Το τεστ ανίχνευσης ψεύδους είναι μία μέθοδος που έχει χρησιμοποιηθεί και στην Ελλάδα, σε υποθέσεις που είχαν συνταράξει την ελληνική κοινωνία.
Σύμφωνα με την εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα», το τεστ ανίχνευσης ψεύδους, δεν εφαρμόζεται, καθώς σύμφωνα με το Σύνταγμα αντίκειται στις αρχές προστασίας της προσωπικότητας και των ατομικών δικαιωμάτων.
Υπάρχουν όμως δύο συνταρακτικές υποθέσεις στο παρελθόν, στις οποίες έγινε χρήση του.
Η υπόθεση Νικολαϊδη – Καλαθάκη
Η πρώτη φορά ήταν στην υπόθεση δολοφονίας Γιώργου Νικολαΐδη και Σούλας Καλαθάκη. Τον Νοέμβριο του 1997 ο 46χρονος επιχειρηματίας Γιώργος Νικολαΐδης και η 32χρονη συνεργάτιδά του Σούλα Καλαθάκη εξαφανίζονται. Τον Μάιο του 1998 ένας βοσκός βρίσκει τη γυναίκα διαμελισμένη και τρεις μέρες αργότερα το πτώμα του επιχειρηματία.
Βασικός ύποπτος κατονομάζεται ο Π.Κ. φίλος του Νικολαΐδη, ο οποίος μάλιστα εμφανίζεται μέχρι και στο «Φως στο Τούνελ» της Αγγελικής Νικολούλη.
Στους υπόπτους τοποθετήθηκε επίσης ένας 33χρονος ιδιωτικός υπάλληλος και ακόμα δύο άτομα που το βιογραφικό τους ταίριαζε πολύ περισσότερο με το προφίλ που θεωρητικά θα περίμενε κανείς. Επρόκειτο για τον Η. Μ. που είχε καταδικαστεί δις ισόβια για διπλό φόνο αλλά είχε εξαφανιστεί μετά από 5μερη άδεια στις φυλακές Αλικαρνασσού και τον Θ.Κ. ο οποίος βρισκόταν μέχρι το 1997 στο ίδιο σωφρονιστικό κατάστημα, αφού είχε κατορθώσει να πετύχει διακοπή της ποινής που του είχε επιβληθεί.
Η υπόθεση έφτασε τελικά στα δικαστήρια τον Ιούλιο του 2002. Ο Π.Κ. που είχε συλληφθεί στο Λονδίνο καταδικάστηκε σε δις ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξη, ενώ από την διαδικασία προκύπτει εμπλοκή και του Η. Μ.ο οποίος όμως καταδικάζεται ερήμην αφού διέφευγε της σύλληψης μέχρι τον θάνατό του. Ποινή κάθειρξης 25 ετών αποφασίζεται και για τον Η. Μ. και ο μόνος από τους βασικούς κατηγορούμενους που αθωώνεται για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας είναι ο Θ. Κ.
Για να συμβεί αυτό χρειάστηκε να χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά το τεστ ανίχνευσης ψεύδους, μετά από αίτημα του ίδιου του κατηγορούμενου.
Ο Θ.Κ. είχε παραδοθεί ο ίδιος στις Αρχές μετά από ανθρωποκυνηγητό χρόνων σε τρεις ηπείρους. Επέμενε στην αθωότητά του και υποβλήθηκε στο τεστ, παρά το γεγονός ότι η αστυνομία δεν πίστευε λέξη και θεώρησε ότι αυτό ήταν απλά ένα κόλπο.
Το τεστ όμως βγήκε αρνητικό, δικαιώνοντάς τον και το στοιχείο αυτό συνεκτιμήθηκε μαζί με την απουσία αποδείξεων για την ενοχή του. Μετά από μακροχρόνια δικαστική μάχη κατάφερε να καθαρίσει το όνομά του αφού η ετυμηγορία ήταν ότι είχε απλή συνέργεια στο πλημμέλημα της πλαστογραφίας, αδίκημα που τιμωρήθηκε με φυλάκιση τριών μηνών, η οποία μάλιστα ήταν και εξαγοράσιμη.
Η υπόθεση Παλιμάρκου
Η υπόθεση του Δημήτρη Παλιμάρκου, είναι η δεύτερη που το τεστ χρησιμοποιήθηκε και χρονολογείται στο 1989 όταν μαζί με την ερωμένη του αποφάσισαν να σκοτώσουν τη σύζυγό του. Η Ευθυμία Σερδάρη-Παλιμάρκου, αφού την έπεισαν να μεταβεί σε μία συγκεκριμένη περιοχή, με την πρόθεση αγοραπωλησίας βυζαντινών εικόνων, την έσπρωξαν στον γκρεμό και μετά δήλωσαν την εξαφάνισή της. Δώδεκα μέρες μετά τη δολοφονία το πτώμα βρέθηκε από ορειβάτες και το σατανικό ζευγάρι συνελήφθη.
Πώς λειτουργεί
Η μέθοδος του ανιχνευτή ψεύδους έχει πιστοποιηθεί στην Βόρεια Αμερική, Αγγλία και Ιταλία.
Σύμφωνα με την Νευροψυχολόγο και Διδάκτωρ Νευρολογίας, Νιόνια Βαλλιανάτου, η οποία έχει εφαρμόσει το τεστ ανίχνευσης ψεύδους και μίλησε στο Mega παλιότερα:
«Στο παρελθόν, όταν εννοούσαμε ανιχνευτή ψεύδους, εννοούσαμε τον παλμογράφο που είχε χρησιμοποιηθεί την δεκαετία του ’60. Εδώ μιλάμε για ανίχνευση αλήθειας/ ψεύδους με την μέθοδο των γνωστικών προκλητών δυναμικών, με έμφαση στο γνωστικό, γιατί καταγράφει στη λειτουργία του εγκεφάλου τη δραστηριότητα του εγκεφάλου και ποιές περιοχές ενεργοποιεί. Χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα το 2002, συνολικά έχει χρησιμοποιηθεί 2 φορές, σε δύο πολύ γνωστές υποθέσεις, ως μέσο βιολογικής απόδειξης. Ο Έλληνας δικαστής μπορεί να το χρησιμοποιήσει. Και στις δύο υποθέσεις είχαμε θεαματικά αποτελέσματα, από επιστημονικό ενδιαφέρον, και δεν αποτελεί απαραίτητα μέσο απόδειξης αθωότητας».
Όπως είπε η Ν.Βαλλιανάτου, γίνεται νευροψυχολογική εκτίμηση και μετά γίνονται αρκετές ερωτήσεις, της βασικής καταγραφής αρχικά, και κατόπιν ερωτήσεις που αφορούν στη δικογραφία.
Το τεστ ανίχνευσης ψεύδους, σύμφωνα με την ίδια είναι αξιόπιστο όσο μία μαγνητική τομογραφία, ωστόσο διευκρίνισε ότι πρέπει να διαχωρίσουμε από τον παλμογράφο και από τον ορό της αλήθειας.
Πολλοί πάντως είναι εκείνοι που αμφισβητούν την αξιοπιστία της διαδικασίας, αναφέροντας ότι οι άνθρωποι μπορούν να «ξεγελάσουν» και πώς ο φόβος, ο θυμός ή η αμηχανία που μπορεί να προκαλέσει το τεστ στον εξεταζόμενο είναι πιθανό να καταλήξει σε λανθασμένα αποτελέσματα που θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως ψέμα.