Μετά από 16 συναπτά έτη στο τιμόνι της Γερμανίας η Άνγκελα Μέρκελ ετοιμάζεται να αποχωρήσει από την καγκελαρία αφήνοντας ένα κενό στην πολιτική σκηνή της χώρας.

Η κούρσα για τη διαδοχή της είναι ανοικτή ενόψει της κρίσιμης αναμέτρησης της 26ης Σεπτεμβρίου, που θα σηματοδοτήσει πιθανώς σεισμικές αλλαγές στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, όπως ανοικτή παραμένει και η μορφή που θα έχει η επόμενη κυβερνητική συμμαχία στη Γερμανία.

Οι Σοσιαλδημοκράτες του Όλαφ Σολτς προηγούνται στις δημοσκοπήσεις έναντι των δύο αδελφών κομμάτων της Χριστιανικής Ένωσης με τους Πράσινους να έχουν υποχωρήσει στην τρίτη θέση.

Γιατί αποχωρεί η Μέρκελ;

Η 67χρονη Μέρκελ ανακοίνωσε προ τριετίας, μετά το εκλογικό σοκ για το κόμμα της στο κρατίδιο της Έσσης στη δυτική Γερμανία τον Οκτώβριο του 2018, ότι η τρέχουσα θητεία της θα είναι η τελευταία. Ήταν η πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας που εν ενεργεία καγκελάριος αποφάσισε να μη διεκδικήσει την επανεκλογή του.

Η «αιώνια καγκελάριος» ανέλαβε τα ηνία της Γερμανίας στις 22 Νοεμβρίου του 2005 και βρίσκεται στην εξουσία σχεδόν ίσο διάστημα με τον Χέλμουτ Κόλ που είχε συμπληρώσει 5.869 ημέρες στην καγκελαρία, ενώ έχει ήδη ξεπεράσει τον Κόνραντ Αντενάουερ, τον καγκελάριο (επί 14 χρόνια) που αναβίωσε τη γερμανική οικονομία μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Τι θέλουν οι Γερμανοί ψηφοφόροι

Από τα κυρίαρχα θέματα της προεκλογικής καμπάνιας ήταν η οικονομία και το μέλλον της γερμανικής βιομηχανίας, καθώς οι αυτοκινητοβιομηχανίες της χώρες, που απασχολούν περί τους 800.000 εργαζομένους, αντιμετωπίζουν μια κρίση που επιτάχυνε η μείωση της ζήτησης για μηχανές εσωτερικής καύσης.

Σημαντικό θέμα ήταν και η ψηφιοποίηση – μολονότι η Γερμανία «βρίσκεται πολύ πίσω» στον τομέα αυτό, σύμφωνα με το μέλος της Επιτροπής Γαλλο-Γερμανικών Μελετών του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, Πολ Μορίς – αλλά και η κλιματική αλλαγή, διεικά μετά τις φονικές πλημμύρες που έπληξαν τον περασμένο Ιούλιο περιοχές της δυτικής Γερμανίας προκαλώντας το θάνατο άνω των 180 ανθρώπων – μια καταστροφή που ειδικοί συνέδεσαν με την υπερθέρμανση του πλανήτη. Ωστόσο, η προεκλογική εκστρατεία, σύμφωνα με πολιτικούς παρατηρητές, ήταν πολύ «προσωποκεντρική», καθώς δεν αναλύθηκαν επαρκώς τα προγράμματα των κομμάτων.

Η σημασία των γερμανικών εκλογών για την Ευρώπη

Ως ισχυρότερη οικονομικά χώρα της Ευρώπης η Γερμανία παίζει ρόλο-κλειδί στην ΕΕ. Από την κρίση χρέους στην ευρωζώνη μέχρι τις συγκρούσεις στην ανατολική Ουκρανία και το ακανθώδες ζήτημα του μεταναστευτικού η Μέρκελ έχει αφήσει βαθύ αποτύπωμα στην ευρωπαϊκή πολιτική.

Η εκλογή ενός νέου καγκελάριου στο Βερολίνο θα σηματοδοτήσει μια μεγάλη αλλαγή για την ΕΕ με τα βλέμματα στραμμένα και στις γαλλογερμανικές σχέσεις, πόσω μάλλον που και η Γαλλία ετοιμάζεται για προεδρικές εκλογές την ερχόμενη άνοιξη. Κι οι προσδοκίες, σύμφωνα με τους αναλυτές, είναι όταν σχηματιστεί ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός, να φέρει η Γερμανία νέο αέρα και ώθηση στην ΕΕ.

Tι θα γίνει μετά τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου στη Γερμανία

Η Άνγκελα Μέρκελ μπορεί να κάνει όνειρα για τη σύνταξή της, αλλά το σίγουρο είναι ότι θα παραμείνει ακόμη και μετά την 26η Σεπτεμβρίου στην καγκελαρία μέχρις ότου η Μπούντεσταγκ εκλέξει το νέο ηγέτη της Γερμανίας.

Το κόμμα που θα αναδειχθεί νικητής των εκλογών θα προσπαθήσει να συγκροτήσει συνασπισμό με ένα ή δύο άλλα κόμματα, και θα πρέπει να συντάξουν μαζί έναν οδικό χάρτη με τη μορφή «συμβολαίου συνασπισμού» για την μελλοντική κυβέρνηση της Γερμανίας. Τις άτυπες αρχικές συνομιλίες θα διαδεχθούν επίσημες διαπραγματεύσεις, που δεν αποκλείεται να διαρκέσουν αρκετούς μήνες.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Το 2005 τα δύο κόμματα της παράταξης της Μέρκελ κι οι Σοσιαλδημοκράτες χρειάστηκαν δύο μήνες για να σχηματίσουν τον λεγόμενο μεγάλο συνασπισμό, αλλά μετά τις τελευταίες ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 2017 οι διαπραγματεύσεις κράτησαν μέχρι τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους, καθώς η αποτυχία των αρχικών προσπαθειών των συντηρητικών να κλείσουν συμφωνία με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους τους ανάγκασαν να στραφούν και πάλι στους Σοσιαλδημοκράτες.