Το Διεθνές Συμβούλιο Αεροδρομίων Ευρώπης αποδοκίμασε σήμερα τους «αδικαιολόγητους από επιστημονικής απόψεως» και «ασυντόνιστους» ελέγχους που επιβάλλονται από πολλές ευρωπαϊκές χώρες σε επιβάτες που προέρχονται από την Κίνα.
Μετά την απότομη εγκατάλειψη της λεγόμενης «πολιτικής μηδενικής Covid» στην Κίνα, που οδήγησε σε έκρηξη μολύνσεων στη χώρα, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, σε συμφωνία με τις ΗΠΑ, ακόμα και τη Νότια Κορέα, αποφάσισαν αυτή την εβδομάδα να επιβάλουν τη διενέργεια τεστ Covid σε επιβάτες που έρχονται από την Κίνα.
«Αυτές οι μονομερείς ενέργειες έρχονται σε αντίθεση με όλη την εμπειρία και τα κεκτημένα των τελευταίων τριών ετών (…) (αυτοί οι έλεγχοι) δεν δικαιολογούνται επιστημονικά ούτε βασίζονται σε ένα «πραγματικό κίνδυνο», τονίζει σε ανακοίνωσή της η ACI Europe.
Η ισχυρή ομοσπονδία, η οποία εκπροσωπεί περισσότερα από 500 αεροδρόμια σε 55 ευρωπαϊκές χώρες, είχε καταγγείλει έντονα το 2020, στην αρχή της πανδημίας, τη «χαοτική» αντιπαράθεση διαφορετικών περιορισμών υγείας ανάλογα με τη χώρα και στη συνέχεια την άρση τους με με ανοργάνωτο τρόπο.
«Βυθιζόμαστε ξανά σε ένα συνονθύλευμα αδικαιολόγητων και ασυντόνιστων ταξιδιωτικών περιορισμών (…). Αυτοί οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί δεν λειτουργούν και οι ρυθμίσεις συντονισμού της ΕΕ αποτυγχάνουν για άλλη μια φορά», δήλωσε ο γενικός διευθυντής της ACI Europe, Ολιβιέ Γιάνκοβιτς.
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), έκρινε την Πέμπτη «αδικαιολόγητο» τον συστηματικό έλεγχο των ταξιδιωτών, δεδομένου του επιπέδου ανοσίας στην Ευρώπη και της παρουσίας στην ηπειρωτική χώρα των ίδιων παραλλαγών όπως στην Κίνα.
Όσον αφορά τον εντοπισμό πιθανών νέων παραλλαγών του ιού που ενδέχεται να προκύψουν στην Κίνα, η αυξημένη παρακολούθηση με γονιδιωματική αλληλουχία «μπορεί να γίνει με μέσα όπως η εξέταση λυμάτων από αεροδρόμια, χωρίς την ανάγκη τεστ σε ταξιδιώτες», τονίζει η ACI Europe.
Τα προληπτικά μέτρα που έλαβαν πολλά κράτη είναι «κατανοητά» λόγω της έλλειψης πληροφοριών που παρέχει το Πεκίνο, εκτίμησε ωστόσο ο επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους.