Υπόμνημα με τις θέσεις των δικαστών και μια εισήγηση σε αυστηρό ύφος κατέθεσε στην αρμόδια επιτροπή η Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Μαργαρίτα Στενιώτη, αναφορικά με τον νέο Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων.
Αν και ο νέος Κώδικας ήταν ένα πάγιο αίτημα των δικαστών, ο κ.Στενιώτη άσκησε σφοδρή κριτική, λέγοντας πως το σχέδιο χαρακτηρίζεται «από αντιδικαστικό πνεύμα και καταλήγει σ’ ένα τιμωρητικό για το Δικαστή νομοθέτημα, δεδομένου ότι εμπεριέχει πολλές διατάξεις που συρρικνώνουν την ανεξαρτησία του Δικαστή και περιορίζουν το ελεύθερο φρόνημα του Δικαστή».
Μάλιστα, όπως αναφέρει το dikastiko.gr, προσέθεσε η Πρόεδρος, ότι το νέο νομοθέτημα αντιμετωπίζει τη Δικαιοσύνη «ως ιδιωτική επιχείρηση, δεδομένου ότι στα κριτήρια επιθεώρησης χρησιμοποιεί καθαρά τεχνοκρατικούς – οικονομικούς όρους, που αρμόζουν σε ανώνυμη εταιρεία».
Τέλος, η Μαργαρίτα Στενιώτη διερωτάται: «Στόχος της πολιτείας και κάθε δημοκρατικής πολιτείας είναι να διασφαλίζει τη δικαστική ανεξαρτησία και να εξασφαλίζει δίκαιη δίκη για τους πολίτες και το ερώτημα είναι: επιτυγχάνεται τούτο με τις διατάξεις του συγκεκριμένου νομοσχεδίου;»
Ολόκληρη η εισήγηση της Μαργαρίτας Στενιώτη:
«… Ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών αποτελεί το σύνολο των κανόνων δικαίου, που καθορίζουν τη λειτουργία των οργάνων απονομής της Δικαιοσύνης και την προσωπική και υπηρεσιακή κατάσταση των Δικαστικών Λειτουργών. Ο εκσυγχρονισμός του Οργανισμού ήταν πάγιο αίτημα των Δικαστικών Λειτουργών, δεδομένου ότι το βασικό κείμενο είχε ψηφισθεί το έτος 1988.
Ωστόσο, δίχως να σκοπεύω να ακυρώσω σημαντικές διατάξεις, που εισάγονται στο σχέδιο νόμου, όπως ο περιορισμός των κωλυμάτων, η συνυπηρέτηση δικαστικών λειτουργών – συζύγων κλπ. το σχέδιο χαρακτηρίζεται από αντιδικαστικό πνεύμα και καταλήγει σ’ ένα τιμωρητικό για το Δικαστή νομοθέτημα, δεδομένου ότι εμπεριέχει πολλές διατάξεις που συρρικνώνουν την ανεξαρτησία του Δικαστή και περιορίζουν το ελεύθερο φρόνημα του Δικαστή.
Στο σχέδιο δε, εκλαμβάνεται ως γενική παραδοχή ότι ο Έλληνας Δικαστής είναι ράθυμος, το ίδιο και ο Επιθεωρητής Δικαστής ενώ παραβλέπει τις συνθήκες απονομής Δικαιοσύνης και ότι ο Δικαστής στη δικογραφία καταθέτει τη ψυχή του, γιατί γνωρίζει ότι πίσω απ’ αυτήν βρίσκεται ο άνθρωπος, η ζωή του, η ελευθερία του, η αξιοπρέπειά του, το μοναδικό του σπίτι, τα τελευταία χρόνια.
Επίσης, αντιμετωπίζει τη Δικαιοσύνη ως ιδιωτική επιχείρηση, δεδομένου ότι στα κριτήρια επιθεώρησης χρησιμοποιεί καθαρά τεχνοκρατικούς – οικονομικούς όρους, που αρμόζουν σε ανώνυμη εταιρεία, που επιδιώκει να «πιάσει» το στόχο, δηλαδή παραγωγικότητα, προσαρμοστικότητα στις νέες τεχνολογίες, ταχύτητα διεκπεραίωσης κλπ., όροι που είναι ξένοι προς την απονομή της Δικαιοσύνης και παράλληλα επικίνδυνοι, διότι δεν συνάδουν με το δικαιοδοτικό έργο, το οποίο είναι πνευματικό και όχι διεκπεραιωτικό.
Στόχος της πολιτείας και κάθε δημοκρατικής πολιτείας είναι να διασφαλίζει τη δικαστική ανεξαρτησία και να εξασφαλίζει δίκαιη δίκη για τους πολίτες και το ερώτημα είναι: επιτυγχάνεται τούτο με τις διατάξεις του συγκεκριμένου νομοσχεδίου;»
Σε ότι αφορά το υπόμνημα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, σε αυτό αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι πολλές διατάξεις του νέου Κώδικα «δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο επιθεώρησης, που επιχειρεί να περιορίσει το ελεύθερο φρόνημα των Δικαστών ενώ παράλληλα επιφέρει πλήγματα στην αρχή της δίκαιης δίκης».