Η 2η σεζόν της σειράς του Netflix «Dirty John» έχει ως κύριο θέμα ενασχόλησης την υπόθεση της δολοφόνου Μπέτι Μπρόντερικ, η οποία προτίμησε να σκοτώσει τον πρώην σύζυγό της, παρά να χάσει τα παιδιά της και τα πλούτη της.
Ένα Σάββατο του Νοεμβρίου το 1989, η Μπέτι Μπρόντερικ πήγε για ψώνια. Η 41χρονη διαζευγμένη μητέρα τεσσάρων παιδιών, αγόρασε φρέσκο μοσχάρι και ξιφία, ανάμεσα στα πολλά και διάφορα προϊόντα που πήρε, τα οποία κόστιζαν 400 δολάρια – περισσότερα από όσα κέρδιζαν οι περισσότεροι άνθρωποι στην Αμερική σε μια εβδομάδα.
Η Μπέτι μπορούσε να το αντέξει οικονομικά. Ο διακανονισμός με τον πρώην σύζυγό της, Ντάνιελ T. Μπρόντερικ III, δικηγόρο στην πόλη του Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια, της απέφερε σχεδόν 200.000 δολάρια ετησίως.
Αλλά υπήρχε μια πικρή διαφωνία με τον Ντάνιελ για την επιμέλεια των δυο μικρότερων παιδιών τους. Ένας πόλεμος προσβολών και βίαιων εκρήξεων, τόσο ανεξέλεγκτος που ο χωρισμός τους ονομάζεται «το πιο άσχημο διαζύγιο στην ιστορία της Καλιφόρνια».
Αυτά τα ψώνια το Σάββατο 4 Νοεμβρίου 1989, θα σηματοδοτήσουν την τελευταία κανονική ημέρα στη ζωή της Μπέτι Μπρόντερικ.
Η δολοφονία που έγινε σειρά του Netflix
Την επόμενη νύχτα, ανίκανη να κοιμηθεί και κυριευμένη από θυμό και φόβο για την ολοένα και πιο έντονη νομική τους μάχη, πήγε για μια βόλτα στο σπίτι που ο πρώην σύζυγός της μοιραζόταν τώρα με τη νέα του σύζυγο, τη Λίντα, παίρνοντας ένα περίστροφο διαμέτρου 0,38 με πέντε σφαίρες σε αυτό.
Η Μπέτι, είχε ένα κλειδί για το καινούριο του σπίτι. Ισχυρίστηκε ότι είχε βρει ένα μπρελόκ, που πιθανότατα είχε πέσει από μια από τις κόρες της. Μπήκε μέσα και ανέβηκε στις σκάλες. Η κύρια κρεβατοκάμαρα ήταν σκοτεινή, οι κουρτίνες κλειστές, αλλά μπορούσε να ακούσει ανάσες. Σε μια γρήγορη “έκρηξη” θυμού, πυροβόλησε πέντε φορές. «Ήταν τόσο γεμάτο πανικό όλο αυτό», είπε η ίδια. «Δεν ήταν ποτέ κάτι που στόχευα. Έγινε πραγματικά γρήγορα, χωρίς δισταγμό», πρόσθεσε.
Στο σκοτάδι, άκουσε τον πρώην σύζυγό της να πέφτει από το κρεβάτι. «Εντάξει», φώναξε, «Εντάξει, με πέτυχες». Σταματώντας μόνο για να τραβήξει το καλώδιο του τηλεφώνου από τον τοίχο, ώστε να μην μπορούσε να ζητήσει βοήθεια ο πρώην άντρας της, η Μπέτι έφυγε.
Η αστυνομία βρήκε τον Ντάνιελ Μπρόντερικ νεκρό. Είχε χτυπηθεί από μια φορά στο στήθος και οι πνεύμονες του γέμισαν με αίμα, πνίγοντάς τον αργά. Δύο ακόμη σφαίρες, είχαν αστοχήσει. Η μία χτύπησε στον τοίχο και η άλλη στο κομοδίνο.
Η τέταρτη και η πέμπτη βολή, πέτυχαν τη Λίντα. Η μία καρφώθηκε στο στήθος της και η άλλη πέρασε μέσα από το λαιμό της και πέτυχε τον εγκέφαλό της. Πέθανε ακαριαία.
Τώρα, η ιστορία της διαλυμένης οικογένειας, έχει γυριστεί ως σειρά με οκτώ επεισόδια, με πρωταγωνιστές τους Κρίστιαν Σλέιτερ και Αμάντα Πιτ, με τη Ρέιτσελ Κέλερ να υποδύεται τη δεύτερη σύζυγο του Ντάνιελ, Λίντα.
Όπως προαναφέρθηκε, είναι ο δεύτερος κύκλος της πετυχημένης σειράς «Dirty John». Στον πρώτο είχαν πρωταγωνιστήσει ο Ερικ Μπάνα και η Κόνι Μπρίτον, εξιστορώντας την ανατριχιαστική ιστορία ενός άλλου ζευγαριού.
Το «Dirty John, Betty: The Betty Broderick Story», είναι πιο περίπλοκο και υπόσχεται να διχάσει το τηλεοπτικό κοινό, όπως ακριβώς η υπόθεση διαίρεσε τότε την Αμερική για το ποιος ήταν ο πραγματικός κακός σε αυτόν τον κατεστραμμένο γάμο.
Κατά τη στιγμή της δίκης, υπήρχαν δύο στρατόπεδα. Από τη μία πλευρά, εκείνοι που ένιωθαν ότι η Μπέτι ήταν θύμα ενδοοικογενειακής βίας και ότι τα χρόνια της ελεγχόμενης συμπεριφοράς και των απειλών του συζύγου της να της πάρει τα παιδιά της, την οδήγησαν να διαπράξει αυτό το στυγερό έγκλημα πάθους. Από την άλλη, υπήρχαν κι εκείνοι που την θεωρούσαν μία τρελή δολοφόνο που σκότωσε τόσο τον πρώην σύζυγό της όσο και τη νέα του σύζυγο, εν ψυχρώ.
Το έγγραφο που πυροδότησε την οργή της Μπέτι
Μια μέρα πριν από τη βόλτα της για ψώνια, η Μπέτι παρέλαβε ένα νομικόο έγγραφο από τον Ντάνιελ, ο οποίος απαιτούσε να ζήσουν μαζί του, οι δύο γιοι τους, ο Ντάνι, 14 ετών και ο Ρέττ, 11 ετών. Η Μπέτι ένιωθε ότι ο πρώην της είχε ήδη στρέψει τις δύο κόρες τους, την 20χρονη Κιμ και τη 18χρονη Λι, εναντίον της.
Η φήμη του Ντάνιελ ως ένα σκληρού δικηγόρου ήταν γνωστή. Επιθετικός, πανούργος και εξαιρετικά έξυπνος, έβγαζε περισσότερα από ένα εκατομμύριο δολάρια ετησίως, μηνύοντας ιατρικές εταιρείες.
Η Μπέτι, ήξερε ότι δεν μπορούσε να τον νικήσει στο δικαστήριο. Ο πρώην σύζυγός της ήταν αδίστακτος. Μάλιστα μια φορά, μετά από έναν έντονο καβγά, είχε καταφέρει να τη βάλει φυλακή για τρεις ημέρες. Δεν μπορούσε να κερδίσει, αλλά ούτε και άντεχε να χάσει. Το κόστος ήταν πολύ υψηλό. Εφ ‘όσον συμπεριφερόταν ακριβώς όπως ο Ντάνιελ όριζε, της δόθηκε ένα σημαντικό επίδομα 16.000 δολαρίων το μήνα (περίπου 25.750 δολάρια σήμερα).
Αλλά μια από τις προϋποθέσεις ήταν ότι η Μπέτι, δεν έπρεπε να αφήνει υβριστικά τηλεφωνικά μηνύματα για την πρώην ή τη νέα σύζυγό του. Και καθώς αυτός δεν απαντούσε ποτέ όταν καλούσε για να συζητήσουν για τα παιδιά, η Μπέτι δεν μπόρεσε κάποιες φορές να συγκρατήσει τον εαυτό της.
Μετά το τελευταίο ξέσπασμά της, ο Ντάνιελ ζήτησε να τιμωρηθεί για «περιφρόνηση δικαστηρίου» ή για αγνόηση της άμεσης εντολής ενός δικαστή. Θα μπορούσε να χάσει ολόκληρο το επίδομά της ή ακόμη και να επιστρέψει στη φυλακή.
Οι Μπρόντερικς ήταν κάποτε το «χρυσό ζευγάρι» στο Σαν Ντιέγκο
Η κατάστασή της ήταν πολύ δύσκολη, μακριά από τη λαμπερή ζωή που κάποτε είχε. Οι Μπρόντερικς ήταν κάποτε το «χρυσό ζευγάρι» των νομικών κύκλων του Σαν Ντιέγκο.
Είχαν γνωριστεί το 1965 σε ένα πάρτι, όταν εκείνη σπούδαζε αγγλικά σε ένα καθολικό κολέγιο γυναικών στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, και αυτός ήταν φοιτητής ιατρικής με στρογγυλά γυαλιά και φαβορίτες, έχοντας δηλαδή το στυλ του «σπασίκλα».
Φλέρταραν για τέσσερα χρόνια πριν παντρευτούν. Αυτή ήταν 21 κι εκείνος 24, και ήδη ήξεραν τι ήθελαν από τη ζωή – παιδιά και χρήματα. Η Μπέτι έμεινε έγκυος μέσα σε λίγους μήνες και ο Ντάνιελ πήγε να σπουδάσει νομικά, με την πρόθεση να χρησιμοποιήσει τις ιατρικές του γνώσεις για να μηνύσει γιατρούς, νοσοκομεία και φαρμακευτικές εταιρείες για τα λάθη τους.
Καθώς όμως, η επαγγελματική ζωή του Ντάνιελ άνθιζε, η Μπέτι βρέθηκε παγιδευμένη στο σπίτι με μια οικογένεια που μεγάλωνε και χωρίς φίλους στην ηλικία της.
Ο Ντάνιελ με τη δεύτερη σύζυγό του, Λίντα
Ο σύζυγός της την έλεγχε, και η μόνη διέξοδος της ήταν να γράψει απομνημονεύματα, με την ιστορία του γάμου της. Το όνομα του βιβλίου που έγραψε, ήταν το εξής: «What’s a Nice Girl to Do? A story of white- collar domestic violence in America». Δεν δημοσιεύθηκε ποτέ.
Όταν το τέταρτο παιδί τους γεννήθηκε το 1979, ο γάμος τους είχε καταρρεύσει. Η Μπέτι δεν φοβόταν πλέον τον Ντάνιελ και άρχισε να στρέφει τη βία εναντίον του. Η μεγαλύτερη κόρη του, Κιμ, λέει ότι ο πατέρας της συχνά βρίσκονταν κλειδωμένος έξω από το σπίτι. Είχε συνηθίσει πλέον να του ρίχνει πάνω του η Μπέτι, αντικείμενα. Κάποτε, του πέταξε ένα στερεοφωνικό πικάπ στο κεφάλι του.
Κανείς τους δεν ήθελε διαζύγιο
Αλλά κανένας από τους δύο δεν ήθελε διαζύγιο. Και οι δύο ήταν κοντά στα παιδιά τους και το υψηλό εισόδημα του Ντάνιελ εγγυόταν έναν πολυτελή τρόπο ζωής. Είχαν ένα διαμέρισμα στο Κολοράντο, ένα σκάφος και πολλά αυτοκίνητα. Ήταν μέλη των πιο διάσημων συλλόγων στο Σαν Ντιέγκο. Όλα τα παιδιά εκπαιδεύονταν σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία.
Όλα άλλαξαν όταν ο Ντάνιελ έγινε 38 ετών. Φάνηκε να έχει μια κρίση μέσης ηλικίας, ανταλλάσσοντας την Jaguar του με ένα κόκκινο σπορ αυτοκίνητο Corvette, ενώ προσέλαβε μία λαμπερή βοηθό γραφείου.
Η Λίντα Κολκένα ήταν πρώην αεροσυνοδός από το Σολτ Λέικ Σίτι που μετά εκπαιδεύτηκε ως βοηθός δικηγόρου. Η Μπέτι είδε την επίδραση που είχε στον άντρα της, αλλά δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η σχέση τους θα διαρκούσε: «Είμαι πιο όμορφη, εξυπνότερη, πιο αριστοκρατική», έγραψε εκείνη την εποχή.«Είναι μια ανόητη τσούλα με κανένα υπόβαθρο ή ταλέντο. Σίγουρα θα το ξεπεράσει», ανέφερε συγκεκριμένα.
Αλλά ο Ντάνιελ δεν το ξεπέρασε και η οργή της Μπέτι μεγάλωσε. Όταν ανακάλυψε ότι ο σύζυγός της και η προσωπική του βοηθός πέρασαν μαζί τα 39α γενέθλιά του, κάπου μακριά από το γραφείο, άδειασε την ντουλάπα από όλα τα κοστούμια του, δημιουργίες διάσημων σχεδιαστών, και τα έκαψε στην πίσω αυλή.
Ο γάμος τους, άντεξε για ακόμα έναν χρόνο. Η Μπέτι, πίστευε ότι προσπαθούν να τα βρουν. Αργότερα συνειδητοποίησε ότι ο σύζυγός της αγόραζε χρόνο ενώ τακτοποιούσε τα οικονομικά τους, έτσι ώστε όλες οι αποταμιεύσεις τους και το σπίτι τους να είναι υπό τον έλεγχό του.
Αμέσως μετά τα 40ά γενέθλιά του, το 1984, ο Ντάνιελ, υπέβαλε αίτηση διαζυγίου. Η αντίδραση της Μπέτι ήταν εκρηκτική. Μη ζώντας πλέον στο οικογενειακό σπίτι, το διέρρηξε για να το βανδαλίσει επανειλημμένα.
Μια μέρα, ζωγράφισε με σπρέι τις κουρτίνες, τους τοίχους και το τζάκι. Σε μια άλλη περίπτωση, πήρε μια τάρτα με κρέμα από το ψυγείο και την άλειψε σε ολόκληρο το υπνοδωμάτιο. Στη συνέχεια έριξε μπουκάλια κρασί από τα παράθυρα.
Όταν ο Ντάνιελ μετακόμισε σε νέο σπίτι, η Μπέτι κοπάνησε πάνω στην μπροστινή πόρτα του με της Chevrolet της. Στη συνέχεια, τράβηξε ένα μαχαίρι κάτω από το μπροστινό κάθισμα. Ακινητοποιήθηκε και πέρασε τρεις ημέρες σε μια μονάδα ψυχικής υγείας.
Ο Ντάνιελ τα χρησιμοποίησε όλα αυτά εναντίον της. Όταν πραγματοποιήθηκε το διαζύγιο, του δόθηκε η αποκλειστική επιμέλεια και των τεσσάρων παιδιών. Στην Μπέτι δεν επιτρεπόταν να τα δει. Είχε ακόμη το σημαντικό επίδομά της, αλλά ο Ντάνιελ δεν είχε κανένα πρόβλημα να το χρησιμοποιήσει για να την ελέγξει επίσης.
Άρχισε να της επιβάλλει πρόστιμο για κάθε υβριστική λέξη που άφηνε στα τηλεφωνικά μηνύματα – 100 $ για κάθε βρισιά. Αυτό δεν σταμάτησε τη Μπέτι: ένα μήνα, πέτυχε τόσα πρόστιμα που έχασε ολόκληρα τα 16.000 $, συν άλλα 1.300 $.
Η Λίντα και ο Ντάνιελ παντρεύτηκαν το 1989, υπό αυστηρά μέτρα ασφαλείας. Η Λίντα φοβόταν τόσο πολύ την Μπέτι που παρακάλεσε τον άντρα της να φορέσει ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο – πεπεισμένη ότι θα τον πυροβολούσε.
Ο Ντάνιελ την καθησύχαζε. Η πρώην σύζυγος του ήταν ανίκανη για πραγματική βία, είπε. Και ούτως ή άλλως, δεν μπορούσε να τον σκοτώσει – χρειαζόταν τα χρήματά του. Ήταν πεπεισμένος ότι θα την ελέγχει για πάντα. Αμέσως μετά την αυγή της Κυριακής, 5 Νοεμβρίου, ανακάλυψε πόσο λάθος έκανε.
Η Μπέτι δεν αρνήθηκε τις δολοφονίες και με την υπεράσπισή της επικαλέστηκε το «σύνδρομο κακοποιημένης γυναίκας», και χρόνια κακομεταχείρισης κατά τη διάρκεια του γάμου της, που την οδήγησαν στην τρέλα, κάτι που συμμερίστηκαν πολλοί.
Η εισαγγελία την χαρακτήρισε ως μια ανισόρροπη ναρκισσσίστρια, την οποία δεν την πείραζε να δολοφονήσει τον άντρα της, όταν δεχόταν από αυτόν 200.000 δολάρια ετησίως σε διατροφή.
Αυτές οι δύο πολωμένες απόψεις δίνουν τη γοητεία στην υπόθεση και στη νέα σειρά που προβάλλεται από το Netflix.
Οι ένορκοι στην πρώτη δίκη της Μπέτι, ήταν σίγουρα διχασμένοι. Κάποιοι το ονόμασαν δολοφονία, άλλοι ανθρωποκτονία, ενώ ακούστηκε ένας ένορκος να λέει: «Αναρωτιέμαι μόνο τι της πήρε τόσο καιρό».
Η Μπέτι Μπρόντερικ βρέθηκε ένοχη στη δεύτερη δίκη το 1992 και καταδικάστηκε σε φυλάκιση τουλάχιστον 30 ετών. Η Μπέτι εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι δεν σκόπευε ποτέ να γίνει δολοφόνος.
«Όλη μου τη ζωή», λέει, «προσπάθησα τόσο σκληρά για να είμαι καλή κόρη, καλή γυναίκα, καλή γειτόνισσα. Ο σύζυγός μου πήγε με αυτή την bimbo και τα έχασα όλα αυτά».