Συνέντευξη το 2013 είχε δώσει ο συλληφθείς για υπόθεση παιδικής πορνογραφίας συγγραφέας και δημιουργός κάποιων από τα πλέον δημοφιλή βιβλία της σύγχρονης παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, Βασίλης Παπαθεοδώρου όπου είχε θέσει τα ζητήματα της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, όμως τότε δεν είχε μιλήσει και για το ζήτημα της παιδοφιλίας για την οποία συνελήφθη καθώς βρέθηκε στην κατοχή του υλικό σκληρής παιδικής πορνογραφίας.
Στην συγκεκριμένη συνέντευξη ο Β. Παπαθεοδώρου είχε αναφερθεί σε θέματα ξενοφοβίας, ρατσισμού και Χρυσής Αυγής.
Διαβάζουμε:
«Αφορμή ήταν το βιβλίο Σχολική παράσταση (Εκδ. Καστανιώτης) που επανακυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό και παρουσιάζει όχι απλώς μια επικαιρότητα, αλλά θα μπορούσε να είναι κι ένα «όπλο» για τη μάχη κατά του ρατσισμού και του φασισμού.
Όταν ήδη γνωρίζουμε πως η Χρυσή Αυγή έχει σημαντική επιρροή και είχε εκπονήσει στρατηγικό σχέδιο για την διείσδυσή της στους μαθητές, τότε θα καταλάβουμε καλύτερα τη μεγάλη αξία που έχει το βιβλίο του Βασίλη Παπαθεοδώρου.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα σχολείο της Γερμανίας. Αυτή τη φορά ο «ξένος», ο «μετανάστης» είναι ο Γιώργος, ένα Ελληνόπουλο, μαθητής της Β’ γυμνασίου που αντιμετωπίζει το ρατσισμό από μαθητές και γονείς, ειδικά όταν του ανατίθεται από τον καθηγητή του ο βασικός ρόλος της σχολικής παράστασης. Την εποχή εκείνη, μάλιστα, είχαν ξεσπάσει ταραχές και εις βάρος των Ελλήνων από ομάδες νεοναζί.
Καταπιάνεστε με δύσκολα θέματα. Μερικοί γονείς θεωρούν ότι τα παιδιά πρέπει να μένουν μακριά από αυτά. Εσείς τι θα τους απαντούσατε;
«Έχω δεχτεί κάποιες φορές κριτική για τη βία, το λεξιλόγιο, τη θεματολογία των βιβλίων μου, ότι είναι βίαια, λίγο «ανάρμοστα» κ.λπ. Κάθε βιβλίο γενικά εμπεριέχει και το στοιχείο της απεικόνισης της εποχής του. Δεν είναι κακό αυτό, αντιθέτως. Άποψή μου είναι πως για να αντιμετωπίσει κανείς το κακό πρέπει να το γνωρίσει κάπως και τα βιβλία αποτελούν μέσο ασφαλούς συνειδητοποίησης.
Ζούμε σε μια εποχή όπου η βία, σε όλες της τις μορφές, ανθεί. Αυτό πρέπει να καταδειχθεί, να αποτελέσει αφορμή για προβληματισμό και συζήτηση. Αλλά για να δώσω και μια πιο απλή απάντηση, θα έλεγα πως είναι πάρα πολλά τα βιβλία που κρατάνε τα παιδιά μακριά από αυτά τα θέματα. Ας υπάρχουν και κάποια διαφορετικά.»
Στη Σχολική Παράσταση σας απασχολεί ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αλλά και τα φαινόμενα νεοναζισμού. Υποθέτω πως αν το διάβαζαν διάφοροι θιασώτες της Χρυσής Αυγής θα πάθαιναν ένα σοκ, αφού τα θύματα είναι Έλληνες μετανάστες.
Και τα επιχειρήματα μοιάζουν τόσο με όσα λένε οι εδώ μιμητές τέτοιων ομάδων… Ποια σκέψη σας έκανε να διαλέξετε αυτό το θέμα;
«Πάντα υπάρχει κάποιο γεγονός της επικαιρότητας, που ίσως περνά στα «ψιλά» των εφημερίδων, αλλά που αν δεν προσεχθεί σίγουρα θα γίνει προάγγελος κάποιου μελλοντικού πρωτοσέλιδου. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχαν γίνει ρατσιστικές επιθέσεις από νεοναζί σε τούρκικες συνοικίες γερμανικών πόλεων.
Αντίστοιχα, πριν κάποια χρόνια (πάνω από δέκα) στη Νίκαια, όταν τα κινητά δεν ήταν και τόσο διαδεδομένα, κάποιοι νεαροί γύρω στα 14-15 είχαν επιτεθεί σε συνομήλικο μαθητή, με σκοπό να του κλέψουν το κινητό του. Στο τέλος του είχαν χαράξει το μέτωπο με σουγιά.
Εγώ απλά χρησιμοποίησα Έλληνες ως θύματα στη Σχολική Παράσταση. Το ενδιαφέρον είναι πως 12 χρόνια αργότερα, στη Διαπασών, με βάση το δεύτερο περιστατικό, τα ίδια ακριβώς φαινόμενα περιγράφονται σε ελληνική γειτονιά, με μετανάστες αυτή τη φορά ως θύματα. Συγκρίνοντας τα δυο βιβλία μπορούμε να σταθούμε στην εναλλαγή ρόλων «θύματος» και «θύτη».
Με ενδιαφέρον είδα ότι η προσέγγιση σας είναι αρκετά διαφορετική στο πώς μπορεί κανείς να απαντήσει στο ρατσισμό.
Θα θέλατε να μας πείτε πώς αυτό θα μπορούσε να συνδεθεί με τη σημερινή κατάσταση που βιώνουμε; Πώς πολεμά κανείς τον φασισμό στην καθημερινότητά του;
«Μια κάποια μορφή ρατσισμού μπορεί να επιδεικνύουμε σχεδόν όλοι στην καθημερινότητά μας, έστω και στις σκέψεις μας. Από τα πολύ μικρά, το πώς εκφραζόμαστε όταν οδηγούμε π.χ., μέχρι τα πιο σοβαρά, το καλό και το κακό, σε διάφορες αναλογίες και αποχρώσεις ενυπάρχει στον καθένα μας.
Το πόσο χαλιναγωγούμε και καταπνίγουμε αυτές τις τάσεις είναι μέτρο του πολιτισμικού επιπέδου μας, του συστήματος αξιών μας και της παιδείας μας. Συνεπώς, εάν πρόκειται για τον εαυτό μας, η γενικότερη μόρφωση σε όλες της τις μορφές, είναι σίγουρα μέτρο αντιμετώπισής του.
Εάν αφορά τους άλλους, η ατομική και ομαδική κοινωνική αποδοκιμασία/γελοιοποίηση του φαινομένου ίσως να προσφέρει κάτι. Ειλικρινά, όμως, πιστεύω πως άμεσες μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Απλά αρχίζεις να εμφυτεύεις στους νεότερους έναν αέρα μη φοβικό.»
Πηγή: edromos.gr