Το 30% εκείνων που ταξίδεψαν σε ζώνες συγκρούσεων, στο Ιράκ και τη Συρία, για να συμμετάσχουν σε αντάρτικες τρομοκρατικές ομάδες, όπως το ISIL / Da’esh («Ισλαμικό κράτος»), έχουν επιστρέψει στην Ευρώπη και ουδείς μπορεί να διαβεβαιώσει, ότι υπάρχει αποτελεσματική αντιμετώπιση της «ριζοσπαστικοποίησης» τους, ομολογεί Μελέτη του Ευρωκοινοβουλίου, που δόθηκε σήμερα σε επιλεγμένους παραλήπτες.
Στον απόηχο του νέου τρομοκρατικού χτυπήματος στο Παρίσι, η μελέτη αναφέρει ότι, από τη σύρραξη των Συρίων που ξεκίνησε το 2011, χιλιάδες υπήκοοι της ΕΕ έχουν ταξιδέψει ή έχουν επιχειρήσει να ταξιδέψουν σε ζώνες συγκρούσεων στο Ιράκ και τη Συρία για να συμμετάσχουν σε αντάρτικες τρομοκρατικές ομάδες, όπως το ISIL / Da’esh («Ισλαμικό κράτος»).
«Ομολογεί» ότι, απ’ αυτούς το 30% έχουν ήδη επιστρέψει στις χώρες καταγωγής τους και παρόλο που το ζήτημα των αλλοδαπών μαχητών υπήρξε ψηλά στην πολιτική ατζέντα τόσο σε επίπεδο κρατών μελών όσο και σε επίπεδο ΕΕ για τα τελευταία πέντε χρόνια, δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμής αποτέλεσμα, για το ότι αυτοί οι «μαχητές» μπορούν να εντοπισθούν και να αντιμετωπισθούν, πριν την όποια δράση τους.
Η μελέτη αυτή στοχεύει στην περιγραφή της αντίδρασης της ΕΕ στο ζήτημα της επιστροφής ξένων μαχητών και των οικογενειών τους και εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο έξι κράτη μέλη έχουν ανταποκριθεί στο φαινόμενο αυτό μέχρι σήμερα (Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, Γαλλία, Κάτω Χώρες και Ηνωμένο Βασίλειο).
Σημειώνεται, ωστόσο, ότι τα εν λόγω κράτη μέλη αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά την αντιμετώπιση ξένων μαχητών που συνδυάζουν νομικά, δεοντολογικά και πρακτικά ζητήματα σχετικά με τις υποχρεώσεις και τις ικανότητές τους όσον αφορά το χειρισμό των ξένων μαχητών που βρίσκονται ακόμη στο εξωτερικό και των επαναπατρισθέντων ήδη στο έδαφος της ΕΕ.
Στο μεταξύ, καταλήγει η Μελέτη, τα υφιστάμενα προγράμματα των κρατών μελών που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της ριζοσπαστικοποίησης είναι δύσκολο να αξιολογηθούν, οδηγώντας σε αβεβαιότητες ως προς την αποτελεσματικότητα των σημερινών πρακτικών.