Ο Πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν εξέφρασε σήμερα Πέμπτη 11 Μαρτίου, την πεποίθηση ότι το περασμένο έτος (2020), ήταν η χειρότερη χρονιά για την παγκόσμια οικονομία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού.
«Το ανέφερα ήδη και θα πω για άλλη μια φορά ότι το τελευταίο έτος ήταν η πιο δύσκολη χρονιά για την παγκόσμια οικονομία από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου» δήλωσε ο Πούτιν σε συνομιλίες για μέτρα για την ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας.
Το παγκόσμιο ΑΕΠ μειώθηκε κατά 3,5% το 2020, υπενθύμισε ο Ρώσος ηγέτης.
«Αυτό συνέβη λόγω αντικειμενικών λόγων, όπως η επιδημιολογική κατάσταση και η ανάγκη θέσπισης περιορισμών, οι οποίοι επηρέασαν το επιχειρείν και τη δυναμική της οικονομίας εν γένει» συνέχισε ο Πούτιν.
Οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την επένδυση στη ρωσική οικονομία μειώνονται
Οι κίνδυνοι που σχετίζονται με επενδύσεις στη ρωσική οικονομία έχουν μειωθεί σημαντικά, δήλωσε επίσης ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν την Πέμπτη.
«Χάρη στη στοχευμένη οικονομική πολιτική μας, καταφέραμε να αποφύγουμε τη μείωση της επενδυτικής δραστηριότητας, οι κίνδυνοι επενδύσεων στη ρωσική οικονομία έχουν μειωθεί σημαντικά. Πρέπει σίγουρα να στοχεύσουμε στο να κάνουμε το επενδυτικό περιβάλλον ακόμη πιο προβλέψιμο και σταθερό» δήλωσε ο Πούτιν στο συνάντηση για μέτρα ενίσχυσης της επενδυτικής δραστηριότητας.
Ε.Ε.: Η ρωσική οικονομία αντιμετωπίζει την κρίση του κορωνοϊού καλύτερα απ’ ό,τι αναμενόταν
Η παγκόσμια οικονομία επηρεάζεται αρνητικά από την πανδημία της νόσου COVID-19, αλλά η Ρωσία αναμένεται να αντιμετωπίσει καλύτερα τις επιπτώσεις της, σύμφωνα με σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Σύμφωνα με την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τονίζεται το εξής:
«Δεδομένης της υποκείμενης υπόθεσης ότι αποφεύγονται περαιτέρω αποκλεισμοί, αναμένεται σχετικά ισχυρή τριμηνιαία ανάπτυξη στα τέλη του 2020 και έως το 2021, καθώς οι τιμές του πετρελαίου και η παραγωγή ανακάμπτουν».
Η ρωσική οικονομία, τον επόμενο χρόνο, αναμένεται να επεκταθεί περισσότερο από ό,τι εθεωρείτο προηγουμένως, δηλαδή κατά 2% αντί 1,6%.