Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας (ΤΚ) απέρριψε απόφαση Δικαστηρίου της ΕΕ κρίνοντας αντισυνταγματικές, καταδικαστικές αποφάσεις που έλαβε το Δικαστήριο για τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος που προώθησε η χώρα.
Το ερώτημα που απασχολούσε το Δικαστήριο ήταν πολύπλοκο: κατά πόσον συνάδει το εθνικό δίκαιο με το ευρωπαϊκό και ποιό υπερτερεί σε περίπτωση ασυμφωνίας; Μετά από διαβουλεύσεις πέντε ωρών η συνεδρίαση διεκόπη, για πολλοστή φορά, με προοπτική να συνεχιστεί την Πέμπτη. Πολλοί σχολιαστές εκτιμούν ότι οι συνεχείς αναβολές δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία προσπάθεια του κυβερνώντος υπερσυντηρητικού κόμματος «Νόμος και Δικαιοσύνη» (PiS) να αφήσει στους εθνικούς δικαστές την τελευταία λέξη, σε μία εποχή που εκκρεμεί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σειρά υποθέσεων για την αμφιλεγόμενη «δικαστική μεταρρύθμιση» της Βαρσοβίας. Το δικαστήριο του Λουξεμβούργου έχει ανακοινώσει ότι θα εκδώσει τη δική του απόφαση την Πέμπτη.
Μέχρι στιγμής οι δικαστές του Λουξεμβούργου δεν έχουν δικαιώσει την πολωνική κυβέρνηση. Θα δημιουργήσει τετελεσμένα η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου σηματοδοτώντας, μετά το Brexit, ένα Polexit; Ο Πιοτρ Μπογκντάνοβιτς, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, εκτιμά ότι στην πραγματικότητα δεν υφίσταται σύγκρουση αρμοδιοτήτων. Ζητώντας από τον εθνικό δικαστή να εξετάσει τη συνταγματικότητα συγκεκριμένων άρθρων στις ευρωπαϊκές συνθήκες, λέει ο Μπογκντάνοβιτς, ο Πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι δημιουργεί την απατηλή εντύπωση της αντίφασης ανάμεσα στο εθνικό και το ευρωπαϊκό δίκαιο, με απώτερο στόχο να «φρενάρει» την πολιτική των Βρυξελλών και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Μία αντίπαλος της ΕΕ με δικαστική εξουσία
Ήδη στα τέλη Μαρτίου ο πρωθυπουργός είχε καλέσει το Δικαστήριο να απαντήσει στο ερώτημα, εάν το πολωνικό δίκαιο υπερισχύει του ευρωπαϊκού. Αφορμή ήταν μία καταδικαστική απόφαση του Λουξεμβούργου για τη «δικαστική μεταρρύθμιση» της κυβέρνησης Μοραβιέτσκι. Μετά από τρεις μήνες η Κομισιόν κάλεσε την πολωνική κυβέρνηση να ανακαλέσει το αίτημα προς το Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά η πολωνική πλευρά απέρριψε το αίτημα.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας (ΤΚ) αψήφησε την Ευρωπαϊκή Ένωση κρίνοντας αντισυνταγματικές τις καταδικαστικές αποφάσεις που έλαβε το Δικαστήριο της ΕΕ για τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος που προώθησε η χώρα. Το ΤΚ θεωρεί ότι οι αποφάσεις της ΕΕ όσον αφορά «το σύστημα, τις αρχές και τις διαδικασίες» των πολωνικών δικαστηρίων «δεν είναι σύμφωνες» με το Σύνταγμα της Πολωνίας, ανακοίνωσε ο δικαστής Στανισλάβ Πιότροβιτς.
Ο Μπαρτλομιέι Πζιμουσίνσκι, εκπρόσωπος της Ένωσης Δικαστών Iustitia δήλωσε πρόσφατα ότι δεν βλέπει αντίφαση ανάμεσα στη συνθήκη προσχώρησης της Πολωνίας – που υπέγραψε το 2004 η τότε κυβέρνηση και επικύρωσε λίγο αργότερα το Κοινοβούλιο – και το πολωνικό Σύνταγμα, το οποίο ασφαλώς προϋπήρχε της συνθήκης. «Εάν υπήρχε η υποτιθέμενη αντίφαση», επιχειρηματολογεί ο Πζιμουσίνσκι, «ακόμη και η ίδια η πράξη προσχώρησης θα παραβίαζε το Σύνταγμα της Πολωνίας».
Το ζήτημα της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης
Χρόνια ολόκληρα διαρκεί η αντιπαράθεση της Πολωνίας με την ΕΕ. Κύρια αιτία είναι η αποκαλούμενη «δικαστική μεταρρύθμιση», την οποία προωθεί με ζήλο το κυβερνών κόμμα PiS. Πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με έδρα το Στρασβούργο έκρινε ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας κατευθύνεται σε υπερβολικό βαθμό από το κράτος και επιδίκασε αποζημίωση σε δύο πρώην δικαστικούς που είχαν απομακρυνθεί στα πλαίσια της αμφιλεγόμενης «δικαστικής μεταρρύθμισης». Αλλά η πρόεδρος του πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου Γιούλια Πζυλέμπσκα, σύζυγος του Πολωνού πρεσβευτή στο Βερολίνο και πρόσωπο εμπιστοσύνης για τον πρόεδρο του PiS Γιάροσλαβ Κασίνσκι, δεν δίστασε να αποφανθεί ότι η ετυμηγορία του Στρασβούργου «δεν παράγει έννομα αποτελέσματα», για να προσθέσει μάλιστα ότι οι ευρωπαίοι δικαστές έδρασαν «εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους» επεμβαίνοντας σε αμιγώς εσωτερικές υποθέσεις της Πολωνίας, όπως ο ορισμός και η παύση των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Οι επικριτές της κυβέρνησης υποστηρίζουν ότι με τη «δικαστική μεταρρύθμιση» το PiS επιδιώκει να θέσει υπό πολιτικό έλεγχο τους δικαστές, υποσκάπτοντας την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και κατά συνέπεια τη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των εξουσιών σε ένα κράτος δικαίου. Η κυβέρνηση αντιτείνει ότι απλώς επιδιώκει μία πιο αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης. Παραδέχεται βέβαια ότι επιθυμεί να απομακρύνει και κάποιους δικαστές που υπηρετούσαν ακόμη και στην περίοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις τα μέτρα στοχοποιούν και δικαστές, οι οποίοι μόλις είχαν ενηλικιωθεί την εποχή που γινόταν η μεγάλη πολιτική αλλαγή στην Πολωνία. Και από την άλλη πλευρά βλέπουμε ότι ένας Στανίσλαβ Πιότροβιτς, εισαγγελέας επί στρατιωτικού νόμου στη σοσιαλιστική Πολωνία και μετέπειτα στέλεχος του PiS, διαδέχεται την Κριστίνα Παβλόβιτς στην προεδρία του Δικαστηρίου που καλείται να αποφανθεί περί συνταγματικότητας των διατάξεων της ΕΕ.