Ο οικονομικός και τεχνολογικός πόλεμος μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ κλιμακώνεται καθώς με εκτελεστικό διάταγμα που υπέγραψε ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν απαγορεύει για λόγους εθνικής ασφάλειας τις αμερικανικές επενδύσεις στους κρίσιμους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, της μικροηλεκτρονικής, των ημιαγωγών και των κβαντικών τεχνολογιών, εμποδίζοντας έτσι την χρήση αμερικανικών κεφαλαίων και τεχνολογίας από το Πεκίνο για τον εκσυχρονισμό των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων.
Η απόφαση έρχεται να κορυφώσει τον τεχνολογικό πόλεμο ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες αμερικανικές οικονομίες, μετά την προηγούμενη απαγόρευση του Μπάιντεν στις εξαγωγές εξελιγμένων αμερικανικών τσιπ ΑΙ στην αγορά της Κίνας.
Το Πεκίνο όμως απάντησε αργότερα με περιορισμούς στις εξαγωγές ορυκτών και συγκεκριμένα των λεγόμενων «σπάνιων γαιών» με κρίσιμο ρόλο στη βιομηχανία ημιαγωγών.
Όπως αναφέρει το Reuters, το διάταγμα εξουσιοδοτεί το υπουργεί Οικονομικών να απαγορεύει ένα «στενό υποσύνολο» των μελλοντικών αμερικανικών επενδύσεων σε κινεζικές τεχνολογίες και να ζητά από τις επιχειρήσεις ενημέρωση για τυχόν άλλες επενδύσεις.
Ωστόσο το νέο μέτρο τέθηκε σε δημόσιο διάλογο και δεν αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή πριν από το 2024.
Αξιωματούχοι της κυβέρνησης τόνισαν ότι η απαγόρευση αφορά μόνο τις επενδύσεις υψηλού κινδύνου και δεν διαχωρίζει τις αλληλοεξαρτώμενες οικονομίες των δύο χωρών.
Το υπουργείο Οικονομίας διευκρίνισε επίσης ότι θα υπάρξουν εξαιρέσεις για περιπτώσεις όπως οι επενδύσεις σε θυγατρικές αμερικανικών ομίλων στην Κίνα.
Οι Ρεπουμπλικανοί πάντως επέκριναν την απαγόρευση ως ελλιπή επειδή μεταξύ άλλων αφορά μόνο τις νέες επενδύσεις και δεν έχει αναδρομική ισχύ.
Με επιστολή του στο Κογκρέσο, ο Μπάιντεν δήλωνε ότι κηρύσσει κατάσταση έκτακτης ανάγκης για την απειλή της κινεζικής προόδου σε «ευαίσθητες τεχνολογίες και προϊόντα με κρίσιμη σημασία για τις δυνατότητες του στρατού, των υπηρεσιών πληροφοριών και των επιχειρήσεων στον κυβερνοχώρο».
Το Πεκίνο κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι υπονομεύουν το παγκόσμιο εμπόριο. Την Τετάρτη η κινεζική κυβέρνηση εξέφρασε την Τετάρτη την «βαθιά ανησυχία του» και προειδοποίησε ότι διατηρεί το δικαίωμα να απαντήσει.