Κανένα χάρισμα και κανένα ταλέντο δεν είναι αρκετό, αν δεν καλλιεργηθεί μέσα από την μελέτη και την δημιουργική απόκτηση γνώσεων. Αυτό είναι συνοπτικά, ένα από τα σημαντικότερα, κατά την αξιολόγηση των ίδιων των ερευνητών, συμπεράσματα της μεγαλύτερης έρευνας για παιδιά – ιδιοφυΐες που έχει γίνει ποτέ στον κόσμο.
Η έρευνα ξεκίνησε το 1971 από τον Αμερικανό ψυχολόγο, Τζούλιαν Στάνλεϊ, του Πανεπιστημίου Johns Hopkins University στην Βαλτιμόρη, των ΗΠΑ, για να καταγράψει σε βάθος 45 ετών την συμπεριφορά και τις επιδόσεις 5.000 χαρισματικών μαθητών. Ωστόσο, η ίδια η λογική της, ενώ προβάλει αγαθές προθέσεις, όπως, π.χ. την βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος ώστε να είναι ικανό να προσαρμόζεται στις ανάγκες κάθε επιπέδου μαθητών, παραπέμπει, τελικά, μέσω των προτάσεών της, σε μια ιδιότυπη εκπαιδευτική «ευγονική», καθιστώντας αμφιλεγόμενα τα συμπεράσματά της. Τουλάχιστον ως προς την σκοπιμότητά τους. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ασκεί μια έμμεση κριτική στους εκπαιδευτικούς που δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στους αδύναμους μαθητές, στην προσπάθειά τους να τους βοηθήσουν να πλησιάσουν ένα μέσο επίπεδο, με τους ερευνητές να το εκλαμβάνουν αυτό ως ένα είδος «εφησυχασμού» ότι οι δυνατοί μαθητές «θα τα βγάλουν πέρα μόνοι τους». Στην πραγματικότητα, όμως, αυτός ο «εφησυχασμός» είναι έκφραση της δομικής αδυναμίας του εκπαιδευικού σύστήματος να προσφέρει σε όλους του μαθητές υψηλού ποιοτικού επιπέδου μόρφωση και να αναπτύξει τα διαφορετικά τους ταλέντα. Και πάνω σε αυτό, ένας δάσκαλος, όσες καλές προθέσεις και να έχει, οι αντικειμενικές του δυνατότητες είναι πεπερασμένες.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν, καταρχήν, ότι ακόμα και τα ιδιοφυή παιδιά χρειάζονται εκπαιδευτικούς για να τους βοηθήσουν να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους. Αυτό το συμπέρασμα είναι περισσότερο πολύπλοκο από όσο φαίνεται, διότι, σύμφωνα με τους ερευνητές, συχνά οι γονείς και οι δάσκαλοι κάνουν το λάθος να στρέφουν την προσοχή και το ενδιαφέρον τους στους μαθητές με χαμηλές επιδόσεις και θεωρούν ότι τα χαρισματικά παιδιά δεν χρειάζονται βοήθεια.
Μια «εξαιρετική ζωή»
Αρχικά εξετάστηκε η νοημοσύνη των παιδιών χρησιμοποιώντας τις εισαγωγικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια και άλλες δοκιμές IQ. Αργότερα άρχισαν να εξετάζουν επιπρόσθετους παράγοντες, όπως οι κολεγιακές επιδόσεις και πιο μετά, η σταδιοδρομία τους. Διαπιστώνοντας, ότι το ευφυέστερο, 1%, 0,1% και 0.01% των ευφυών παιδιών επί του συνόλου των μαθητών των ΗΠΑ, ζει μια «εξαιρετική ζωή».
Αυτό που βρήκαν ήταν, ότι τα πιο ταλαντούχα παιδιά, απέκτησαν διδακτορικά και μεταπτυχιακά διπλώματα, καθώς και διπλώματα ευρεσιτεχνίας σε ποσοστά πολύ πάνω από τα λιγότερο χαρισματικά παιδιά. Τα περισσότερα από αυτά, ανήκουν στο κορυφαίο 5% των υψηλότερων εισοδηματιών. «Είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτοί οι άνθρωποι πραγματικά ελέγχουν την κοινωνία μας», δήλωσε πρόσφατα στο «Nature» ο Jonathan Wai, ψυχολόγος στο πρόγραμμα αναγνώρισης ταλέντων του Πανεπιστημίου Duke.
Τα ιδιοφυή παιδιά δεν γίνονται αντικείμενο προσοχής
Το πρόβλημα είναι, ότι τα ιδιοφυή παιδιά, συχνά λαμβάνουν πολύ λίγη προσοχή από τους δασκάλους τους, οι οποίοι μπορεί να τείνουν να συμπεράνουν, λανθασμένα, ότι οι πιο χαρισματικοί μαθητές τους έχουν ήδη καλύψει τις δυνατότητές τους. Όταν οι ερευνητές εξέτασαν πόση προσοχή έδωσαν οι δάσκαλοι σε αυτά τα προικισμένα παιδιά, διαπίστωσαν, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των τάξεων δαπανούσε δυνάμεις για να βοηθήσουν τους μαθητές με χαμηλή επίδοση να φτάσουν σε έναν μέσο όρο.
Η μελέτη υποδεικνύει, ότι οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αποφεύγουν τη διδασκαλία ενός one-size προγράμματος σπουδών, αλλά να επικεντρώνονται στην δημιουργία εξατομικευμένων μαθημάτων για τα χαρισματικά παιδιά.
«Πηδήξτε τάξη»
Προτείνει, επίσης, για να βοηθήσουν αυτά τα παιδιά να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους, οι δάσκαλοι και οι γονείς θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να μεταφέρουν στο αμέσως επόμενο εκπαιδευτικό επίπεδο.
Όταν οι ερευνητές συγκρίνουν μια ομάδα προικισμένων μαθητών που δεν παρέκαμψαν εκπαιδευτική βαθμίδα, με εκείνους που το έκαναν, προκύπτει, ότι οι πρώτοι είχαν 60% περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσουν διπλώματα ευρεσιτεχνίας και διδακτορικά και περισσότερο από δύο φορές περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσουν διδακτορικό σε επιστημονικούς τομείς, όπως η τεχνολογία, τη μηχανική ή τα μαθηματικά.
Οι πολλαπλές εκφάνσεις της νοημοσύνης
Το να είσαι έξυπνος δεν σημαίνει μόνο να έχεις τη δυνατότητα να απομνημονεύσεις γεγονότα ή να ανακαλέσεις ονόματα και ημερομηνίες, λένε οι ερευνητές. Η έρευνα ανακάλυψε επανειλημμένα, ότι μερικά από τα πιο έξυπνα παιδιά έχουν μεγάλη ικανότητα χωρικής λογικής*.
Αυτά τα παιδιά έχουν ταλέντο στην απεικόνιση συστημάτων, όπως το ανθρώπινο κυκλοφορικό σύστημα ή η «ανατομία» μιας μηχανής. Το 2013, οι έρευνες παρακολούθησης κατέληξαν στην διαπίστωση μιας ισχυρής σχέσης μεταξύ χωρικών δεξιοτήτων και του αριθμού των κατατεθειμένων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και των δημοσιεύσεων.
Οι τυποποιημένες δοκιμές δεν είναι πάντα χάσιμο χρόνου
Μπορεί οι τυποποιημένες δοκιμές – όπως οι εισαγωγικές εξετάσεις – να μην μπορούν να μετρήσουν ό,τι οι καθηγητές και οι γονείς πρέπει να γνωρίζουν για ένα παιδί.
Ωστόσο, τα δεδομένα της έρευνας υποδηλώνουν ότι αυτού του είδους τα τεστ και άλλα τυποποιημένα μέσα διαπίστωσης της ευφυΐας, εμπεριέχουν κάποια προγνωστική δύναμη, ενώ εξακολουθούν να καταγράφουν παράγοντες όπως η κοινωνικοοικονομική κατάσταση και το επίπεδο της πρακτικής άσκησης.
Η Camilla Benbow, μία από τις ερευνήτριες του προγράμματος, είπε, ότι αυτές οι δοκιμές χρησιμοποιήθηκαν για να καταλάβουν καλύτερα σε τι είναι τα παιδιά καλά, ώστε οι εκπαιδευτικοί να μπορούν να επικεντρώσουν την προσοχή τους σε διαφορετικές γνωστικές περιοχές.
Τα πρώιμα σημάδια της γνωστικής ικανότητας
Η ψυχολόγος Carol Dweck διαπίστωσε, ότι οι επιτυχημένοι άνθρωποι τείνουν να διατηρούν αυτό που είναι γνωστό ως «νοοτροπία ανάπτυξης» σε αντίθεση με μια «πάγια νοοτροπία». Θεωρούν τους εαυτούς τους ως ρευστά, υπό συνεχή αλλαγή όντα που μπορούν να προσαρμοστούν και να αναπτυχθούν. Δεν είναι στατικά.
Η έρευνα συμφωνεί με αυτήν την αξιολόγηση, αλλά έχει επίσης διαπιστώσει, ότι τα πρώτα σημάδια της γνωστικής ικανότητας στα παιδιά μπορούν να προβλέψουν πόσο καλά θα τα καταφέρουν αργότερα στη ζωή, αγνοώντας όλη την πρακτική που μπορεί ή δεν μπορεί να έρθει στο μεταξύ. Εξαρτάται από τους γονείς και τους δασκάλους να αναγνωρίζουν τις ικανότητες των παιδιών από νωρίς και να τις καλλιεργούν όσο το δυνατόν περισσότερο.
*Ως χωρική σκέψη ορίζεται η δυνατότητα απεικόνισης και ερμηνείας της θέσης, της απόστασης, της κατεύθυνσης, των σχέσεων, των αλλαγών και μετακινήσεων που σχετίζονται με το χώρο. Η χωρική σκέψη χρησιμοποιεί τις ιδιότητες του χώρου ως μέσο επίλυσης προβλημάτων, εύρεσης απαντήσεων και διατύπωσης λύσεων