Όταν ακούμε το ερώτημα για το ποιος είναι ο πλουσιότερος μονάρχης στον κόσμο, το μυαλό μας πάει κατευθείαν σε κάποιο εμιράτο της Αραβίας. Όμως ο μονάρχης με την περισσότερη περιουσία στον κόσμο είναι ο Μάχα Βαγιραλονγκόρν, βασιλιάς της Ταϊλάνδης.
Η προσωπική περιουσία του Ταϊλανδού βασιλιά δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί με ακρίβεια.
Στην κυριολεξία, ο Ράμα Ι’ δεν ξέρει τι έχει.
Για καθαρά «στατιστικούς» λόγους η αποτίμηση της περιουσίας του υπολογίστηκε το 2022 στα 43 δις δολάρια.
Πολύ περισσότερα από τον σουλτάνο Χασανάλ Μπολκία του Μπρουνέι, τον βασιλιά Σαλμάν της Σαουδικής Αραβίας, τον βασιλιά Μοχάμεντ ΣΤ’ του Μαρόκου και τον πρίγκιπα Χανς-Άνταμ του Λιχτενστάιν, που συμπληρώνουν την πρώτη πεντάδα.
Μόνο αυθαίρετοι δεν είναι αυτοί οι υπολογισμοί.
Με τις μοναρχικές περιουσίες ανά την υφήλιο (όπως και με τις ιδιωτικές) ασχολούνται πολύ αξιόπιστα brands των διεθνών ΜΜΕ παγκοσμίως, όπως το Forbes, το Business Insider και το CEOWorld.
Οι λίστες που παρουσιάζουν έχουν διαφορές και στην κατάταξη και στα ποσά, όμως συμφωνούν ότι ο Ράμα Ι’ είναι όντως ο πλουσιότερος.
Μια πρόσθετη δυσκολία, όταν αποπειράται κάποιος να αποτιμήσει μοναρχική περιουσία, είναι να διαχωρίσει το προσωπικό από το «βασιλικό».
Αναμφισβήτητα, ο πλούτος που έχουν συγκεντρώσει οι βασιλικές οικογένειες ανά τον πλανήτη είναι πολλαπλάσιος αυτού που παρουσιάζουν οι λίστες.
Στην περίπτωση αυτή, όμως, αναφερόμαστε σε προσωπική περιουσία.
Σε λεφτά που ελέγχει συγκεκριμένο πρόσωπο, όχι κάποιος θεσμός, όπως π.χ. το βρετανικό στέμμα.
Ούτε λογαριασμούς που είναι μεν βασιλικοί αλλά και «κρατικοί», με περιορισμούς μάλιστα όταν οι κινήσεις ξεπερνούν ένα συγκεκριμένο (πολύ υψηλό) όριο να χρειάζεται κυβερνητική απόφαση για να εγκριθεί η συναλλαγή.
Στην Ταϊλάνδη, αυτά έχουν λυθεί εδώ και σχεδόν έναν αιώνα -γι’ αυτό και είναι πιο εύκολος ο διαχωρισμός.
Έχει δε τις ρίζες του στις αρχές του 19ου αιώνα, σ’ έναν μονάρχη που αποδείχτηκε ότι έβλεπε πολύ μπροστά από την εποχή του.
Το Γραφείο που διαχειρίζεται 60 δις δολάρια
Από το 1937, λοιπόν, όταν βασίλευε ο Πρατζαντιπόκ, ο παππούς του σημερινού μονάρχη, δημιουργήθηκε το «Γραφείο Βασιλικής Περιουσίας».
Μία κανονική εταιρεία, με διοικητικό συμβούλιο, μάνατζερς, συμβούλους και οικονομικούς απολογισμούς.
Ο σκοπός αυτής της εταιρείας ήταν να διαχειριστεί την τεράστια (κυρίως κτηματική τότε) περιουσία του βασιλιά της Ταϊλάνδης.
Το διοικητικό συμβούλιο αποτελείται ακόμα και τώρα από επτά μέλη, τα έξι από τα οποία διορίζει ο βασιλιάς και το έβδομο είναι ο εκάστοτε υπουργός οικονομικών της χώρας.
Η εταιρία αυτή έγινε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου το 1948, άρα αναγνωρίστηκε επισήμως από όλο το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Σήμερα έχει 600 υπαλλήλους, από τους καλύτερους του κόσμου -όπως αναφέρουν τα διεθνή οικονομικά κουτσομπολιά.
Πάνω από το 50% δεν είναι Ταϊλανδοί. Τα μέλη του Δ.Σ. είναι, βεβαίως, άνθρωποι της απόλυτης εμπιστοσύνης του Ράμα Ι’, όμως ο επικεφαλής μάνατζερ είναι ο Μάικ Ντέιβιντ Σέλμπι, ο οποίος παλαιότερα εργαζόταν για την κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Το Γραφείο αυτή τη στιγμή διαχειρίζεται μια περιουσία που αγγίζει τα 60 δις δολάρια.
Τα 2/3 απ’ αυτά είναι κατατεθειμένα σε προσωπικούς λογαριασμούς, οι οποίοι, σύμφωνα με το νόμο, μπορούν να ξοδευτούν «κατά την ευχαρίστηση του βασιλιά», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Το Γραφείο, επίσης, έχει επενδύσει σε εταιρίες-ακρογωνιαίους λίθους της οικονομίας, όπως η Siam Cement Group (30%), τα ξενοδοχεία Kempinski και η Siam Commercial Bank (21%), η πρώτη εμπορική τράπεζα της χώρας.
Φυσικά τα επενδυτικά προγράμματα είναι αμέτρητα και οι πόρτες ορθάνοιχτες.
Για παράδειγμα, κατά την έξαρση του κορωνοϊού, η Siam Bioscience, εταιρεία που ελέγχεται εξ ολοκλήρου από το Γραφείο, «αδειοδοτήθηκε» για να κατασκευάσει εμβόλια με την τεχνογνωσία της εταιρείας Astra Zeneca.
Kατασκευάστηκαν συνολικά 60 εκατομμύρια δόσεις για τους Ταϊλανδούς και 200 εκατομμύρια για τις ανάγκες των γύρω χωρών.
Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, ο οποίος αναθεωρήθηκε το 2018 από την στρατιωτική χούντα που κυβέρνησε την Ταϊλάνδη για μια πενταετία (2014-2019), ο μονάρχης έχει την δυνατότητα να ρευστοποιήσει και να χρησιμοποιήσει όπως θέλει ως το ποσό των 70 δις δολαρίων.
Αν το συνολικό ποσό της περιουσίας υπερβεί αυτό το όριο, το επιπλέον ποσό θα το διαχειριστεί το κράτος.