Την έντονη δυσαρέσκεια του Βερολίνου, για την απόφαση της ΕΕ να μην ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια και την Αλβανία, εξέφρασε ο Γερμανός υφυπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Μίχαελ Ροτ.
Σε άρθρο του στη γερμανική Welt, χαρακτηρίζει τεράστιο λάθος αυτή την απόφαση, ενώ προειδοποιεί ότι αν η ΕΕ γυρίσει την πλάτη στα δυτικά Βαλκάνια, τότε θα αφήσει πρόσφορο έδαφος για τη Ρωσία, την Κίνα ή την Τουρκία. Κάτι που επισήμανε με δηλώσεις του στη Financial Times και ο Ζόραν Ζάεφ, κάνοντας λόγο για τρίτες δυνάμεις που θα επιχειρήσουν να καλύψουν το κενό.
«Το να κάνει κανείς τα πάντα για την ειρήνη, τη συμφιλίωση και τη δημοκρατία στα δυτικά Βαλκάνια πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό στόχο. Διότι η περιοχή δεν είναι απλώς η “πίσω αυλή” του ευρωπαϊκού σπιτιού. Είναι η εσωτερική αυλή! Η σταθεροποίηση και σύνδεση της περιοχής με την υπόλοιπη Ευρώπη εξυπηρετεί άμεσα τα ευρωπαϊκά και γερμανικά συμφέροντα (σ.σ. καλά αυτό εννοείται).
Εάν η ΕΕ γυρίσει την πλάτη στα δυτικά Βαλκάνια τότε θα αφήσει το έδαφος σε άλλους πρωταγωνιστές, όπως τη Ρωσία, την Κίνα ή την Τουρκία.
Και, ασφαλώς, βασικό τους μέλημα δεν είναι η ενίσχυση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου», τονίζει στο άρθρο του ο Ροτ, σύμφωνα με την Deutsche Welle.
«Το ότι η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με Αλβανία και Σκόπια απέτυχε πρόσφατα εξαιτίας της αντίστασης μεμονωμένων χωρών είναι μια πικρή εξέλιξη», τονίζει το μέλος της γερμανικής κυβέρνησης, κάνοντας αναφορά στις ενστάσεις που προέβαλαν η Γαλλία, η Ολλανδία και η Δανία.
«Το 2020 θα επανέλθει το θέμα στην ευρωπαϊκή ατζέντα»
«Αλλά θα ήταν λάθος να εγκαταλειφθεί τώρα η όλη προσπάθεια. Την άνοιξη του 2020 το θέμα θα επανέλθει στην ατζέντα των Ευρωπαίων ηγετών.
Και τότε θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποσαφηνίσουμε ότι παραμένουμε προσηλωμένοι στην ενταξιακή προοπτική. Και πως τυχόν νέες καθυστερήσεις θα ήταν ανεύθυνες», αναφέρει στο άρθρο του ο Ροτ και καλεί την Αλβανία και τα Σκόπια να συνεχίσουν τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειές τους.
«Είναι το καλύτερο μήνυμα προς όλους τους σκεπτικιστές. Την ίδια ώρα θα πρέπει και εμείς στην ΕΕ να κάνουμε το καθήκον μας και να δούμε πώς θα αντιμετωπίσουμε τις επιφυλάξεις μεμονωμένων χωρών», καταλήγει ο Γερμανός υφυπουργός Ευρωπαϊκών υποθέσεων.