Ο αρχηγός των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων Κάρστεν Μπρόιερ δήλωσε σήμερα πως η Γερμανία χρειάζεται επειγόντως μία αντιπυραυλική ασπίδα για να αντιμετωπίσει στο μέλλον τους ρωσικούς πυραύλους.
«Έχουμε πέντε με οκτώ χρόνια. Μέσα σ’ αυτή την περίοδο πρέπει να εγκαταστήσουμε ένα σύστημα πυραυλικής άμυνας. Δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή», δήλωσε σήμερα ο στρατηγός Μπρόιερ στις εφημερίδες του ομίλου μέσων ενημέρωσης Funke Mediengruppe.
«Πιστεύουμε πως η Ρωσία θα είναι ικανή να διεξαγάγει πόλεμο εναντίον κρατών του ΝΑΤΟ μέσα σ’ ένα χρονικό διάστημα πέντε έως οκτώ ετών. Μέχρι τότε, εμείς στη Γερμανία πρέπει επίσης να είμαστε σε θέση να αποκρούσουμε μια τέτοια επίθεση», τόνισε.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν δεν κρύβει τις προθέσεις του έναντι της Δύσης, όπως δήλωσε ο στρατηγός Μπρόιερ, προσθέτοντας ωστόσο πως «μια επίθεση σε δυτική χώρα είναι αυτή τη στιγμή το χειρότερο από τα σενάρια. Εντούτοις θα μπορούσε να συμβεί σε όλο το φάσμα – από κυβερνοεπιθέσεις μέχρι μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους».
Ο ίδιος απέρριψε δηλώσεις στη Γερμανία αξιωματούχων που ζητούν να επιτραπεί να παγώσει η σύγκρουση στην Ουκρανία.
«Το πάγωμα ενός πολέμου προϋποθέτει να γίνει αυτό αποδεκτό και από τις δύο πλευρές. Δεν υπάρχει παγωμένη σύγκρουση στον κόσμο που να μην έχει αναζωπυρωθεί», δήλωσε ο Μπρόιερ.
«Η τρέχουσα στρατιωτική κατάσταση στην Ουκρανία κάνει το πάγωμα του πολέμου να φαίνεται ούτε δυνατό ούτε επιθυμητό».
Υπενθυμίζεται ότι η γερμανική κυβέρνηση έχει δημιουργήσει ένα ειδικό ταμείο ύψους 100 δισ. ευρώ για την αναβάθμιση της Bundeswehr, των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.
Σύμφωνα με τον στρατηγό Μπρόιερ, έχει πλέον διατεθεί το 80% των κεφαλαίων και η διάθεσή τους θα ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος της χρονιάς, αλλά με ενδεχόμενες καθυστερήσεις στις προμήθειες.
«Το μεγαλύτερο μέρος του υλικού έχει παραγγελθεί, όμως δεν έχει φθάσει ακόμα στα στρατεύματα στην έκταση που θα ήθελα», δήλωσε ο Μπρόιερ, ο οποίος θεωρεί πως αυτά τα 100 δισ. ευρώ αποτελούν «αρχική χρηματοδότηση» τονίζοντας ότι «πρέπει να σταθεροποιήσουμε την αμυντική δαπάνη. Ο αμυντικός προϋόλογισμός πρέπει να παραμείνει μακροπρόθεσμα στο 2% της οικονομικής παραγωγής».