Η εκπρόσωπος του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα, με αφορμή την 65η επέτειο των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, αναφέρθηκε στην ιστορία της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Επέκρινε τη Βρετανία και εξέφρασε την ετοιμότητα της χώρας της να συμβάλει στη διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών και της διευθέτησης του Κυπριακού στη βάση των σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
«Η Ρωσική Ομοσπονδία όντας υπεύθυνος μέτοχος της διεθνούς κοινότητας και μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ σταθερά και αμετάβλητα καθοδηγείται από τις αρχές, σύμφωνα με τις οποίες ο συμβιβασμός για τη διευθέτηση του Κυπριακού πρέπει να επιτευχθεί, όπως και προβλέπεται στα σχετικά ψηφίσματα του ΣΑ του ΟΗΕ, διαμέσου εθελουσίων συνομιλιών των κυπριακών κοινοτήτων με υποχρεωτικό, προσεκτικό υπολογισμό των βάσιμων ανησυχιών και συμφερόντων τους.
Και φυσικά χωρίς έξωθεν πίεση, χωρίς χρήση αυτής της ατελείωτης ύφανσης χρονικών προθεσμιών, κάποιων εξωτερικών συνταγών», είπε η Ρωσίδα εκπρόσωπος στο πλαίσιο της εβδομαδιαίας ενημέρωσης των συντακτών και ανταποκριτών του ρωσικού και διεθνούς Τύπου, σημειώνοντας ότι «από την πλευρά μας είμαστε έτοιμοι ειλικρινά και κατ’ αρχήν να βοηθήσουμε σε αυτό το έργο».
Θυμίζοντας τις ημερομηνίες σύναψης των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, στις 11 και 19 Φεβρουαρίου 1959, η Μ.Ζαχάροβα χαρακτήρισε «εξαρχής σοβαρά περιορισμένη» την ανεξαρτησία, που έλαβε η Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς «το Λονδίνο, η Αθήνα και η Άγκυρα έλαβαν το καθεστώς του εγγυητή του νέου κράτους και δυνατότητες για επέμβαση στις εσωτερικές του υποθέσεις.
Στο νησί εγκαθίσταντο ελληνικό και τουρκικό στρατιωτικό σώμα, η Βρετανία διατηρούσε δύο περιοχές του νησιού συνολικής έκτασης 99 τετραγωνικών μιλίων, δηλαδή 256 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ως κυρίαρχες βάσεις, μια σειρά από άλλες εγκαταστάσεις και ένα ολόκληρο πακέτο προνομίων της πρώην μητρόπολης».
Κατά τη γνώμη της εκπροσώπου της ρωσικής διπλωματίας, οι εν λόγω συμφωνίες, που τέθηκαν στη βάση του Συντάγματος της Κύπρου, «εμπεριείχαν ήδη από τη γένεσή τους μια επικίνδυνη συγκρουσιακή δυναμική, η οποία με τον πιο δραματικό τρόπο εκδηλώθηκε στις αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των κοινοτήτων το Δεκέμβριο του 1963 και την μετέπειτα περίοδο, το 1974, οδήγησε στην τραγική διαίρεση της νήσου».
«Ο διατηρημένος στη Ζυρίχη και το Λονδίνο αταβισμός της αποικιοκρατικής εποχής δεν έχει ξεπεραστεί ούτε μέχρι την εποχή μας. Επιτρέπει στους Βρετανούς να φέρονται σήμερα επιθετικά στην περιοχή, να αγνοούν το διεθνές δίκαιο, να εφαρμόζουν πολεμική ισχύ χωρίς την έγκριση του Συμφώνου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Όλα αυτά αναμφίβολα υπονομεύουν την περιφερειακή σταθερότητα, υποθάλπουν την ένταση στο νησί και γύρω από αυτό και δεν συμβάλλουν στη διευθέτηση του άκρως παρατεταμένου κυπριακού προβλήματος», δήλωσε η κ. Ζαχάροβα και συμπλήρωσε ότι η Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια όλης της διαδικασίας αποαποικιοποίησης «υποστήριζε τις δίκαιες απαιτήσεις των Κυπρίων για ανεξαρτησία», αλλά και «επανειλημμένως υποδείκνυε ότι η βρετανική Κυβέρνηση επιβάλλοντας ένα σχέδιο επίλυσης του κυπριακού ζητήματος, στην πραγματικότητα επεδίωκε όχι να βοηθήσει, αλλά να εδραιώσει το κράτος της στις νέες ήδη ιστορικές συνθήκες και να σπείρει σπόρους διχόνοιας μεταξύ των κοινοτήτων των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων».