Το πρωτοφανές μπλοκάρισμα δικαστικής μεταρρύθμισης από την συντηρητική πλειοψηφία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ισπανίας προκαλεί θεσμική κρίση στην χώρα και καταγγέλλεται από την ισπανική κυβέρνηση ως γεγονός πρωτόγνωρο μετά την φρανκική δικτατορία.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο αποδέχθηκε προσφυγή του Λαϊκού Κόμματος κατά της μεταρρύθμισης του ποινικού κώδικα και κατά συνέπεια πάγωσε την ψηφοφορία της Πέμπτης στην ισπανική Γερουσία επί τροπολογιών που έχουν ήδη ψηφισθεί από την ισπανική Βουλή.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι ρυθμίσεις που παρουσιάζονται υπό την μορφή τροπολογιών στο πλαίσιο ευρείας μεταρρύθμισης του Ποινικού Κώδικα δεν έχουν καμία σχέση με το κείμενο στο σύνολό του και αποτελούν προσθήκες άσχετες με το υπόλοιπο νομοσχέδιο.
Στόχος των τροπολογιών ήταν να ανοίξει ο δρόμος για την ανανέωση τεσσάρων από τους 12 δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι θητείες των οποίων έληξαν στο τέλος του Ιουνίου.
Η κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ κατηγορεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την συντηρητική πλειοψηφία του Συνταγματικού Δικαστηρίου ότι μπλοκάρουν την διαδικασία αντικατάστασης των τεσσάρων δικαστών για να εμποδίσουν την διαμόρφωση μίας αριστερής πλειοψηφίας στο ανώτατο δικαστήριο που είναι επιφορτισμένο με την χρηστή εφαρμογή του Συντάγματος.
Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι «σοβαρή», κατήγγειλε ο πρωθυπουργός της Ισπανίας.
«Εμποδίζει για πρώτη φορά τους εκλεγμένους από τους Ισπανούς νόμιμους εκπροσώπους να συζητήσουν στο Κοινοβούλιο και να νομοθετήσουν», «γεγονότα χωρίς προηγούμενο στην δημοκρατική ιστορία της χώρας μας», μετά το τέλος της δικτατορίας του Φράνκο το 1975 και χωρίς προηγούμενο «στις χώρες του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου».
Όμως, η συντηρητική αντιπολίτευση δηλώνει ότι ο Ισπανός πρωθυπουργός θέλει «να κλειδώσει» το Συνταγματικό Δικαστήριο επιβάλλοντας δικαστές που υποστηρίζουν την πολιτική του.
«Όλοι σε αυτήν την χώρα γνωρίζουν ότι η πρόθεση του επικεφαλής της κυβέρνησης είναι να ανανεώσει το Συνταγματικό Δικαστήριο αλλάζοντας τους κανόνες του παιγνιδιού για να τους προσαρμόσει στην βολή του», δήλωσε η δεύτερη στην ιεραρχία του Λαϊκού Κόμματος Κούκα Γκαμάρρα.
Η μεταρρύθμιση του Ποινικού Κώδικα, που περιλαμβάνει μέτρα που θα ικανοποιήσουν τους καταλανούς συμμάχους του Πέδρο Σάντσεθ μπορεί να ψηφισθεί την Πέμπτη, αλλά χωρίς τις τροπολογίες που έχει μπλοκάρει το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Η ανοικτή αυτή κρίση είναι η κορύφωση ενός τετραετούς μπρα-ντε-φερ ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση για το ζήτημα της ανανέωσης του Γενικού Συμβουλίου της Δικαστικής Εξουσίας, οργάνου που είναι επιφορτισμένο με τον διορισμό των δικαστών και κυρίως του μεγαλύτερου μέρους των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου θα έπρεπε να έχουν ανανεωθεί το 2018, πράγμα που δεν έχει γίνει ελλείψει συμφωνίας ανάμεσα στην αριστερά και την δεξιά που πρέπει πάση θυσία να συμφωνήσουν διότι 12 από τα 20 μέλη του Συμβουλίου διορίζονται με ειδική πλειοψηφία των τριών πέμπτων των δύο σωμάτων του ισπανικού Κοινοβουλίου.
Η ανοικτή κρίση εμποδίζει την λειτουργία της δικαιοσύνης και έχει κοστίσει στην Ισπανία πολλές προειδοποιήσεις εκ μέρους των Βρυξελλών.
Στα τέλη του Σεπτεμβρίου, ο Ευρωπαίος επίτροπος Δικαιοσύνης Ντιντιέ Ρέιντερς επισκέφθηκε την Μαδρίτη για να ζητήσει την ανανέωση, «χωρίς καθυστερήσεις», της σύνθεσης του Γενικού Συμβουλίου της Δικαστικής Εξουσίας, ματαίως. Εξαντλημένος από την κρίση, ο πρόεδρος του Γενικού Συμβουλίου Κάρλος Λέσμες παραιτήθηκε τον Οκτώβριο.
Αν και είχε δεσμευθεί ότι η κυβέρνηση θα σεβόταν την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο ισπανός πρωθυπουργός υποσχέθηκε ότι «η κυβέρνηση θα υιοθετήσει όποια μέτρα είναι αναγκαία για να τερματισθεί το αδικαιολόγητο μπλοκάρισμα του Γενικού Συμβουλίου της Δικαστικής Εξουσίας και του Συνταγματικού Δικαστηρίου».
Οι πολιτικοί του σύμμαχοι Podemos κατήγγειλαν από την πλευρά τους μία απόφαση «εξαιρετικής σοβαρότητας». «Μία δικαστική εξουσία χωρίς νομιμοποίηση έδωσε χαστούκι στην νομοθετική εξουσία», έγραψε στο Twitter ο Πάμπλο Ετσενίκε στέλεχος του Podemos.
Το 2020, η κυβέρνηση Σάντσεθ σχεδίαζε την τροποποίηση της διαδικασίας ανανέωσης των μελών του Γενικού Συμβουλίου της Δικαστικής Εξουσίας ώστε δώδεκα από τα μέλη του να διορίζονται με απόλυτη πλειοψηφία από τα μέλη του Κοινοβουλίου και όχι με ειδική πλειοψηφία.
Όμως, μπροστά στις ανησυχίες των Βρυξελλών και τις κατηγορίες ότι θέλει να επιτύχει τον διορισμό δικαστών ιδεολογικά προσκείμενων στην αριστερά, η ισπανική κυβέρνηση αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την μεταρρύθμιση αυτή.