Τον Φεβρουάριο του 2020, το European Center for Law and Justice (ECLJ) δημοσίευσε μια αναφορά, που έγινε διάσημη σχετική με τις ΜΚΟ και τους δικαστές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η οποία αποκάλυψε ότι τουλάχιστον 22 από τους τελευταίους 100 δικαστές του ΕΔΔΑ είναι πρώην υπάλληλοι επτά ιδρυμάτων και ΜΚΟ και ότι έχουν κρίνει σε πολλές περιπτώσεις υποθέσεις που υποστηρίζονται από τη δική τους οργάνωση, σε μια κατάφωρη κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων.
Μεταξύ αυτών των ιδιωτικών οργανώσεων, η Open Society του Τζωρτζ Σόρος ξεχωρίζει επειδή δώδεκα από τους υπαλλήλους της έχουν γίνει δικαστές στο Στρασβούργο και επειδή χρηματοδοτεί τις άλλες έξι εν λόγω ΜΚΟ, μερικές φορές σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η μαζική παρουσία δικαστών από το ίδιο δίκτυο δείχνει την επιρροή μεγάλων ιδρυμάτων και ιδιωτικών ΜΚΟ στο ευρωπαϊκό σύστημα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θέτει υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία του. Η αναφορά έθεσε μια σειρά ερωτημάτων σχετικά με τη δικαστική διαδικασία και τη δεοντολογία, τα οποία τέθηκαν υπόψιν των οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Το ΕΔΔΑ, αν και «θυμωμένο» (σύμφωνα με τη Le Monde), αποφάσισε να μην απαντήσει δημόσια, σε αντίθεση με πολλούς πολιτικούς και αρκετούς υπουργούς – κυρίως Βούλγαρους και Ρώσους – που εξέφρασαν δημόσια ανησυχία για την κατάσταση. Ακόμη και η Επιτροπή Υπουργών, το ανώτατο όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης με 47 πρεσβευτές, από το οποίο εξαρτάται το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αναγκάστηκε να παραδεχτεί δημόσια ότι η αναφορά ήταν αληθινή, υποδεικνύοντας ότι θα επανεκτιμούσε «μέχρι το τέλος του 2024, υπό το φως περαιτέρω εμπειρίας, την αποτελεσματικότητα του ισχύοντος συστήματος για την επιλογή και την εκλογή των δικαστών του Δικαστηρίου». (8 Απριλίου 2021). Λίγο αργότερα, στις 20 Απριλίου 2021, για πρώτη φορά υπάλληλος της Open Society απέτυχε να εκλεγεί ως δικαστής στο Στρασβούργο. Το μπαράζ, που προκλήθηκε από την αναφορά του ECLJ, ήταν πολύ ισχυρό.
Στις 26 Ιουλίου, η Επιτροπή Υπουργών απάντησε για άλλη μια φορά δημόσια σε δύο κοινοβουλευτικές ερωτήσεις, επισημαίνοντας τη δυσλειτουργική φύση της διαδικασίας απαλλαγής και την αδυναμία να ζητηθεί επανεξέταση των αποφάσεων του Δικαστηρίου. Αυτή η απάντηση, όπως και η προηγούμενη, έδειξε την πλήρη προσοχή των πρεσβευτών σε αυτά τα ζητήματα, ενώ κατέστησε σαφές ότι εναπόκειται μόνο στο Δικαστήριο να επιλύσει αυτά τα προβλήματα. Και εδώ, η Επιτροπή Υπουργών έδωσε μια διέξοδο αποκαλύπτοντας ότι το Δικαστήριο είχε δεσμευτεί να επανεξετάσει τους κανόνες του «συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 28» που ασχολείται ακριβώς με το ζήτημα της σύγκρουσης συμφερόντων. Επιτέλους!
Η ανεπάρκεια του άρθρου 28 του Κανονισμού του Δικαστηρίου καταγγέλθηκε με ακρίβεια στην αναφορά του ECLJ επειδή δεν απαιτούσε από τους δικαστές να δηλώνουν την κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων και δεν προέβλεπε επίσημη διαδικασία για απαλλαγή. Η αναθεώρησή του είναι απαραίτητη και μπορούμε να χαιρόμαστε που είναι καθ’ οδόν, ακόμα κι αν είναι απόρρητη και δε θα ολοκληρωθεί, όπως φαίνεται, για αρκετούς μήνες.
Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, η ΕΣΔΑ δημοσίευσε στις 2 Σεπτεμβρίου μια νέα έκδοση του «Ψηφίσματος για τη Δικαστική Δεοντολογία» που εγκρίθηκε στις 21 Ιουνίου 2021. Αυτό είναι ένα εσωτερικό κείμενο που προσδιορίζει τον Κανονισμό του Δικαστηρίου και τις ηθικές υποχρεώσεις των δικαστών. Το προηγούμενο κείμενο χρονολογείται από το 2008. συγκρίνοντάς το με το νέο κείμενο, φαίνεται ότι η αναθεώρηση είναι βαθιά και εν μέρει «απαντάει» στην έκθεση του ECLJ.
Το νέο κείμενο έφερε τις αλλαγές: ενισχύει τις υποχρεώσεις ακεραιότητας, ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαστών. Απηχώντας την έκθεση του ECLJ, το ψήφισμα πλέον υποχρεώνει τους δικαστές να είναι ανεξάρτητοι από οποιοδήποτε θεσμικό όργανο, συμπεριλαμβανομένου οποιασδήποτε «οργάνωσης» και «οποιουδήποτε ιδιωτικού φορέα», αναφερόμενο σε ΜΚΟ και άλλα ιδρύματα όπως η Open Society. Το κείμενο προσθέτει ότι «Πρέπει να διατηρούνται απαλλαγμένοι από αθέμιτη επιρροή οποιουδήποτε είδους, είτε εξωτερική είτε εσωτερική, άμεση ή έμμεση. Θα πρέπει να απέχουν από οποιαδήποτε δραστηριότητα, έκφραση και σχέση , να αρνούνται να ακολουθήσουν οποιαδήποτε οδηγία και να αποφεύγουν οποιαδήποτε κατάσταση θεωρείται ότι παρεμβαίνει στη δικαστική τους λειτουργία και ότι επηρεάζει αρνητικά την εμπιστοσύνη του κοινού στην ανεξαρτησία τους». Το προηγούμενο κείμενο ήταν πολύ πιο λακωνικό.
Σχετικά με την αμεροληψία, το νέο κείμενο προσθέτει τη ρητή απαγόρευση για τους δικαστές «δεν πρέπει να εμπλέκονται σε καμμία υπόθεση στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον», ενισχύοντας έτσι την πρόληψη της συγκρουσης συμφερόντων. Οι δικαστές πρέπει επίσης να απέχουν από «οποιαδήποτε δραστηριότητα, έκφραση και συσχέτιση που μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει αρνητικά την εμπιστοσύνη του κοινού στην αμεροληψία τους».
Το νέο Ψήφισμα Δικαστικής Δεοντολογίας του Δικαστηρίου θέτει επίσης μια νέα υποχρέωση στους δικαστές να είναι επιμελείς στα δικαστικά τους καθήκοντα, να περιορίζουν τις εξωτερικές δραστηριότητές τους και, κυρίως, να περιορίζουν τη γλώσσα τους, αποφεύγοντας «να εκφράζονται, με οποιαδήποτε μορφή και μέσο, τρόπο που μπορεί να υπονομεύσει την εξουσία και τη φήμη του Δικαστηρίου ή να δημιουργήσει εύλογες αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία τους». Στόχος του Δικαστηρίου είναι να περιορίσει την κριτική του από τους ίδιους τους δικαστές. Αυτή η νέα απαγόρευση ακολουθεί το βιβλίο στο οποίο ο πρώην Σλοβένος δικαστής Boštjan Zupančič αποκαλύπτει τις εσωτερικές λειτουργίες της ΕΣΔΑ, αφού παρέμεινε εκεί για 18 χρόνια (On the European Court of Human Rights: An Insider’s Retrospective (1998–2016), Eleven International Publishing, 2019).
Μια άλλη νέα απαγόρευση αφορά την αποδοχή «οποιωνδήποτε παρασημοφοριών ή τιμών κατά τη διάρκεια της θητείας τους ως δικαστής του Δικαστηρίου». Το μέτρο αυτό έρχεται σε συνέχεια του σκανδάλου που προκλήθηκε από την συμπεριφορά του σημερινού Προέδρου του ΕΔΔΑ σε επίσημο ταξίδι του στην Τουρκία τον Σεπτέμβριο του 2020, όταν ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας από το δημόσιο πανεπιστήμιο, ενώ δεν συναντήθηκε με αντιπάλους και θύματα του τουρκικού καθεστώτος.
Έτσι, συνολικά, φαίνεται ότι το σκάνδαλο της αναφοράς «Σόρος-Δικαστές» – όπως το αποκαλούσαν τα ΜΜΕ – αποδίδει καρπούς, γιατί ήταν δικαιολογημένο. Ήταν χρήσιμο να ταρακουνήσει το Δικαστήριο, ακόμη και να δεχτεί πλήγματα ως αντάλλαγμα, για να επιτύχει μια βελτίωση στις εσωτερικές του διαδικασίες. Το σκάνδαλο ήταν απαραίτητο.
Ωστόσο, απομένουν πολλά να γίνουν, καθώς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξακολουθεί να μην επιβάλλει όλους τους κανόνες που το ίδιο ορίζει στα εθνικά δικαστήρια σχετικά με τη διαφάνεια και τα δικαιώματα δίκαιης δίκης. Πολλές συγκεκριμένες συστάσεις που έγιναν από το ECLJ και υποστηρίζονται από διαπρεπείς νομικούς περιμένουν ακόμη απάντηση. Θα φροντίσουμε να είναι στην ημερήσια διάταξη. Όπως το αναγνώρισε το ΕΔΔΑ: «θα πρέπει να μπορεί κανείς να επιστήσει την προσοχή του κοινού σε πιθανές ελλείψεις στο δικαστικό σύστημα· το δικαστικό σώμα μπορεί να επωφεληθεί από την εποικοδομητική κριτική». (Moice κατά Γαλλίας)