Ομάδα έξι Γερμανών κοινοβουλευτικών με επικεφαλής τον Πέτερ Χάιτ των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) έφτασε σήμερα στην Ταϊβάν, ξεκινώντας τη δεύτερη επίσκεψη μελών της Μπούντεσταγκ στη νήσο, με φόντο την κλιμάκωση των εντάσεων.
Ο Χάιτ σημείωσε πως το ταξίδι εγγράφεται στη δέσμευση της γερμανικής κυβέρνησης συνασπισμού να «υποστηρίξει τις δημοκρατικές χώρες», προσθέτοντας πως γι’ αυτόν είναι μείζων ανησυχία ότι η Κίνα επιμένει να «θέλει να προσαρτήσει την Ταϊβάν, διά της βίας αν χρειαστεί», σύμφωνα με γραπτή δήλωσή του που έλαβε το Γερμανικό Πρακτορείο.
«Οι απειλητικές χειρονομίες της Κίνας δεν πρέπει να μας εμποδίζει να επισκεπτόμαστε και να υποστηρίζουμε ως κράτος την Ταϊβάν, η οποία μοιράζεται τις αξίες μας, τη δημοκρατία και την ελευθερία», πρόσθεσε ο πολιτικός του FDP.
Τους βουλευτές υποδέχτηκε υφυπουργός Εξωτερικών της Ταϊβάν, ο Μινγκ-Γεν Τσάι, στο διεθνές αεροδρόμιο Ταογιουάν. Η ένταση στο στενό της Ταϊβάν των 23 εκατομμυρίων κατοίκων έχει ανέβει πολύ τους τελευταίους μήνες, με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν να δηλώνει επανειλημμένα φέτος ότι η Ουάσινγκτον θα υπερασπιστεί στρατιωτικά τη νήσο σε περίπτωση κινεζικής εισβολής, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το δόγμα της «στρατηγικής αμφισημίας» της Ουάσινγκτον για το ζήτημα, παρότι η κυβέρνησή του διαβεβαιώνει πως η προσέγγιση δεν έχει αλλάξει.
Η Κίνα θεωρεί την Ταϊβάν αποσκιρτήσασα επαρχία της, προορισμένη να επανενωθεί στο μέλλον με την ηπειρωτική χώρα, ακόμα κι αν χρειαστεί να ασκηθεί βία, μολονότι η νήσος των 23 εκατ. κατοίκων έχει δική της κυβέρνηση από το τέλος του κινεζικού εμφυλίου πολέμου το 1949.
Τον Σεπτέμβριο, η ένταση έφασε στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών: το Πεκίνο προχώρησε σε στρατιωτικά γυμνάσια ευρείας κλίμακας γύρω από την Ταϊβάν, κάνοντας επίδειξη δύναμης άνευ προηγουμένου εν είδει αντιποίνων για την επίσκεψη που έκανε στην Ταϊπέι η απερχόμενη πρόεδρος της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, η Νάνσι Πελόσι.