Αποφυλακίστηκε ο παιδοκτόνος, Κόλιν Πίτσφορκ που βίασε και σκότωσε δύο 15χρονες μαθήτριες, την Λίντα Μαν και την Ντον Άσγουορθ στο Λέστερσιρ τη δεκαετία του 1980.

Ο δολοφόνος, που τώρα είναι 61 ετών, ήταν ο πρώτος που καταδικάστηκε με τη χρήση τεστ DNA σε αποδεικτικά στοιχεία που συλλέχθηκαν από τα θύματα.

Σύμφωνα με το Συμβούλιο Αναστολών, που έκανε δεκτή την αίτησή του, είναι ασφαλές να περπατήσει πάλι ελεύθερος στο δρόμο, μετά από 33 χρόνια πίσω από τα κάγκελα. Είχαν προηγηθεί δύο αποτυχημένες αιτήσεις αναστολής το 2016 και το 2018. Εννοείται ότι αφήνεται ελεύθερος με πολύ αυστηρούς περιοριστικούς όρους -αλλά πάντως ελεύθερος. Θα πρέπει να φορά ηλεκτρονικό βραχιόλι, να έχει περιορισμένη πρόσβαση στο διαδίκτυο, ιδίως όταν είναι μόνος, και να μην πλησιάζει συγγενείς των θυμάτων του. Του έχει επιτραπεί να χρησιμοποιεί ένα νέο ονοματεπώνυμο αλλά, σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου, είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει κάθε νέα του γνωριμία γένους θηλυκού όπως και οποιονδήποτε άλλον γνωρίζει και φυσικά υποψήφιους εργοδότες για την πραγματική του ταυτότητα και τα εγκλήματα, που έχει διαπράξει. Μπορεί επίσης να του ζητηθεί να περάσει από ανιχνευτή ψεύδους για να διαπιστωθεί εάν έχει παραβιάσει οποιονδήποτε περιοριστικό όρο.

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης δήλωσε: «Η δημόσια ασφάλεια είναι η κορυφαία προτεραιότητά μας, γι ‘αυτό ο Πίτσφορκ θα υπόκειται σε μερικούς από τους αυστηρότερους περιοριστικούς όρους που έχουν τεθεί ποτέ και θα παραμείνει υπό επίβλεψη για το υπόλοιπο της ζωής του. Εάν παραβιάσει έστω και έναν από αυτούς τους όρους, θα επιστρέψει άμεσα στη φυλακή». Η Μπάρμπαρα Άσγουοθ, μητέρα ενός θύματος δήλωσε εχθές: «Προβλέπεται από τον Νόμο και ήταν δεδομένο- το γνωρίζαμε- πως κάποτε θα αποφυλακιζόταν με περιοριστικούς όρους, αλλά εγώ λέω πως αυτός κι εμείς δεν επιτρέπεται να αναπνέουμε τον ίδιο αέρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως για αυτόν τον άνθρωπο η καταδίκη σε ισόβια θα έπρεπε να είναι πράγματι ισόβια. Ο ίδιος ομολόγησε πως ήταν ένοχος για τα εγκλήματα σε βάρος των κοριτσιών μας και έκανε και πολλά περισσότερα εκτός απ’ αυτά».

Το χρονικό των εγκλημάτων

Ο Πίτσφορκ ήταν παντρεμένος με μία κοινωνική λειτουργό και είχαν δύο παιδιά. Πριν από τον γάμο του, είχε καταδικασθεί για σεξουαλική παρενόχληση και προσβολή της δημοσίας αιδούς και είχε παρακολουθήσει (ως ποινή) ένα ειδικό πρόγραμμα αποκατάστασης. Ξεκίνησε να εργάζεται σε ένα αρτοποιείο από το 1976, ως μαθητευόμενος και εξακολούθησε να εργάζεται στον ίδιο εργοδότη μέχρι τη σύλληψή του για τις δολοφονίες. Έγινε ιδιαίτερα ικανός στην διακόσμηση κέικ και ήλπιζε κάποια στιγμή να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση. Ήταν, σύμφωνα με τον προϊστάμενό του, καλός υπάλληλος, γρήγορος και συνεπής αλλά συγχρόνως κυκλοθυμικός και δεν μπορούσε να αφήσει τις γυναίκες υπαλλήλους σε χλωρό κλαρί, τις φλέρταρε μονίμως…

Στις 21 Νοεμβρίου του 1983, η 15χρονη Λίντα Μαν έκοψε δρόμο, παίρνοντας μία άλλη διαδρομή από εκείνη που συνήθιζε να παίρνει επιστρέφοντας στο σπίτι της μετά από babysitting. Όταν δεν επέστρεψε, οι γονείς της σήμαναν άμεσα συναγερμό και οι ίδιοι, οι γείτονες και η Αστυνομία πέρασαν τη νύχτα αναζητώντας την. Το επόμενο πρωί, βρέθηκε βιασμένη και στραγγαλισμένη σε ένα έρημο μονοπάτι γνωστό στην περιοχή ως Black Pad (Μαύρο Μονοπάτι).

Χρησιμοποιώντας τεχνικές που ήταν διαθέσιμες εκείνη την εποχή, η αστυνομία συνέδεσε ένα δείγμα σπέρματος, που απομονώθηκε και συλλέχθηκε από το σώμα του άτυχου κοριτσιού, με ένα άτομο με αίμα ομάδας Α και ένα προφίλ ενζύμων του αίματος, που αντιστοιχούσε μόνο στο 10% των ανδρών. Χωρίς άλλα στοιχεία ή αποδείξεις, η υπόθεση παρέμεινε ανοιχτή.

Στις 31 Ιουλίου του 1986, ένα δεύτερο 15χρονο κορίτσι, η Ντον Άσγουορθ έφυγε από το σπίτι της για να επισκεφθεί το σπίτι κάποιου φίλου της. Οι γονείς της την περίμεναν να επιστρέψει στις 9.30 το βράδυ. Όταν δεν επέστρεψε, κάλεσαν την Αστυνομία για να καταγγείλουν την εξαφάνισή της. Δύο ημέρες αργότερα, το σώμα της βρέθηκε σε μια δασώδη περιοχή κοντά σε ένα μονοπάτι που ονομάζεται Ten Pound Lane. Είχε ξυλοκοπηθεί, βιαστεί άγρια και στραγγαλιστεί. Το modus operandi ταίριαζε με αυτό της πρώτης επίθεσης και τα δείγματα σπέρματος που συλλέχθηκαν από το σώμα της άτυχης μικρής αποκάλυψαν την ίδια ομάδα αίματος και ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά ενζύμων. Ήταν σαφές πως επρόκειτο για τον ίδιο δράστη…

Μίλησαν το DNA και οι μπίρες

Οι πολύ καλά σχεδιασμένες και εκτελεσμένες δολοφονίες των δύο 15χρονων κοριτσιών από τον Κόλιν Πίτσφορκ ίσως να μην είχαν αποκαλυφθεί ποτέ αν κάποιος από τους συναδέλφους του, που είχε το «κακό» συνήθειο της πολυλογίας δεν άνοιγε το στόμα του μετά από κάμποσες μπίρες μέσα σε κάποια παμπ.

Ο Πίτσφορκ ήταν ένας από τους χιλιάδες ντόπιους άνδρες που κλήθηκαν να δώσουν δείγμα αίματος για σύγκριση με το DNA του δολοφόνου, που βρέθηκε στα σώματα των δολοφονημένων κοριτσιών. Στην ανακάλυψη της τεχνολογίας για δημιουργία προφίλ με βάση το DNA είχε πρωτοστατήσει ο Σερ Άλεξ Τζέφρις, του Πανεπιστημίου του Λέστερ και μετά από την καταδίκη του Πίτσφορκ η μέθοδος αυτή άλλαξε για πάντα τον τρόπο διεξαγωγής των αστυνομικών ερευνών.

Ο Πίτσφορκ καθυστερούσε με κάθε τρόπο να κάνει το τεστ DNA, αλλά κάποια στιγμή ήρθε η ώρα που δεν μπορούσε να το αποφύγει πλέον. Ήξερε ότι θα τον έβρισκαν- το δείγμα του ήταν στο σύστημα από τις προηγούμενες συλλήψεις του – και το καλοδουλεμένο του σχέδιο να τη γλιτώσει από τη ανακάλυψη και σύλληψη θα κατέρρεε. Όταν ήρθε η ώρα για την εξέταση αίματος, ο Πίτσφορκ κατάφερε να πείσει έναν συνάδελφό του, κάπως αφελή, να προσποιηθεί ότι είναι αυτός. Του είπε πως φοβόταν πως θα τον έμπλεκε η Αστυνομία επειδή είχε καταδίκες για απρεπή συμπεριφορά στο παρελθόν και ότι θα του κατέστρεφαν τη ζωή. Ο ΄Ιαν Κέλι, που δούλευε μαζί με τον δολοφόνο στο φούρνο, τον λυπήθηκε και του είπε ότι θα τον βοηθήσει.

Ο δολοφόνος πήγε τον Κέλι μέχρι το εξεταστικό κέντρο, έχοντας παραποιήσει το διαβατήριό του αλλάζοντας τις φωτογραφίες. Ο Κέλι έδωσε αίμα αντί για τον Πίτσφορκ παίρνοντας τη θέση του και ο διεστραμμένος εγκληματίας ήταν πλέον βέβαιος ότι η Αστυνομία δεν θα τον εντόπιζε. Αλλά είχε υπολογίσει χωρίς τον ξενοδόχο, εν προκειμένω τις μπίρες στην παμπ όπου πήγαινε ο φίλος του και όταν το έτσουζε άνοιγε χωρίς πολλή σκέψη το στόμα του. Έτσι, λίγο καιρό αργότερα, σε μια γεμάτη από κόσμο παμπ του Λέστερ και έχοντας καταναλώσει μπόλικες μπίρες, ο Κέλι αποκάλυψε σε έναν συνάδελφό του τι του είχε ζητήσει ο Πίτσφορκ να κάνει και για ποιο λόγο και πως εκείνος τον βοήθησε από οίκτο. Τη κουβέντα τους και την εξομολόγηση του Κέλι άκουσε τυχαία μια γυναίκα που καθόταν κοντά τους. Χωρίς να χάσει χρόνο ενημέρωσε αμέσως την Αστυνομία για το τι ακριβώς είχε ακούσει. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τον δολοφόνο.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Σήμερα, ένα τεράστιο ερώτημα είναι σε τι είδους «επανένταξη» του Πίτσφορκ στην κοινωνία προσβλέπει το Συμβούλιο Αναστολών που του έδειξε την έξοδο από τη φυλακή. Διέπραξε πολύ βαριά εγκλήματα με θύματα δύο ανυποψίαστα κορίτσια, κάλυψε τα ίχνη του αριστοτεχνικά για να μην τον ανακαλύψουν, τον εντόπισαν από τύχη και μόνον και σήμερα, μετά από 33 χρόνια περπατά και πάλι ελεύθερος στους ίδιους δρόμους που περπατούν οι γονείς των άτυχων κοριτσιών. Οι αυστηροί περιοριστικοί όροι δε που επικαλείται το Υπουργείο Δικαιοσύνης ως αντιστάθμισμα στην αποφυλάκιση Πίτσφορκ δε λειαίνουν προφανώς ούτε στον ελάχιστο τον πόνο των γονιών…