Από την χθεσινή σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στη γείτονα χώρα προέκυψε ότι οι κάλπες για τις πρόωρες εκλογές- που είχε σχεδόν προαναγγείλει ο Ζόραν Ζάεφ- θα στηθούν στις 12 Απριλίου.
Τον Ιανουάριο δηλαδή, ο πρωθυπουργός αναμένεται να παραιτηθεί, για να σχηματιστεί υπηρεσιακή κυβέρνηση με τη συμμετοχή εκπροσώπων και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Η προεκλογική εκστρατεία θα διαρκέσει 100 ημέρες. Αναμενόμενο, μετά και το βέτο που άσκησε η Γαλλία- με τη στήριξη της Δανίας και της Ολλανδίας- για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Αλβανίας και των Σκοπίων. Το βέτο αυτό ήταν που ερμηνεύτηκε ως ένα προσωπικό ναυάγιο, αλλά και ως ένα πολιτικό αδιέξοδο για τον πρωθυπουργό της τελευταίας. Και όχι αδίκως! Ο Ζόραν Ζάεφ αναδύθηκε στην εξουσία, όχι μόνο ως φιλελεύθερος και ευρωπαϊστής πολιτικός, αλλά και ως αυτός που θα κόψει την κορδέλα της ευρωπαϊκής ένταξης. Στην πραγματικότητα δεν φαίνεται να φτάνει ούτε στο τέρμα, έχοντας ξεγυμνωθεί από το πολιτικό του αφήγημα: το ότι η προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ ήταν δεδομένη σε περίπτωση που περνούσε η Συμφωνία των Πρεσπών.
Σε αυτό επένδυσε, προσελκύοντας την πλειονότητα του λαού, στα μάτια του οποίου η ένταξη σε διεθνείς οργανισμούς φάνταζε ως δυνατότητα απόσπασης μεγαλύτερων εγγυήσεων ασφάλειας. Λογικό αν αναλογιστεί κανείς ότι μόλις στην αρχή της προηγούμενης δεκαετίας η χώρα έφτασε πολύ κοντά στον εμφύλιο πόλεμο.
Για αυτό και ο Ζάεφ κατάφερε να υπερβεί την έντονη διελκυστίνδα σε σχέση με τη σύνθετη ονομασία έναντι όλων, να κερδίσει ένα δύσκολο δημοψήφισμα για την αλλαγή του συνταγματικού ονόματος των Σκοπίων και να παρακάμψει τους εθνικιστικούς και εθνοτικούς θύλακες και πολιτικούς αντιπάλους του. Και όλα αυτά, επενδύοντας στο ότι οι Ευρωπαίοι, και ειδικά οι Γερμανοί, επιθυμούν διακαώς τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων, και κυρίως των Σκοπίων. Πράγμα στο οποίο είχε δίκιο. Ούτε το Βερολίνο, όμως, μπόρεσε να αποτρέψει το Παρίσι και τον Εμμανουέλ Μακρόν από το να κλείσει την ευρωπαϊκή πόρτα στα μούτρα των Σκοπίων. Έκτοτε, επικρατεί βαρύ κλίμα. Η σύσκεψη, που πραγματοποιήθηκε υπό τον πρόεδρο των Σκοπίων Στέβο Πενταρόφσκι διήρκεσε σχεδόν τρεις ώρες. Σύμφωνα με πληροφορίες, η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ είχε τηλεφωνήσει νωρίτερα στον Ζάεφ, ζητώντας του να μην παραιτηθεί, ενώ και άλλοι ξένοι ηγέτες κάλεσαν τον πρωθυπουργό της γειτονικής χώρας να συνεχίσει τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Ο Ζάεφ φέρεται να επικοινώνησε επίσης με τους ομολόγους του στη Σουηδία, στη Βουλγαρία, στη Σλοβενία, στη Μάλτα και αλλού καθώς και με τον Ευρωπαίο επίτροπο Γιοχάνες Χαν. Εξέφρασε την έντονη δυσαρέσκεια και την απογοήτευσή του για την αέναη αυτή αναβολή.
Παραδέχτηκε επίσης ότι «αιφνιδιάστηκε». Πρόκειται για υποβάθμιση, αν αναλογιστεί κανείς ότι στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μία…ψυχρολουσία… Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν ότι οι Ευρωπαίοι θα ξεχώριζαν τις περιπτώσεις των Σκοπίων και της Αλβανίας, προωθώντας την πρώτη και παγώνοντας τη δεύτερη. Και αυτό διότι στην περίπτωση της Αλβανίας τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, με την δυσπιστία ως προς τη λειτουργία των θεσμών και την ενδημική διαφθορά να μην έχει καμφθεί. Πράγματι, στα Σκόπια εμφανίζονταν βέβαιοι ότι θα πάψει να υφίσταται η σύνδεση των υποψηφιοτήτων των δύο χωρών, μία τάση της ΕΕ να ξεκινά διαδικασίες παράλληλα όταν πρόκειται για χώρες με ανάλογα χαρακτηριστικά, εν προκειμένω δύο χώρες από τα δυτικά Βαλκάνια.
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, οι κάλπες ήταν και είναι μονόδρομος για τον πρωθυπουργό των Σκοπίων μετά την απόφαση του Μακρόν, ο οποίος έχοντας στο μυαλό του το προσφυγικό και όχι μόνο επιχείρησε να κερδίσει πόντους στο εγχώριό του ακροατήριο.
Οι εσωτερικοί αντίπαλοί του Ζάεφ ήδη, μετά την εμπλοκή, τον κατηγορούν πως έκανε μια σειρά από υποχωρήσεις χωρίς να έχει εγγυήσεις, αλλά μόνο μεγάλο κόστος. Τι συνέπειες, όμως, έχουν οι εξελίξεις αυτές για την Ελλάδα;
Σε περίπτωση που το εθνικιστικό VMRO-DPMNE και ο ηγέτης του Κριστιάν Μικόβσκι κερδίσουν τις εκλογές, είναι πιθανό να έχουμε ανατροπές στη Συμφωνία των Πρεσπών. Αν και δεν μπορεί να ακυρωθεί, μπορεί ωστόσο να τεθεί εν αμφιβόλω. Η Αθήνα παρακολουθεί με προσοχή τις εξελίξεις, όχι, όμως, με πανικό. Δεν επιθυμεί την επιστροφή μίας εθνικιστικής ρητορικής που θα σηματοδοτούσε η νίκη του VMRO. Επιπλέον, ανεπιθύμητα είναι και τα πιθανά προβλήματα εσωτερικής συνοχής της γείτονος χώρα.
Η Αλβανία είναι μία διαφορετική ιστορία. Ούτε ο Έντι Ράμα, ούτε η χώρα ήταν υπερ-αισιόδοξοι για την ένταξή τους. Αυτό, όμως, δεν αποκλείει το γεγονός ότι ίσως η επίσημη εμπλοκή της ένταξης να συμβάλει στην αναβίωση του αλβανικού εθνικισμού και της «Μεγάλης Αλβανίας».