Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εξαπέλυσε σήμερα νέα ομοβροντία εναντίον στελεχών του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, χαρακτηρίζοντάς τους “αξιοθρήνητους” την στιγμή που πλησιάζουν οι κρίσιμες εκλογές για την ανάδειξη δύο γερουσιαστών στην Τζόρτζια, με αφορμή το βέτο για τον αμυντικό προϋπολογισμό.
Από το Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντας ο Αμερικανός πρόεδρος εξέφρασε την ενόχλησή του ενώ φαρμακερές ήταν και οι αναρτήσεις στο Twitter. Ο λόγος της οργής του: η πιθανότητα να παρακάμψει το Κογκρέσο το προεδρικό βέτο που έθεσε στον αμυντικό προϋπολογισμό, για πρώτη φορά αφότου ανέλαβε το αξίωμά του με την συμμαχία Ρεπουμπλικανών.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων τάχθηκε με μεγάλη πλειοψηφία (322-87) χθες Δευτέρα υπέρ της απόρριψης του βέτο που άσκησε ο Τραμπ στο σχέδιο νόμου που προβλέπει αμυντικές δαπάνες ύψους 740,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Κατά του προέδρου στράφηκαν περίπου 100 Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές.
Η Γερουσία, που είχε εγκρίνει με συντριπτική πλειοψηφία τον αμυντικό προϋπολογισμό, ενδέχεται να ακολουθήσει το παράδειγμα της Βουλής. Ο επικεφαλής της πλειοψηφίας Μιτς Μακόνελ ανακοίνωσε ότι η νέα ψηφοφορία θα διεξαχθεί αύριο Τετάρτη.
“Η αδύναμη και κουρασμένη ρεπουμπλικανική ηγεσία θα επιτρέψει να εγκριθεί ο κακός νόμος για την άμυνα”, έγραψε στο Twitter ο Τραμπ. “Η διεύθυνση του Ρεπουμπλικανού Κόμματος επιλέγει τον δρόμο της ελάχιστης αντίστασης. Οι ηγέτες μας (όχι εγώ, ασφαλώς!) είναι αξιοθρήνητοι. Το μόνο πράγμα που ξέρουν να κάνουν είναι να χάνουν”, πρόσθεσε.
Ο πρόεδρος, που παραμένει πολύ δημοφιλής στους Ρεπουμπλικανούς ψηφοφόρους, σε αναρτήσεις του και προς το κόμμα αναφέρθηκε: “Υστερόγραφο. Εξέλεξα πολλούς γερουσιαστές και μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων. Νομίζω ότι το ξέχασαν!”.
Οι δύο Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές Ντέιβιντ Περντιού και η Κέλι Λέφλερ διεκδικούν την επανεκλογή τους στις 5 Ιανουαρίου, στις επαναληπτικές εκλογές που θα γίνουν στη Φλόριντα και θεωρούνται κρίσιμης σημασίας.
Αυτές οι δύο έδρες θα κρίνουν τις ισορροπίες κατά τη διάρκεια της θητείας του Τζο Μπάιντεν. Αν τις κερδίσουν οι Δημοκρατικοί (ο Ράφαελ Γουόρνοκ και ο Τζον Όσοφ), τότε το Δημοκρατικό Κόμμα θα ανακτήσει τον έλεγχο της Γερουσίας δίνοντας στον Μπάιντεν τη δυνατότητα να εφαρμόσει την πολιτική που επιθυμεί χωρίς να χρειάζεται κάθε φορά να διαπραγματεύεται με την αντιπολίτευση.