Έντονη είναι η αντιπαράθεση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ για την έκδοση ευρωομολόγου με αφορμή τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας. Η γερμανική DW προσπαθεί να ρίξει φως στους λόγους που η «ισχυρή» της ΕΕ, Γερμανία, αντιτίθεται τόσο σθεναρά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Υψηλοί τόνοι αναμένονται στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ την Πέμπτη, η οποία γίνεται για μία ακόμη φορά μέσω τηλεδιάσκεψης. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες μιλούν για αλληλεγγύη ανάμεσα στα κράτη-μέλη, την οποία ωστόσο δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται όλοι με τον ίδιο τρόπο. Ο παροιμιώδης «ελέφαντας στο δωμάτιο» δεν είναι άλλος από τα περίφημα ευρωομόλογα ή κορωνο-ομόλογα, όπως αποκαλούνται τελευταία.
Στόχος του εγχειρήματος είναι η κοινή ανάληψη χρέους από όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, με κοινή εθύνη για την αποπληρωμή του κεφαλαίου, αλλά και των τόκων και με προοπτική να διαμοιραστούν τα χρήματα, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός. Αυτό σημαίνει ότι οι οικονομικά ισχυρές χώρες θα πλήρωναν υψηλότερο επιτόκιο από αυτό που καταβάλλουν σήμερα, ενώ αντιστοίχως θα μειωνόταν το βάρος των τόκων για τους οικονομικά ασθενέστερους. Εάν όμως ένας από τους οφειλέτες κήρυττε στάση πληρωμών, τα υπόλοιπα κράτη-μέλη θα έπρεπε να επωμισθούν τις υποχρεώσεις του, δηλαδή την αποπληρωμή των δανείων του.
Εννέα οι «πρόθυμοι» για το ευρωομόλογο
Ασφαλώς είναι μία ελκυστική προοπτική για χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία, που έχουν ήδη υψηλό δημόσιο χρέος και θα προτιμούσαν τη χρηματοδότηση μέσω κοινού ομολόγου από μία προσφυγή στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Το ευρωομόλογο στηρίζουν επίσης η Γαλλία και άλλες έξι ευρωπαϊκές χώρες. Την ίδια στιγμή Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία και Γερμανία επιμένουν στην άρνησή τους, γιατί φοβούνται ότι ένα κοινό ομόλογο θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου. Το επιχείρημά τους: οι ενδιαφερόμενες χώρες θα έβλεπαν το ευρωομόλογο ως «λευκή κάρτα», ώστε πάλι να αναβάλουν πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Να μην εξυγιάνουν τον προϋπολογισμό τους, να μην εκσυγχρονίσουν την αγορά εργασίας, τα συστήματα κοινωνικής ασφαλισης, τη φορολογική νομοθεσία τους.
Τα ευρωομόλογα είναι ο «λάθος δρόμος» για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της πανδημίας, επανέλαβε η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ μιλώντας, τη Δευτέρα, στο προεδρείο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU). Στη συνεδρίαση που έγινε μέσω τηλεδιάσκεψης επήλθε συμφωνία, επισημαίνουν οι συμμετέχοντες, ότι μία κοινή ανάληψη κινδύνου θα προκαλούσε έντονες αντιδράσεις στη Γερμανία.
Ενδεικτικό το σχόλιο του Φρίντριχ Μερτς, άλλοτε επικεφαλής της Κ.Ο. του κόμματος, ο οποίος διεκδικεί την προεδρία των Χριστιανοδημοκρατών. Σε μήνυμά του μέσω Twitter ο Μερτς επισημαίνει ότι μέχρι στιγμής η Ιταλία δεν αποδέχεται την οικονομική βοήθεια που διαθέτει η ΕΕ (μέσω του ESM) και προφανώς «αυτό δείχνει ότι η Ιταλία δεν αντιμετωπίζει καμία επείγουσα ανάγκη χρηματοδότησης, αλλά προσπαθεί να πιάσει απάγκιο σε εποχές κορωνοϊού για να εξασφαλίσει άνευ ορίων αναχρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού…»
Ένας για όλους, όλοι για έναν;
Ήδη στην περίοδο της ευρω-κρίσης κάποιοι πρότειναν την έκδοση ευρωομολόγων. Το 2010 η Άνγκελα Μέρκελ, μιλώντας στην Ομοσπονδιακή Βουλή, απαντούσε ότι «κάθε βραχυπρόθεσμη απόφαση για σταθεροποίηση ενός κράτους-μέλους πρέπει να συνάδει με τους μακροπρόθεσμους στόχους για τη σταθερότητα της οικονομικής και νομισματικής ένωσης ως συνόλου». Ήταν η εποχή που Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιρλανδία βρίσκονταν ενώπιον της χρεοκοπίας. Η Μέρκελ έλεγε ότι «ο γερμανικός λαός εγκατέλειψε το μάρκο, έχοντας εμπιστοσύνη σε ένα σταθερό ευρώ και αυτή η εμπιστοσύνη δεν επιτρέπεται να πληγεί σε καμία περίπτωση». Γι αυτό, συμπλήρωνε, «καλός Ευρωπαίος δεν είναι εκείνος που παρέχει γρήγορη βοήθεια, αλλά εκείνος που τηρεί τις ευρωπαϊκές συνθήκες και το εκάστοτε εθνικό δίκαιο, διασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη σταθερότητα στην ευρωζώνη».
Πράγματι, το άρθρο 125 της Συνθήκης αναφέρει ότι κάθε κράτος-μέλος αναλαμβάνει την ευθύνη για το χρέος του. Από το 1993 η Γερμανία είχε ξεκαθαρίσει ότι η συγκεκριμένη ρήτρα («no-bail-out») αποτελεί προϋπόθεση για τη συμμετοχή της στο ευρώ. Ο τότε υπουργός Οικονομικών Τέο Βάιγκελ ξεκαθάριζε ότι «δεν αναλαμβάνουμε χρέη άλλων χωρών, δεν θα γίνουμε κοινότητα χρέους». Τον Ιούνιο του 2012 η Άνγκελα Μέρκελ δήλωνε ότι «εργαλεία όπως τα ευρωομόλογα, τα euro-bills ή το Ταμείο Κοινής Ευθύνης όχι μόνο αντίκεινται στο γερμανικό Σύνταγμα, αλλά θεωρώ ότι και από οικονομικής απόψεως είναι λανθασμένα και αντιπαραγωγικά».
Αντ’ αυτού η Μέρκελ πρότεινε να καθιερωθεί το δίκαίωμα άμεσης πρόσβασης (Durchgriffsrecht) στον οικονομικό έλεγχο χωρών που παραβιάζουν τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ωστόσο ποτέ δεν στήριξε την πρόταση να θεσπιστεί το αξίωμα ενός Υπουργού Οικονομικών της ΕΕ, εκτιμώντας πως μία τέτοια απόφαση θα κατέλυε την εθνική κυριαρχία σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής.
Τι πιστεύουν οι ίδιοι οι πολίτες;
Σε εποχές πανδημίας οι ίδιοι οι Γερμανοί φαίνονται πάντως πιο δεκτικοί στην ιδέα των ευρωομολόγων απ΄ότι στην περίοδο της ευρω-κρίσης. Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις περίπου το 40% των Γερμανών στηρίζει τη σχετική πρόταση. Εξίσου μεγάλο, γύρω στο 40%, είναι το ποσοστό εκείνων που την απορρίπτουν, ενώ ένας στους πέντε παραμένει αναποφάσιστος.
Την ίδια στιγμή στην Ιταλία επικρατούν έντονες αντιδράσεις για την άρνηση του Βερολίνου να συναινέσει στην έκδοση ευρωομολόγων. Σύμφωνα με πρόσφατη σφυγμομέτρηση το 52% των Ιταλών θεωρεί «πιο φιλική χώρα» την Κίνα, ενώ το 45% αναφέρει ως «πιο εχθρική χώρα» τη Γερμανία.
Η συζήτηση περί ευρωομολόγων ανακαλεί μνήμες του 2013, όταν η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) καθιερωνόταν ως το νέο δεξιό-φιλελεύθερο, αλλά και ευρω-σκεπτικιστικό κόμμα της Γερμανίας. Στα επόμενα χρόνια, με αφορμή την προσφυγική κρίση, η AfD εξελίχθηκε σε ακροδεξιό κόμμα, διατηρώντας τον αντιευρωπαϊκό της προσανατολισμό. Η συναίνεση του Βερολίνου στα ευρωομόλογα θα ήταν βούτυρο στο ψωμί της AfD, προσφέροντας την ευκαιρία για μία καμπάνια αντίστοιχη με εκείνη που είχε οδηγήσει στην έξοδο της Μ.Βρετανίας από την «ΕΕ των 28». Επιπλέον, επισημαίνουν οι αντίπαλοι του εγχειρήματος, η έκδοση ευρωομολόγου θα είχε υψηλό αντίτιμο για τους Γερμανούς φορολογούμενους ακόμη κι αν δεν υπήρχε κοινή ανάληψη οικονομικού κινδύνου. Και αυτό γιατί τα όποια νέα χρέη θα έπρεπε να προστεθούν στις ήδη υπάρχουσες υποχρεώσεις της Γερμανίας, που μόνο για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ξεπερνούν πλέον το ένα τρισεκατομμύριο ευρώ, ανεβάζοντας κατ΄αντιστοιχία τους τόκους αποπληρωμής. Μία άνοδος του επιτοκίου κατά 1% συνεπάγεται πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση δισεκατομμυρίων.
«Ομόλογα ανοικοδόμησης» ο συμβιβασμός;
Απομένει λοιπόν να δούμε που θα καταλήξει, αν καταλήξει ήδη την Πέμπτη, η κρίσιμη σύνοδος κορυφής μέσω τηλεδιάσκεψης. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι τελικά οι Γερμανοί θα υποχωρήσουν, τουλάχιστον εν μέρει, δίνοντας τη συγκατάθεσή τους για ένα ομολογιακό δάνειο ειδικού σκοπού και περιορισμένης χρονικής διάρκειας, το οποίο θα φέρει την ονομασία «ομόλογο ανοικοδόμησης». Είναι μία ιδέα, την οποία στηρίζουν και επιφανείς Γερμανοί οικονομολόγοι.