Ο δημοσιογράφος και εκδότης Στέφαν Χέμπελ παρακολουθεί την καριέρα της Άνγκελα Μέρκελ από το ξεκίνημά της – το έργο της έχει δεχθεί κατά καιρούς όχι μόνο σε άρθρα του, αλλά και σε βιβλία του σκληρή κριτική. Σε άρθρο του στην Frankfurter Rundschau επιχειρεί μία αναδρομή στους «μύθους» που πλαισιώνουν την καριέρα της, με αναφορές και στην Ελλάδα.
Αναφορικά με τον χαρακτηρισμό της «πεπεισμένης Ευρωπαίας», και θέτοντας το ερώτημα «για ποια Ευρώπη είναι τόσο πεπεισμένη η σημερινή καγκελάριος;» σχολιάζει πως «όπως συμβαίνει συχνά με την Άνγκελα Μέρκελ, υπάρχουν δύο απαντήσεις στο ερώτημα αυτό».
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, η μία προέρχεται από τη συντηρητική πλευρά και υποστηρίζει ότι «αυτή η καγκελάριος έβλαψε, αν δεν θεωρηθεί ότι πρόδωσε, τα γερμανικά συμφέροντα, ενώ τα “προγράμματα βοήθειας” για την Ελλάδα και άλλες χώρες που “δεν έχουν κάνει τα μαθήματά τους” ήταν πεταμένα λεφτά». Η δεύτερη απάντηση θεωρεί πως βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια: «Τα δάνεια, τα οποία κακώς χαρακτηρίστηκαν ως “βοήθεια”, οι αγορές ομολόγων και ο κοινός δανεισμός σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης: Όλα αυτά είναι διορθωτικές κινήσεις που γίνονται εν μέσω απελπισίας. Εξυπηρετούν τη διατήρηση μιας Ένωσης που θυμίζει περισσότερο μια αρένα ανταγωνισμού μεταξύ των εθνικών κρατών παρά μια κοινότητα αλληλεγγύης – και κυρίως προς όφελος της Γερμανίας».
Όπως σημειώνει επιπλέον, «η Γερμανία, με την ισχυρή οικονομία των εξαγωγών και το ισχυρό νόμισμά της, είχε ήδη καλές προοπτικές στο ξεκίνημα του ευρώ. Τώρα έχει γίνει ακόμη ευκολότερο να πουλήσει κανείς το “Made in Germany” σε όλη την Ευρώπη. Χώρες όπως η Ισπανία και η Ελλάδα έχασαν όμως το ισχυρότερο όπλο τους μπροστά σε έναν υπερβολικά μεγάλο αριθμό εισαγωγών: η υποτίμηση των νομισμάτων τους, που έκανε την εισαγωγή αγαθών υψηλής ποιότητας ακόμη πιο ακριβή, διευκόλυνε τις δικές τους εξαγωγές, βελτιώνοντας έτσι το εμπορικό ισοζύγιο. Τώρα αγοράζουν πλέον γερμανικά προϊόντα με ευρώ και συχνά με πίστωση. Η Γερμανία δημιούργησε παράτυπα πλεονάσματα στις εξαγωγές, τα οποία τροφοδοτήθηκαν από τα ελλείμματα άλλων – ενώ στη συνέχεια κατηγόρησε τους άλλους για τα χρέη τους. Σίγουρα υπήρξαν σοβαρά πολιτικά λάθη στην Ελλάδα, όπως και αλλού. Αλλά η διαρθρωτική ανεπάρκεια έγκειται ακριβώς στο σύστημα, από το οποίο για τόσο καιρό επωφελήθηκε η Γερμανία».
Ο Χέμπελ αναφέρεται σκωπτικά όμως και στην πολιτική της καγκελαρίου στο προσφυγικό: «Σήμερα οι κανόνες για τους αιτούντες άσυλο είναι πιο αυστηροί από ποτέ. Σήμερα εξακολουθεί να ισχύει η αρχή ότι οι άνθρωποι που καταφέρνουν να διασχίσουν τη Μεσόγειο, πρέπει να ζουν στις άθλιες ελληνικές προσφυγικές δομές. Σήμερα ο τούρκος αυταρικός ηγέτης Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συγκεντρώνει δισεκατομμύρια για να κρατήσει τους πρόσφυγες μακριά από την ΕΕ. (…) Η Άνγκελα Μέρκελ είπε πει κάποτε μία ωραία πρόταση, που θα μπορούσε να έχει γίνει το σύνθημα αυτού του εγχειρήματος (σ.σ. στο προσφυγικό): «Θα τα καταφέρουμε». Όμως δεν στάθηκε τελικά αντάξια της ίδιας της πρότασής της».
Ανεβαίνουν οι τόνοι προεκλογικά
Η Handelsblatt αναφερόμενη στο τρίτο και τελευταίο ντιμπέιτ πριν ανοίξουν οι κάλπες, παρομοιάζει την Γερμανία με μία βάρκα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα: «Τι εποχές κι εκείνες, όταν η Άγκελα Μέρκελ μπορούσε ακόμα να κάνει πολιτική με το ταμείο γεμάτο. Tempi passati. Επτά χρόνια αργότερα, οι υποψήφιοι καγκελάριοι πρέπει να πουν στον κόσμο την αλήθεια: Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία μοιάζει με βάρκα σε άγριο ωκεανό, που συναντά στη ρότα της δύο τεράστια πλοία. Στο ένα αναγράφεται “ΗΠΑ” με μεγάλα γράμματα και στο άλλο “Κίνα”. Η βάρκα δεν έρχεται όμως μονάχα αντιμέτωπη με τα κύματα που σηκώνονται, αλλά πρέπει να προσέξει και να μην πέσει επάνω στα τεράστια πλοία, που με τις πελώριες προπέλες τους αναταράσσουν ακόμη περισσότερο τη θάλασσα».
Προεκλογικά «θα» και υποσχέσεις
Το τελευταίο ντιμπέιτ των γερμανών υποψήφιων σχολιάζει σε άρθρο της η Süddeutsche Zeitung, θέτοντας το ερώτημα: Τι μπορούν πράγματι να υποσχεθούν οι πολιτικοί προεκλογικά – και πότε θα πρέπει να περιορίζονται σε δηλώσεις προθέσεων; Λαμβάνοντας ως αφορμή τη δήλωση του Όλαφ Σολτς περί αύξησης του κατώτατου μισθού, σχολιάζει:
«Μια από τις προκαταλήψεις σε σχέση με την πολιτική είναι ότι προεκλογικά υπόσχεται κανείς πολλά, τα οποία όμως στην συνέχεια δεν υλοποιεί. Και αυτό ήταν απολύτως και πάντα λάθος, εν μέρει όμως οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι ξεχνούν: Ο προγραμματικός λόγος -γι’ αυτό και συχνά περιλαμβάνει εκφράσεις όπως “θέλουμε”- μπορεί να είναι μόνο μία δήλωση προθέσεων. Και έτσι παραμένει, τουλάχιστον όσο το κόμμα που δηλώνει τις προθέσεις αυτές δεν επιτυγχάνει την απόλυτη πλειοψηφία και κατά συνέπεια πρέπει να συμβιβαστεί και με τις προθέσεις άλλων κομμάτων-εταίρων ενός συνασπισμού. Είναι όπως και όλα τα υπόλοιπα πράγματα στη ζωή: Πρέπει κανείς να υπόσχεται μόνο όσα μπορεί να τηρήσει».