Η απόφαση το Τζο Μπάιντεν για απόσυρση από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου αλλάζει πολλά πράγματα στο αμερικανικό πολιτικό σκηνικό αν και κανείς δεν ξέρει πραγματικά αν θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα ως προς την πολιτική υπεροχή του Ν.Τραμπ.
Δύο πράγματα ενδιαφέρουν τον πλανήτη και αυτά είναι αν η Καμάλα Χάρις θα είναι τελικά η προεδρική υποψήφια των Δημοκρατικών και πώς θα επιλεγεί (όχι εκλεγεί) ο υποψήφιος αυτός.
Διεξήχθησαν πολλές δημοσκοπήσεις κατά τον μήνα του Ιουλίου που να καταμετρούν την διαφορά μεταξύ Τραμπ και Χάρις και σε όλες προηγούνταν ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος αλλά τότε το ερώτημα ήταν υποθετικό (και ακόμα είναι γιατί επισήμως δεν υπάρχει προεδρικός υποψήφιος για το Δημοκρατικό κόμμα).
Ποιος θα είναι ο υποψήφιος των Δημοκρατικών; Πολλοί είναι εκείνοι, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Τζο Μπάιντεν που στηρίζουν την αντιπρόεδρο Καμάλα Χάρις.
Ο ίδιος ο Μπάιντεν χαρακτήρισε την απόφασή του να την κάνει αντιπρόεδρο πριν από τέσσερα χρόνια την καλύτερη απόφαση που πήρε.
Η πραγματικότητα ο μόνος λόγος για τον οποίο η υποψηφιότητα της θα ήταν η καλύτερη δυνατή για τους Δημοκρατικούς, είναι γιατί η συγκεκριμένη υποτίθεται ότι διαθέτει μία κυβερνητική εμπειρία τεσσάρων ετών.
Δεδομένου ότι το συνέδριο των Δημοκρατικών πλησιάζει δεν θέλουν να συνεχιστεί η αβεβαιότητα την οποία τροφοδότησε ο ίδιος ο Μπάιντεν με την απόφασή του να καθυστερήσει την αποχώρησή του μετά το καταστροφικό ντιμπέιτ με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ένας ακόμα λόγος για τον οποίο θα ήθελα να επιλέξουν την Καμάλα Χάρις, ως υποψήφια πρόεδρο των ΗΠΑ είναι γιατί η συγκεκριμένη είναι Αφροαμερικανή.
Συνδυάζει δηλαδή το γεγονός ότι είναι και μαύρη και γυναίκα κάτι το οποίο μπορεί να έχει αντίκτυπο σε συγκεκριμένα εκλογικά κοινά.
Επίσης, η επιλογή της σημαίνει ότι θα έχει πρόσβαση στα ποσά που έχουν συγκεντρωθεί για την προεκλογική εκστρατεία των Δημοκρατικών.
Παρόλα αυτά τα ποσοστά δημοτικότητάς της είναι χαμηλά ενώ απέναντι στον Τραμπ οι μετρήσεις δείχνουν ότι ευνοούν τον πρώην πρόεδρο.
Η πορεία της ως αντιπρόεδρος δεν έχει αφήσει κανένα αξιομνημόνευτο στίγμα ενώ η προσπάθειά της να είναι υποψήφια των Δημοκρατικών για το προεδρικό χρίσμα το 2020 ήταν αποτυχημένη.
Το τελευταίο σημαίνει πολλά γιατί δείχνει πως δεν εκλέχθηκε από τους ψηφοφόρους του κόμματος και εάν τώρα επιλεγεί για τη θέση του υποψηφίου για τις προεδρικές εκλογές, θα φανεί ως παράκαμψη της βούλησής τους.
Το συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο, θυμίζει πάρα πολύ το συνέδριο του 1968 το οποίο πραγματοποιήθηκε συμπτωματικά επίσης στο Σικάγο.
Μάλιστα ο τότε πρόεδρος Λίντον Τζόνσον αποφάσισε να μην διεκδικήσει την επανεκλογή του λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, όπως ακριβώς γίνεται και τώρα στην περίπτωση του Τζο Μπάιντεν.
Η δολοφονία του Ρόμπερτ Φ. Κένεντι άφησε τον Χιούμπερτ Χάμφρεϊ, αντιπρόεδρο του Τζόνσον, ως κύριο αντίπαλο απέναντι στον Γιουτζίν Μακάρθι, τον υποψήφιο κατά του πολέμου του Βιετνάμ.
Τελικά, ο Χάμφρεϊ κέρδισε το χρίσμα, παρόλο που δεν είχε εμφανιστεί ποτέ σε ψηφοδέλτιο προκριματικών εκλογών της πολιτείας, αλλά στις γενικές εκλογές έχασε από τον Ρίτσαρντ Νίξον.
Στην πρώτη ψηφοφορία, ο νικητής υποψήφιος θα πρέπει να εξασφαλίσει τις ψήφους της πλειοψηφίας των περίπου 4.000 δεσμευμένων αντιπροσώπων των Δημοκρατικών.
Εάν κανένας υποψήφιος δεν κέρδιζε την πλειοψηφία στην πρώτη ψηφοφορία, οι Δημοκρατικοί θα συνέχιζαν σε μια δεύτερη ψηφοφορία, στην οποία θα είχαν την ευκαιρία να ψηφίσουν οι λεγόμενοι «υπερκλητοί».
Οι υπερεκλέκτορες είναι ως επί το πλείστον υψηλόβαθμα στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος και θα πάνε στο συνέδριο χωρίς να είναι δεσμευμένοι σε κανέναν υποψήφιο.
Με τους περίπου 700 υπερεκλέκτορες να προστίθενται στη δεξαμενή ψήφων, ο νικητής υποψήφιος θα πρέπει να εξασφαλίσει περίπου 2.300 αντιπροσώπους για να κατακτήσει το χρίσμα.
Όλα θα κριθούν από το αν θα εμφανιστούν άλλοι υποψήφιοι που θα διεκδικήσουν το χρίσμα.
Ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικανοί, όπως φάνηκε στο πρόσφατο συνέδριο, στήριξαν την εκστρατεία τους στον αδύναμος πρόεδρο Τζο Μπάιντεν.
Τώρα όμως ο υποψήφιος των Δημοκρατικών θα είναι κάποιος πολύ νεότερος από τον πρόεδρο των ΗΠΑ αλλά και από το Ν.Τραμπ.
Αν η Χάρις είναι υποψήφια οι Ρεπουμπλικάνοι θα προσπαθήσουν να τη συνδέσουν με τις αποτυχίες της σημερινής κυβέρνησης.
Εδώ και μήνες την αποκαλούν «τσάρο των συνόρων».
Ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι ο υποψήφιος, οι Ρεπουμπλικάνοι είναι βέβαιο ότι θα κατηγορήσουν τους Δημοκρατικούς ότι κάλυψαν τις νοητικές αδυναμίες του Μπάιντεν και ότι έθεσαν τις ΗΠΑ σε κίνδυνο κάτι το οποίο είναι πέρα για πέρα αλήθεια και στην πραγματικότητα, έθεσαν σε κίνδυνο ολόκληρο τον πλανήτη.