Διάταγμα με το οποίο η Ουάσινγκτον θα μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις εναντίον χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που βοηθούν τη Ρωσία να παρακάμψει τις δυτικές κυρώσεις λόγω της στρατιωτικής επιχείρησής της στην Ουκρανία, θα υπογράψει σήμερα ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, όπως δήλωσε η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν.

Το διάταγμα αυτό, το οποίο εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια των ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν την παράκαμψη των κυρώσεων, δίνει επίσης στην Ουάσινγκτον τη δυνατότητα να απαγορεύει τις εισαγωγές προϊόντων τα οποία παράγονται σε τρίτες χώρες αλλά παρασκευάζονται από ρωσικές πρώτες ύλες, όπως για παράδειγμα τα διαμάντια, εξήγησε η Γέλεν.

«Σήμερα λαμβάνουμε μέτρα για να χρησιμοποιήσουμε νέα και ισχυρά εργαλεία κατά της πολεμικής μηχανής της Ρωσίας», σχολίασε η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών.

«Και δεν θα διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα νέα εργαλεία για να λάβουμε αποφασιστικά και χειρουργικά μέτρα εναντίον χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που διευκολύνουν τη χρηματοδότηση της ρωσικής πολεμικής μηχανής», πρόσθεσε.

Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, περιλαμβανομένης της ΕΕ και της Βρετανίας, έχουν επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία μετά την στρατιωτική επιχείρησή της στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 και έκτοτε δεν έχουν σταματήσει να αυξάνουν την πίεση στη Μόσχα, στοχοθετώντας τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, τον ρωσικό χρηματοοικονομικό τομέα και δεκάδες ολιγάρχες.

Το σημερινό διάταγμα εκδίδεται σε συνεννόηση με τους εταίρους των ΗΠΑ.

Η Ουάσινγκτον έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει τις εταιρείες να μην παρακάμπτουν τις αμερικανικές κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας και έχει στοχοθετήσει εταιρείες στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Τουρκία και αλλού, τις οποίες κατηγόρησε ότι βοήθησαν τη Μόσχα να αποφύγει τις κυρώσεις.

Το νέο διάταγμα, που τίθεται σε ισχύ αμέσως μετά την υπογραφή του από τον Μπάιντεν, θα επιτρέψει στο αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών να αποκτήσει τα εργαλεία για να στοχοθετήσει τα δίκτυα που προσπαθεί να δημιουργήσει η Μόσχα προκειμένου να παρακάμψει τις κυρώσεις.

«Εκτιμούμε ότι (…) τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα θα λάβουν μέτρα για να σταματήσουν αυτές τις συμπεριφορές προτού αναγκαστούμε να χρησιμοποιήσουμε» αυτόν τον νέο μηχανισμό, σχολίασε Αμερικανός υψηλόβαθμος αξιωματούχος ο οποίος μίλησε χθες Πέμπτη με δημοσιογράφους ζητώντας να διατηρήσει την ανωνυμία του.

«Τελικά, οποιαδήποτε τράπεζα στον κόσμο αν έχει να επιλέξει μεταξύ του να συνεχίσει να πουλά μια μικρή ποσότητα προϊόντων στο ρωσικό στρατοβιομηχανικό σύμπλεγμα ή να είναι συνδεδεμένη με το αμερικανικό χρηματοοικονομικό σύστημα, θα επιλέξει να παραμείνει συνδεδεμένη με το αμερικανικό χρηματοοικονομικό σύστημα», εκτίμησε ο ίδιος.

Παράλληλα εξήγησε ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές και αμερικανικές τράπεζες έχουν ήδη σταματήσει να χρηματοδοτούν δραστηριότητες στη Ρωσία, αλλά αποκάλυψε ότι έχουν σχέσεις με χρηματοοικονομικά ιδρύματα άλλων χωρών, τα οποία πιθανόν εξακολουθούν να έχουν δραστηριότητες εκεί.

Η Ουάσινγκτον λοιπόν αναμένει από τις δυτικές τράπεζες να πιέσουν τους συνεργάτες τους σε τρίτες χώρες να διαρρήξουν τις οικονομικές τους σχέσεις με τη Ρωσία.

Άλλος ανώτερος Αμερικανός αξιωματούχος επεσήμανε ότι οι αρχικές κυρώσεις και έλεγχοι στις εξαγωγές που επέβαλαν οι ΗΠΑ στη Ρωσία έχουν αποφέρει καρπούς, με τη ρωσική οικονομία να έχει συρρικνωθεί κατά 5% σε σχέση με τις προβλέψεις πριν το ξέσπασμα του πολέμου.

Ωστόσο σχεδόν δύο χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, η ρωσική οικονομία φαίνεται να αντιστέκεται στο σοκ, παρά τη χιονοστιβάδα κυρώσεων.

Η Μόσχα εξακολουθεί να πουλά υδρογονάνθρακες, κυρίως στην Κίνα και την Ινδία, και, σύμφωνα με ειδικούς, έχει δημιουργήσει αποτελεσματικούς μηχανισμούς για να παρακάμπτει με επιτυχία το πλαφόν που έχει θέσει η Δύση στις πωλήσεις του πετρελαίου της.

Εξάλλου η Ουάσινγκτον εκτιμά πως η Μόσχα έχει ενισχύσει τη στρατιωτική της συνεργασία με το Ιράν, το οποίο της παρέχει drones, αλλά και με τη Βόρεια Κορέα.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Με βάση τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η Ρωσία πρόκειται να καταγράψει ανάπτυξη λίγο πάνω από 2% φέτος και λίγο πάνω από 1% το 2024.