουργού Ανδρέας Παπανδρέου, απέφευγε να δεχτεί σε ακρόαση τον Γεώργιο Παπανδρέου αρνούμενος, κατά παραβίαση του Συντάγματος, την απόφασή του για ανάληψη από τον ίδιο του υπουργείου.
Τότε ξέσπασε κρίση μεταξύ των δύο ανδρών συνοδευόμενη από ανταλλαγή επιστολών σε υψηλούς τόνους. Τελικά ο Γεώργιος Παπανδρέου ανέβηκε στα Ανάκτορα στις 15 Ιουλίου 1965 και κατόπιν έντονης λογομαχίας υπέβαλε προφορικά την παραίτησή του.
Λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος όρκισε την πρώτη κυβέρνηση των «Αποστατών», με πρόεδρο τον ακαδημαϊκό και μέχρι τότε Πρόεδρο της Βουλής Γεώργιο Αθανασιάδη – Νόβα, ανοίγοντας ένα μακρύ κύκλο πολιτικής κρίσης και αστάθειας με συνεχή εναλλαγή κυβερνήσεων.
Τα γεγονότα προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των αριστερών και πολιτών που διαδήλωναν καθημερινά στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις. Εν τω μεταξύ το αντιμοναρχικό ρεύμα μεγάλωνε καθοδηγούμενο από τον αρχηγό της Ενώσεως Κέντρου, το γιο του Ανδρέα και πολλά στελέχη του κεντρώου και αριστερού χώρου.
Οι φήμες για την επιβολή δικτατορίας αυξάνονταν και συζητούνταν ευρέως ακόμη και εντός του Κοινοβουλίου. Υπήρχε η αίσθηση πως το πραξικόπημα θα υποκινούνταν από τον Βασιλιά και θα περιελάμβανε ανώτατους αξιωματικούς πιστούς στο στέμμα. Αυτή η θεωρία υποστηρίζεται από αρκετούς σύγχρονους ερευνητές, χωρίς ωστοσο να τεκμηριωνεται.
Το Δεκέμβριο του 1966, κατόπιν συμφωνίας των δύο κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, ανατέθηκε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο διοικητή της Εθνικής Τραπέζης Ιωάννη Παρασκευόπουλο με σκοπό τη διενέργεια εκλογών το Μάιο του 1967.
Τη νύχτα της 20ης προς 21η Απριλίου 1967 εκδηλώθηκε το στρατιωτικό κίνημα. Ο αιφνιδιασμός του Κωνσταντίνου τη νύχτα ήταν πλήρης. Στις 2.30, ξύπνησε από το τηλεφώνημα του Αθανασίου Σπανίδη, απόστρατου ναυάρχου, ο οποίος βρισκόταν στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας.
Ο Σπανίδης, αφού ενημέρωσε τον Βασιλιά για τα γεγονότα, εισηγήθηκε απόπλου του στόλου για την Κρήτη και το σχηματισμό εκεί νόμιμης κυβέρνησης.
Στη συνέχεια τηλεφώνησε στον Κωνσταντίνο ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως, Γεώργιος Ράλλης, από το κέντρο Αμέσου Δράσεως της Χωροφυλακής, στο Μαρούσι.
Και αυτός με τη σειρά του εισηγήθηκε να μετακινηθούν από την επαρχία νομιμόφρονες στρατιωτικές δυνάμεις κυρίως της αεροπορίας, όπου οι κινηματίες δεν είχαν ερείσματα, όσο υπήρχε ακόμη χρόνος.
Και στις δύο περιπτώσεις ήταν κατηγορηματικά αντίθετος, θέλοντας να αποφύγει την αιματοχυσία και να μάθει τα κίνητρα των πραξικοπηματιών.
Η απόφασή του έχει κατακριθεί καθώς έχει υποστηριχθεί ότι ενδεχόμενη άρνησή του να συναινέσει, θα δημιουργούσε σημαντικό πρόβλημα νομιμοποίησης στους Συνταγματάρχες.
Έτσι, όταν στις 05.30 το πρωί δέχτηκε τους επικεφαλής, Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο, οι συνομιλίες του ήταν διαπραγματευτικού χαρακτήρα και περιορίστηκαν στη σύνθεση της νέας δικτατορικής κυβέρνησης, γνωστής ως η Χούντα των Συνταγματαρχών.
Ο Κωνσταντίνος, ακολούθησε τη συμβουλή του τρίτου συνομιλητή του, Σπύρου Μαρκεζίνη, αρχηγού ενός μικρού συντηρητικού κόμματος, να επιδιώξει συναίνεση.
Ο ίδιος σε μεταγενέστερη συνέντευξή του ανέφερε ότι προσπάθησε να δηλώσει την αντίθεσή του προς αυτούς, όταν κατά τη φωτογράφιση της νέας κυβέρνησης, φωτογραφήθηκε μαζί τους σκυθρωπός, αντί για χαμογελαστός ως συνήθως. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος αν και εξήγησε το κίνητρο της φωτογράφισης, παραδέχθηκε ότι δεν πέτυχε τον σκοπό της.
Στην προσφώνησή του στις 26 Απριλίου 1967, για το νέο καθεστώς της Χούντας των Συνταγματαρχών δήλωσε: «Είμαι βέβαιος ότι με την ευχήν του Θεού, με την προσπάθειαν υμών και προπαντός με την βοήθειαν του λαού, θα επιτευχθή ταχέως η οργάνωσις Κράτους Δικαίου, μιας αληθούς και υγιούς Δημοκρατίας».
Το δικτατορικό καθεστώς έθεσε σε πρώτη προτεραιότητα την τοποθέτηση νέου αρχιεπισκόπου, ευνοούμενου του Παλατιού και της Χούντας. Για τον λόγο αυτό σχεδιάστηκε η απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄. Συγκεκριμένα τη Μεγάλη Παρασκευή, 28 Απριλίου 1967, κατά την περιφορά του Επιταφίου, ο Χρυσόστομος πιέστηκε να επιβιβαστεί σε αυτοκίνητο που τον μετέφερε στο σπίτι του.
Στις 13 Δεκεμβρίου ο βασιλιάς συνοδευόμενος από μέλη της οικογένειάς του και τον Αρεοπαγίτη πρωθυπουργό Κ.Κόλλια, αποπειράθηκε Αντικίνημα.
Στην αρχή κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλονίκη, όπου στη διαδρομή, πληροφορήθηκε ότι οι Χουντικές δυνάμεις συνέλαβαν τους αξιωματικούς του κινήματός του. Προσγειώθηκε στη Καβάλα και προσπάθησε να ανασυντάξει τις δυνάμεις του, με στόχο την ανατροπή της δικτατορίας.
Αλλά ενώ το Ναυτικό και η Αεροπορία συντάχτηκαν και παρέμεναν μαζί του, ο Στρατός παρέμεινε πιστός στη Χούντα. Ο Κωνσταντίνος θέλοντας να αποφύγει την αιματοχυσία και την αποδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων σε περίοδο κρίσης με την Τουρκία εγκατέλειψε την προσπάθεια και αναχώρησε, μαζί με όσους τον συνόδευαν, στη Ρώμη.
Αμέσως μετά ο Παπαδόπουλος ανέλαβε Πρωθυπουργός, διορίζοντας το στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη Αντιβασιλέα.
Αφού εγκατέλειψε την Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος θέλησε αρχικά να αποστασιοποιηθεί από τους συνταγματάρχες.
Δήλωνε επανειλημμένως ότι πλαστογράφησαν την υπογραφή του και ότι τον εκβίαζαν απειλώντας τον για τη ζωή των μελών της οικογένειάς του.
Επίσης δήλωνε ότι εξέφρασε εξ αρχής την αντίθεσή του στην κυβέρνηση των Απριλιανών ποζάροντας συνοφρυωμένος στη φωτογραφία ορκωμοσίας της χουντικής κυβέρνησης, σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική του να ποζάρει χαμογελαστός, και ότι μέσω αυτής της φωτογραφίας έστελνε το μήνυμα της δυσαρέσκειάς του στον ελληνικό λαό.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η αρχική δυσφορία του Κωνσταντίνου προς τους πραξικοπηματίες, οφειλόταν στο γεγονός ότι εμπόδισαν την πραγματοποίηση άλλου πραξικοπήματος, σχεδιασμένου να εκτελεστεί από τους στρατηγούς και στο οποίο ο Κωνσταντίνος θα είχε μεγαλύτερο έλεγχο.
Ο στρατηγός Σόλων Γκίκας, ιδρυτής του ΙΔΕΑ και υπουργός Δημοσίας Τάξεως στην κυβέρνηση Καραμανλή, το 1974 ανέφερε: «Οι στρατηγοί ετοίμαζαν το δικό τους πραξικόπημα… που θα γινόταν για λογαριασμό του βασιλέως και των συντηρητικών».
Από την άλλη μεριά, εξακολούθησε να εισπράττει τη βασιλική επιχορήγηση έως το 1973 και επιπλέον απέστειλε στον Γ.Παπαδόπουλο συγχαρητήριο τηλεγράφημα «επί τη διασώσει», μετά την αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του από τον Αλέκο Παναγούλη.
Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους στρατιωτική κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε με τον Κωνσταντίνο μέσω μεσαζόντων τους όρους για να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Αλλά ο Κωνσταντίνος επέμενε στην πλήρη αποκατάσταση των συνταγματικών δικαιωμάτων του ως προϋπόθεση, γεγονός, που δεν έβρισκε σύμφωνο τον Παπαδόπουλο.
Αντ’ αυτού το καθεστώς εκπόνησε ένα νέο Σύνταγμα τον Νοέμβριο του 1968, που διατήρησε το θεσμό της βασιλείας αλλά τον απογύμνωσε της ισχύος του και προέβλεπε μόνιμη αντιβασιλεία έως ότου επέλεγε να δεχτεί ο Κωνσταντίνος τη νέα κατάσταση. Αυτό συνεχίστηκε έως το 1972, όταν ο Παπαδόπουλος απομάκρυνε το Ζωιτάκη και έγινε ο ίδιος Αντιβασιλέας.
Την 1η Ιουνίου 1973 έπαψε ο Κωνσταντίνος να είναι βασιλιάς της Ελλάδας.
Οι πολιτικοί δεν αναγνώρισαν την αλλαγή του πολιτεύματος και δήλωσαν, με σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη μορφή του πολιτεύματος, όταν αποκατασταθεί η Δημοκρατία στην Ελλάδα.
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ανέλαβε καθήκοντα Προέδρου της Δημοκρατίας διορίζοντας ταυτόχρονα μία κυβέρνηση πολιτικών προσώπων με επικεφαλής τον παλαιό αρχηγό του Κόμματος των Προοδευτικών Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, σκοπεύοντας σε φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος και διεξαγωγή εκλογών τον Φεβρουάριο του 1974.
Τον Νοέμβριο όμως του 1973, μετά τα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου, ο Παπαδόπουλος ανατράπηκε από τον Ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, τον αποκαλούμενο “αόρατο δικτάτορα”, και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης.
Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 και τα επακόλουθα γεγονότα οδήγησαν στην πτώση της δικτατορίας.
Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Παπάγο (στο βιβλίο του «Σημειώσεις 1967 -1977»), λόγω της κρίσιμης κατάστασης, ο Κωνσταντίνος μίσθωσε ένα διαμέρισμα στο ξενοδοχείο Κλάριτζες, ώστε να είναι ευκολότερα προσιτός σε όποιον ζητούσε να τον δει και να έχει μεγαλύτερη ευχέρεια για τηλεφωνικές επαφές.
Εκεί έμαθε στις 23 Ιουλίου 1974 την πτώση της δικτατορίας.
Αμέσως τηλεφώνησε στον πρώην Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, στο Παρίσι, για να του μεταδώσει ότι έπεσε η δικτατορία και ότι ο ηγέτης της Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης κάλεσε πολιτικο-στρατιωτικό συμβούλιο.
Το απόγευμα τηλεφώνησε ο Καραμανλής και έδωσε την πληροφορία ότι ανατέθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης στους Κανελλόπουλο και Μαύρο. «Κατά τα φαινόμενα», πρόσθεσε, «μόνο εσείς και εγώ μένουμε έξω».
Το βράδυ έγινε νέο τηλεφώνημα του Κ. Καραμανλή στον Κωνσταντίνο. Η τηλεφωνήτρια ανήγγειλε «Ο πρόεδρος της Ελλάδας είναι στο τηλέφωνο». «Τι θα κάνω, Μεγαλειότατε! Με πήραν στο τηλέφωνο ο Γκιζίκης και ο Αβέρωφ και μου ζήτησαν να γυρίσω αμέσως» λέει ο Καραμανλής και συνεχίζει σε νευρική, μάλλον, κατάσταση «δεν ξέρω τι να κάνω, αλλά ούτε έχω και μέσον να πάω αμέσως στην Ελλάδα».
(Εκ των υστέρων λύθηκε το πρόβλημα αυτό, γιατί ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Ζισκάρ ντ’ Εστέν διέθεσε το αεροπλάνο του). «Θα επιστρέψω στην Ελλάδα» είπε ο Καραμανλής «και θα δώσω συνταγματικήν λύσιν και θα γυρίσετε. Έως τώρα δεν έθεσα ζήτημα θεσμού εις την Χούντα δια να μην δημιουργηθούν αντιδράσεις. Μόλις φθάσω, θα το θέσω και παρακαλώ να είστε στο τηλέφωνο δια να σας ειδοποιήσω να γυρίσετε και να ορκιστή η κυβέρνησις ενώπιον του νομίμου αρχηγού του κράτους».
Ο Κωνσταντίνος του δήλωσε ότι είναι έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του και τέλος είπε στον Καραμανλή «..το έργο που αναλαμβάνετε είναι δυσκολότατον και θα κάνω ό,τι μπορώ να σας βοηθήσω. Ο Θεός μαζί σας».
Ο Καραμανλής συγκινημένος έκλεισε τη συνομιλία λέγοντας «Εκτιμώ βαθύτατα όσα μου λέτε, Μεγαλειότατε, και θα σας πάρω το βράδυ στο τηλέφωνο».
Ουδεμία τηλεφωνική κλήση ήλθε από την Αθήνα ποτέ, έκτοτε δε, απέφυγε κάθε προσωπική επαφή με τον Κωνσταντίνο. Στην τηλεφωνική αυτή συνδιάλεξη ήταν παρών και ο ευρισκόμενος στο Παρίσι διευθυντής της Βραδινής, Αθανασιάδης, που το εκμυστηρεύτηκε λίγες ημέρες πριν τη δολοφονία του.
Κάποιες ιστορικές λεπτομέρειες: Από το 1967, μετά το αποτυχημένο αντικίνημα κατά της δικτατορίας που οργάνωσε στις 13 Δεκεμβρίου, ζούσε αυτοεξόριστος στην Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ τα τελευταία χρόνια αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα.
Ως βασιλιάς διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά γεγονότα μεταξύ 1964-1967 αλλά λόγω απειρίας συγκρούστηκε με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, με αποτέλεσμα την παραίτηση του τελευταίου κι ενώ ο Κωνσταντίνος χρειαζόταν στήριξη και συμβουλές και όχι παραιτήσεις.
Το νεαρό της ηλικίας του δεν του επέτρεψε να καταλάβει την κρισιμότητα της κατάστασης και να λειτουργήσει ως «Βασιλέας».
Το πραξικόπημα του 1967 απαντήθηκε με το αντικίνημα του Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, διαρρηγνύοντας για πάντα της ενότητα της ελληνικής Δεξιάς απέναντι στην Αριστερά.