H Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δια της Eυρωπαϊκής Επιτροπής και απαντώντας στην απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ ότι δεν έδωσε επαρκώς ευρεία πρόσβαση στο κοινό στις συμβάσεις αγοράς εμβολίων κατά της Covid-19, ουσιαστικά παραδέχθηκε ότι υπέγραψε τις αδιαφανείς συμβάσεις και το αιτιολογεί για λόγους ταχύτητας!
Μάλιστα τονίζει με ανακοίνωσή της ότι… «γενικά» παρέχει την ευρύτερη δυνατή πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα, σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας αλλά στην πραγματικότητα τα ουσιώδη δεν τα γνώριζε κανείς.
Στις περιπτώσεις που εξετάζει το Δικαστήριο της ΕΕ, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι «χρειαζόταν να βρει μια δύσκολη ισορροπία» μεταξύ του δικαιώματος του κοινού, συμπεριλαμβανομένων των βουλευτών, στην πληροφόρηση και των νομικών απαιτήσεων που απορρέουν από τις ίδιες τις συμβάσεις COVID-19, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αξιώσεις χρηματικής αποζημίωσης σε βάρος των φορολογουμένων (σ.σ. εφόσον η Κομισιόν ήταν το ένα μέρος της υπογραφής γιατί δέχθηκε τέτοιες ρήτρες; Τα χρήματα είναι των φορολογουμένων).
Σημειώνει, δε, ότι σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την ανάγκη προστασίας των επιχειρηματικών συμφερόντων ενός συμβατικού εταίρου και με αυτή την φράση αρκετοί αναρωτιούνται αν θέλει να καθοδηγήσει το δικαστήριο.
Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι είχε παράσχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (βάσει της Συμφωνίας Πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων) πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τις συμβάσεις εμβολίων κατά της COVID-19.
Σύμφωνα με τον θεσμικό της ρόλο, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι είναι υπεύθυνη να διασφαλίζει την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων και έχει επίσης καθήκον να προστατεύει το απόρρητο και τα προσωπικά δεδομένα των ενδιαφερομένων ατόμων.
Σε αυτό το στάδιο, η Επιτροπή επιφυλάσσεται των νομικών επιλογών της.
Το Ευρωδικαστήριο θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν έδωσε επαρκή πρόσβαση στις συμβάσεις αγοράς και θεωρεί ότι η απόφαση του εκτελεστικού οργάνου να δημοσιεύσει μόνο επεξεργασμένες εκδόσεις των συμβάσεων περιέχει παρατυπίες.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η Επιτροπή «δεν απέδειξε ότι η ευρύτερη πρόσβαση στις εν λόγω ρήτρες θα υπονόμευε πράγματι τα εμπορικά συμφέροντα των εν λόγω επιχειρήσεων».