Πληθαίνουν οι φωνές ακόμα και από τον χώρο των Liberals ότι ο Τ.Μπάιντεν απολαμβάνει την εύνοια των αμερικανικών ΜΜΕ αντίθετα με το Ν.Τραμπ ο οποίος δέχεται μόνο πόλεμο με σαφή σκοπό να προωθηθεί με κάθε τρόπο και μέσον ο υποψήφιος των Δημοκρατικών.
Mάλιστα η Boston Herald αναφέρει χαρακτηριστικά «Media conspiring to carry Joe Biden into the White House», δηλαδή «τα ΜΜΕ συνωμοτούν για να φέρουν τον Τ.Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο».
Η συγκεκριμένη εφημερίδα ΔΕΝ είναι φιλική στον Τραμπ, σεβόμενη όμως την αξιοπιστία προχώρησε σε μια ομολογία: «Ο Τραμπ έχει πει σε ένα πράγμα την αλήθεια, ότι τα ΜΜΕ έχουν μια όχι και τόσο κρυφή liberal ατζέντα».
Φυσικά τίθενται εν αμφιβόλω και οι δημοσκοπήσεις και η εικόνα που παρουσιάζουν.
Όπως ήδη έχει αποκαλύψει το pronews.gr αυτή την στιγμή στις ΗΠΑ βρίσκεται σε εξέλιξη ένα τεράστιο σκάνδαλο «μεγατόνων» που αφορά τις πολύπλευρες και σκοτεινές σε όλα τα επίπεδα δραστηριότητες του γιου του Τ.Μπάιντεν, Χάντερ.
Την προηγούμενη εβδομάδα τα μέσα ενημέρωσης σε κάποιο βαθμό με την υπόθεση του γιου του Χάντερ Μπάιντεν, ο οποίος φέρεται να συνδέεται με μια ουκρανική εταιρεία η οποία κατηγορείται για διαφθορά, αλλά και φέρεται να έχουν εντοπιστεί φωτογραφίες ανήλικων κοριτσιών στο δικό του laptop το οποίο βρίσκεται αυτή την στιγμή, σύμφωνα με αμερικανικές πηγές, στα εργαστήρια του FBI.
Όμως ο Τζο Μπάιντεν ερωτήθηκε σχετικά για πρώτη φορά δυόμιση ημέρες αργότερα και αμέσως απέφυγε την ερώτηση.
Φυσικά δεν τον πίεσαν τα αμερικανικά ΜΜΕ να απαντήσει μάλιστα την επόμενη ημέρα ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για την προεδρία δεν μίλησε στους δημοσιογράφους που ακολουθούν την προεκλογική του εκστρατεία και την Κυριακή τελικά απάντησε σε μία ερώτηση: Την γεύση του μιλκ-σέικ του.
Ποιο «στημένες» ερωτήσεις πεθαίνεις…
“Η ερώτηση της ημέρας για τον Τζο Μπάιντεν”, έγραψε στο Twitter ο Τζόναθαν Μάρτιν, δημοσιογράφος των New York Times: “Αυτή την εβδομάδα κρύβεστε γιατί δεν θέλετε να απαντήσετε σε ερωτήσεις για τα μιλκ-σέικ;”.
Χθες Τρίτη ο Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι αναστέλλει την προεκλογική του εκστρατεία για να προετοιμαστεί για τη δεύτερη και τελευταία τηλεμαχία του με τον Τραμπ, την Πέμπτη.
Εδώ και μήνες η πρόσβαση στην εκστρατεία του Δημοκρατικού υποψήφιου είναι πολύ περιορισμένη: μόνο καμία εικοσαριά εθνικά ή διεθνή μέσα ενημέρωσης μπορούν να την ακολουθούν, επισήμως λόγω της πανδημίας του κορονοϊού.
“Θα ήταν λογικό οι δημοσιογράφοι που καλύπτουν την προεκλογική του εκστρατεία να είναι αγανακτισμένοι που δεν τους δίνουν αρκετές πληροφορίες (…) και που δεν υπάρχει πραγματικά καθημερινή πρόσβαση στον υποψήφιο”, σχολίασε ο Ρίτσαρντ Μπενεντέτο, πρώην ανταποκριτής της εφημερίδας USA Today στον Λευκό Οίκο. Όμως οι διαμαρτυρίες είναι σπάνιες.
Την Πέμπτη η διαφορά στην αντιμετώπιση των δύο υποψηφίων ήταν εμφανής: ο Τραμπ έγινε στόχος επικριτικών ερωτήσεων στη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε στο τηλεοπτικό δίκτυο NBC και στη δημοσιογράφο Σαβάνα Γκάθρι. Αντίθετα η συνέντευξη του Μπάιντεν στο ABC ξεκίνησε με ήπιες ερωτήσεις από το κοινο.
“Οι ερωτήσεις προς τον Μπάιντεν ήταν λιγότερο επίμονες από αυτές που έγιναν στον Τραμπ”, εκτίμησε ο Μπενεντέτο.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου ο ιστότοπος Politico είχε σχολιάσει για μια αντίστοιχη εκπομπή του ABC με καλεσμένο τον Τραμπ ότι οι δημοσιογράφοι χρησιμοποίησαν “εχθρικές ερωτήσεις”, ενώ η εμφάνιση του Μπάιντεν σε εκπομπή του CNN “έμοιαζε με συνάντηση παλιών φίλων”.
“Κατά τη γνώμη μου δεν πρόκειται για ηπιότητα των μέσων ενημέρωσης απέναντι στον Μπάιντεν, αλλά για επιθετικότητα στην κάλυψη του προέδρου Τραμπ”, σημείωσε ο Γκραντ Ρίχερ καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο Syracuse. “Συχνά έχουμε την εντύπωση ότι τα μέσα στηρίζουν” τον Μπάιντεν, πρόσθεσε.
Όντως οι περισσότερες μεγάλες, αμερικανικές εφημερίδες στηρίζουν τον υποψήφιο των Δημοκρατικών. Ο διευθυντής σύνταξης των New York Times Ντιν Μπάκετ παραδέχθηκε ότι η εφημερίδα καλύπτει “πολύ επιθετικά” τον Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο, παρά το γεγονός ότι διαβεβαίωσε ότι προσπαθεί να διατηρήσει ένα είδος “αντικειμενικότητας”.
“Σε κανονικούς καιρούς θα μπορούσαμε να πιέσουμε περισσότερο έναν υποψήφιο, αν ( ο αντίπαλός του) συμπεριφερόταν κανονικά”, όμως στην παρούσα κατάσταση “δεν φαίνεται προσήκον”, εκτίμησε ο Γκάμπριελ Καν καθηγητής δημοσιογραφίας στο πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας.
“Όταν υπάρχει ένας υποψήφιος που χαρακτηρίζει τον ελεύθερο Τύπο εχθρό, αρνείται να απαντήσει σε άμεσες ερωτήσεις και διασπείρει ψεύδη, το να συγκριθεί η κάλυψή του από τα μέσα ενημέρωσης με αυτή του αντιπάλου του είναι εκτός θέματος”, πρόσθεσε.
“Είναι σημαντικό ο Μπάιντεν να μην έχει την εντύπωση πως, αν εκλεγεί πρόεδρος, θα είναι προστατευμένος από τα φώτα του Τύπου”, τόνισε ο Νταν Φρούμκιν συντάκτης στον ιστότοπο Press Watch.
“Η μετά Τραμπ περίοδος θα πρέπει να αφιερωθεί στην αποκατάσταση της υπευθυνότητας και της διαφάνειας”, επεσήμανε. “Και αυτό δεν θα γίνει με έναν υποταγμένο Τύπο”.
Ναι, μόνο που μετά θα είναι αργά. Ο Τύπος θα έχει ουσιαστικά εκλέξει πρόεδρο και με ποια αξιοπιστία θα μπορεί να κρίνει τα πεπραγμένα του Αμερικανού προέδρου, είτε του Τραμπ είτε του Μπάιντεν, στα επόμενα τέσσερα χρόνια;