Ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου και πρώην υπουργός Οικονομικών, Τζορτζ Όσμπορν, παραδέχθηκε ότι «δεν είναι όλα τα αντικείμενα καταγεγραμμένα και καταχωρημένα σωστά», προσθέτοντας με νόημα ότι «κάποιος που γνωρίζει τι δεν έχει καταγραφεί, έχει μεγάλο… πλεονέκτημα, στην περίπτωση που θέλει να κλέψει αντικείμενα»
Ο ίδιος αποκάλυψε ότι «έχουμε ήδη αρχίσει να ανακτούμε ορισμένα από τα κλεμμένα αντικείμενα» Ερωτηθείς πού εντοπίστηκαν τα αντικείμενα που έλειπαν, είπε ότι «ορισμένα μέλη της κοινότητας των αρχαιοτήτων συνεργάζονται ενεργά μαζί μας» και εξέφρασε τη βεβαιότητα του ότι «τίμιοι άνθρωποι» θα επιστρέψουν αντικείμενα που έχουν κλαπεί.
Σύμφωνα με όσα δήλωσε, θα μπορούσαν να είχαν γίνει περισσότερα, για να αντιμετωπιστούν οι κλοπές νωρίτερα: «Πιστεύουμε ότι έχουμε πέσει θύμα κλοπών για μεγάλο χρονικό διάστημα και ειλικρινά θα μπορούσαν να είχαν γίνει περισσότερα για την αποτροπή τους», είπε χαρακτηριστικά.
Το Βρετανικό Μουσείο, που ιδρύθηκε το 1753, έχει συγκεντρώσει μια συλλογή περίπου οκτώ εκατομμυρίων αντικειμένων, αλλά από το 2019 μόνο περίπου 80.000 εκτίθενται δημόσια, με τα υπόλοιπα να φυλάσσονται σε αποθήκες.
Τα αντικείμενα που λείπουν χρονολογούνται από τον 15ο αιώνα π.Χ. έως τον 19ο αιώνα μ.Χ. και φυλάσσονταν κυρίως για ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς σκοπούς, όπως είχε ανακοινώσει το Μουσείο.
Η Ελληνίδα αρχαιολόγος, Δέσποινα Κουτσούμπα, δήλωσε στο BBC αυτή την εβδομάδα ότι τα γλυπτά του Παρθενώνα «δεν είναι ασφαλή» στο Λονδίνο. Η ελληνική κυβέρνηση έχει ζητήσει εδώ και καιρό να επιστραφούν στην Ελλάδα τα αντικείμενα, που συχνά αποκαλούνται Ελγίνεια Μάρμαρα.