Το 83% των Ευρωπαίων θεωρεί τα fake news ως σημαντική απειλή, όμως ελάχιστοι ξέρουν πως να τα αναγνωρίζουν, αναφέρει η Κομισιόν σε ανακοίνωσή της, προτείνοντας λύσεις για το ζήτημα, βήμα προς βήμα.
Το πρώτο σημαντικό σημείο, σύμφωνα με την Κομισιόν, είναι ο έλεγχος της πηγής της είδησης.
«Το διαδίκτυο δίνει σε όλους μας τη δυνατότητα να εκφραζόμαστε και να μοιραζόμαστε τις ιδέες μας. Υπάρχουν, ωστόσο, άνθρωποι που εκμεταλλεύονται αυτή την ελευθερία για να διασπείρουν παραπληροφόρηση, αναζητώντας κέρδη ή πολιτική επιρροή» τονίζεται συγκεκριμένα στο κείμενο – οδηγό.
«Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες για το ποιος βρίσκεται “πίσω” από την ιστοσελίδα, τότε πιθανώς είστε στα πρόθυρα της εξαπάτησης. […] Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε επεκτάσεις (σ.σ. extensions) στους περιηγητές σας (σ.σ. browsers), όπως το NewsGuard, οι οποίες αξιολογούν την αξιοπιστία των ειδήσεων σε μηχανές αναζήτησης και στα social media» υποστηρίζει η Κομισιόν.
Το δεύτερο σημείο είναι η ίδια η είδηση.
«Οι πραγματικές ειδήσεις συνήθως καλύπτονται από παραπάνω από μια πηγή. Αν κανένα έμπιστο Μέσο Ενημέρωσης δεν αναφέρεται στη συγκεκριμένη ιστορία, τότε πρέπει να είστε προσεκτικοί» σχολιάζει η Κομισιόν.
Η ίδια… συνταγή πρέπει να ακολουθείται και για τις εικόνες. «Η φωτογραφία δείχνει ό,τι λέει; Κάντε μια αντίστροφη αναζήτηση (σ.σ. για παράδειγμα μέσω του Google Images)» προσθέτει.
Το τρίτο σκέλος στο οποίο εφιστά την προσοχή η Κομισιόν είναι η πρόθεση.
«Στο διαδίκτυο “βομβαρδιζόμαστε” πιο εύκολα με συγκεκριμένες πληροφορίες. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, όταν οι πληροφορίες που λαμβάνουμε είναι αυθεντικές. Παρά ταύτα, η στόχευση γίνεται πρόβλημα όταν πραγματοποιείται με σκοπό τη διάχυση ψευδών και μίσους καθώς και την καταστροφή της εμπιστοσύνης μας στη δημοκρατία. Υστερα από πιέσεις που δέχθηκαν, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πλέον είναι πιο διαφανή σε ό,τι αφορά το ποιος μας στοχοποιεί και πως» σημειώνει η Κομισιόν.
Γι’ αυτή την περίπτωση, καλεί τους χρήστες του διαδικτύου να ερευνήσουν αν η εκάστοτε είδηση «σπρώχνεται» από συγκεκριμένα bots και να τσεκάρουν τις ρυθμίσεις απορρήτου σε Twitter, Facebook και Twitter, για να διαπιστώσουν ποιος τους «στοχεύει».